Κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσω ότι ο λόγος που βρισκόμουν εκείνο το βράδυ στο συγκεκριμένο χώρο κι όχι στη συναυλία των Death In Vegas ή των Cynics ήταν καθαρά συναισθηματικός. Το άλμπουμ τους “Nightingales And Bombers” ήταν από τα πρώτα που αγόρασα ποτέ, ενώ λίγο αργότερα επένδυσα και στο “Solar Fire”, δίσκους που λάτρεψα αμφότερους. Ήθελα λοιπόν να ακούσω ζωντανά κάποια από τα τραγούδια τους, έστω και αν παίζονταν πια από τον 63 ετών σήμερα παλαίμαχο leader του γκρουπ και την όποια μπάντα τον ακολουθούσε πλέον σήμερα. Στα θετικά της υπόθεσης το γεγονός ότι κιθάρα θα έπαιζε ο Mick Rodgers, που περιλαμβανόταν στη σύνθεση εκείνων των δίσκων. (Χώρια που τελικά κατάφερα να δω και τους μισούς Death In Vegas, ας είναι καλά ο Richard Fearless και το dj set του!).
Το ότι μπήκα στο χώρο και για μισή ώρα δεν είδα κανέναν γνωστό μου ήταν ανησυχητικό, και σήμαινε ότι στο χώρο είχαν προσέλθει άτομα που δεν παρακολουθούν πολλές συναυλίες αφενός, καμία τους αφετέρου δεν προέρχεται από συγκροτήματα της τρέχουσας επικαιρότητας (εντάξει, δεν γνωρίζω όλους τους ανθρώπους που πηγαίνουν σε συναυλίες αλλά πλησιάζω στο να τους μάθω!). Άνθρωποι με μακριά μαλλιά υπήρχαν σε πληθώρα, το ίδιο και καραφλίτσες, κοιλιές και λίγα πιτσιρίκια που ήρθαν να ακούσουν με τι μεγάλωσε ο μπαμπάς. Πρόκειται για την κατηγορία των ακροατών που εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να βγάζουν επιφωνήματα θαυμασμού μετά από τα κιθαριστικά σόλο, όπως τότε στη δεκαετία του ’70, και εκείνο το βράδυ μας χάρισαν τόσα τέτοια, που βάλαμε και στις τσέπες.
Με αξιοζήλευτο χαμόγελο που τόνιζε μια χαρισματική οδοντοστοιχία, ο Mick Rodgers σολάριζε σε κάθε κομμάτι και σε γενναίες ποσότητες, κάνοντας την μπροστινή μου παρέα να κοιτάζεται με νόημα και με μάτια που έλεγαν «πωπω» κάθε φορά που ο Rodgers κένταγε νότες στο τάστο του με ταχύτητα μυδραλιοβόλου. Όπως όλοι οι μουσικοί επάνω στη σκηνή - πέντε στο σύνολό τους – ήταν εξαιρετικός, ειδικά αν τα γούστα σου περιστρέφονται γύρω απ’ την υπόθεση κλασικό ροκ. Περφεκτιονιστές και με τη σιγουριά του βετεράνου, έπαιξαν όλες τις μεγάλες τους επιτυχίες χωρίς εκπλήξεις μαζί με κάποιες διασκευές. Ή για να είμαστε ακριβείς, όλες οι μεγάλες τους επιτυχίες είναι διασκευές, οπότε το σωστότερο θα ήταν να πούμε ότι αυτό που είδαμε ήταν μια covers band.
Έχουμε και λέμε, για να αποδείξουμε του λόγου το αληθές : τρία κομμάτια του Bruce Springsteen, τα “Blinded By The Light”, “Spirits In The Night” και “Dancing In The Dark”, ένα του Bob Marley (“Redemption Song”), ένα του Bob Dylan (“Father Of Day, Father Of Night”) συν το “Don’t Kill It Carol” που είναι σύνθεση του Mike Heron, γνωστού απ’ τους Incredible String Band (Ψάχνοντας, ανακάλυψα ότι έχουν ακόμη διασκευάσει στους δίσκους τους ακόμη και Eddie And The Hot Rods, Jam, μέχρι και Momus!). Τι απέμεινε δικό τους; Τίποτα, μόνο το άψογο κατά μια έννοια της συναυλίας και τα κλισέ στα οποία καταφεύγουν οι ροκ μουσικοί κάποιες φορές (Ναι, καλά είμαστε, η μητέρα μου είναι λίγο αδιάθετη αλλά θα της περάσει σύντομα ελπίζω!).
Στα φωνητικά είχαν τον Noel McCalla, μα ευτυχώς κάθε φορά που οι συνθήκες το απαιτούσαν, τα αναλάμβανε ο Rodgers – όπως στα κομμάτια από τα αγαπημένα μου άλμπουμ που όμως θα ήθελα να είναι πιστότερα στις εκτελέσεις των δίσκων, στα πρότυπα της πρόσφατης “Forever Changes” συναυλίας των Love. Γενικά πάντως δεν ήταν κι άσχημη βραδιά.
Τελειώνοντας, να πω ότι δυστυχώς έχασα την σαπόρτ εμφάνιση των What’s The Buzz, ακούσα όμως καλά λόγια από διπλανούς παρισταμένους, ενώ το ότι μου ζητήθηκαν χρήματα για να παρκάρω το αυτοκίνητό μου στον παράπλευρο χώρο είναι ένα σωστό βήμα στην εξομοίωση των συναυλιακών χώρων με τα σκυλάδικα. Τελικά η απόσταση που χωρίζει αυτά τα δύο ίσως να μην είναι τόσο μακρινή όσο νομίζουμε.