Σχεδόν 20 ώρες ύστερα από την στιγμή που αποχαιρετήσαμε γνωστούς και φίλους στο πεζοδρόμιο της Μάρνης, και ο γιγαντιαίων διαστάσεων ήχος των Death In Vegas ακόμα αντηχεί στα βουλομένα αυτιά μου... όπως και τότε, αρκετά χρονάκια πριν στο Ritz του Manchester, όταν για πρώτη φορά έμεινα με ανοικτό το στόμα, με τις δυνατότητες της μπάντας που είχε μόλις κυκλοφορήσει ίσως το κορυφαίο βρετανικό album της χρονιάς.
Μπορεί βέβαια το βράδυ της Παρασκευής το στοιχείο της έκπληξης να είχε εκλείψει, αφού το Αθηναϊκό κοινό είχε την τύχη να παρακολουθήσει την πολυπληθέστατη παρέα του Richard Fearless και του Tim Holmes και παλαιότερα, όμως και πάλι η ικανοποίηση από το σχεδόν μιάμισης ώρας show ήταν φανερή σε κάθε εκδήλωση θαυμασμού και εντυπωσιασμού.
Άξιο θαυμασμού βέβαια και το ίδιο το κοινό που γέμισε ασφυκτικά το Ρόδον, και περίμενε υπομονετικά, εώς και ένα σημείο βέβαια, να τελειώσει το electro με τάσεις electroclash δίωρο dj set του ο κύριος Fearless. Και ok, την τελευταία στιγμή, πριν περάσουμε την πόρτα του συναυλιακού χώρου, τα παιδιά της διοργανώτριας εταιρίας μας ενημέρωσαν για το προγραμματισμένο, μέχρι τα μεσάνυχτα, dj set, και την έναρξη αμέσως μετά του live, όμως σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι που έκαναν το κόπο να φτάσουν στην Μάρνης πριν της 10 το βράδυ δεν φάνηκε να είχαν υπόψην τους τον συγκεκριμένο προγραμματισμό, αν κρίνουμε βέβαια από τα αρνητικά σχόλια (τα... σχολιανά της άκουσε η συνηθισμένη άλλωστε σε αυτά DiDi Music), κάποια "fuck off" και κάποια γουχαϊσματα που όσο περνούσε η ώρα, κυλούσε ο ιδρώτας και η κόπωση από την ορθοστασία είχε αρχίσει νά κάνει έντονα την εμφανισή της, τα οποία όλα αυτά και σε συνδυασμό έκαναν ιδιαίτερα έντονα δυσάρεστη την ατμόσφαιρα.
Όλα, ή... σχεδόν όλα anyway, ξεχάστηκαν όταν το σχήμα το Richard Fearless (με τους τρεις χαρακτηριστικούς μαυροντυμένους κιθαρίστες και τον έναν μπασίστα να δεσπόζουν μπροστά και τους Fearless και Holmes στο βάθος να κάνουν τα δικά τους) ανέβηκε στη σκηνή και άρχισε ο ηχητικός καταιγισμός με το αναλόγου βεληνεκούς visual show, δημιούργημα του ίδιου του Fearless φυσικά, που συνόδεψε κάθε στιγμή της συναυλίας, χαρίζοντας ένα οπτικοακουστικό αισθητικό αποτέλεσμα που εν τέλει δικαίωσε όσους πιστεύουν ότι οι Death In Vegas είναι μία ιδιαίτερη γκρουπάρα.
Ιδιαίτερη, διότι πολύ απλά ξεφεύγει από τα συμβατικά χαρακτηριστικά ενός group, και αυτό ίσως και ξένισε ορισμένους. Πολλά προηχογραφημένα tapes (δεν νομίζω άλλωστε να περίμενε κανείς να δει και σιτάρ στο Ρόδον), ενώ και τα φωνητικά ήταν φυσικά προηχογραφημένα και πειραγμένα, (σε κάποια σημεία ίσως και να αδικήθηκαν από τον ήχο). Πώς μπορεί να γινόταν διαφορετικά άλλωστε, αν και μόνο η ιδέα να παρακολουθείς την πολυαγαπημένη Hope Sandoval (πότε θα έρθει από τα μέρη μας άραγε;) να μας στέλνει στους ουρανούς με το "Help Yourself" μπορεί να συγκριθεί μόνο με την φαντασίωση να κάνεις έρωτα με την Θεά Αφροδίτη. Σε κάποια άλλα τραγούδια βέβαια τα φωνητικά απουσίαζαν εντελώς με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε οργιαστικά instrumentals. Στην περίπτωση βέβαια της σφαγής του standard του Gene Clark "So Say You Lost Your Baby" από τον Paul Weller, μονό καλό έκανε η παράβλεψη αυτή...
Τα διαμάντια από το "Contino Sessions" έλαμψαν εις βάρος των πιο αδύναμων στιγμών του πιο πρόσφατου "Scorpio Rising", ενώ η ψυχεδέλια ερχόταν σε μία συνεχή κόντρα, μάχη και τελικά συνεργασία με την κατα βάθος punk ψυχή και καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία ενός πλήρους καλλιτέχνη, (μουσικός, dj, κινηματογραφιστής, γραφίστας, παραγωγός, και ξέρω εγώ τι άλλο...). Και αν το μπάσο του Peter Hook στην αναπάντεχη διασκευή (εσείς όλοι που χορεύατε με κλειστά τα μάτια ξέρετε...) στοίχιωσε για λίγο το Ρόδον, στο τέλος, έστω και με την Nicola Kuperus στα σαδομαζοχιστικά όρια της ασφυξίας, βγήκαμε από το τούνελ και ανασάναμε χαρούμενοι.