To λεξικό του lounge προφανώς έχει πολλές εναλλακτικές λέξεις για την ίδια έννοια -mood, cocktail, spy, lounge ή Incredibly Strange Music, εν ολίγοις μιας ολόκληρης, αλλά και ευρείας όσο και ασαφούς στην ουσία της συμπεριφοράς, πόσο μάλλον και στο μουσικό της κομμάτι, αφού δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια φιλοσοφία-κολλάζ που ξεκινά από τις easy-listening μέρες των late '50s αλλά και '60s, με μια διάθεση εναγκαλισμού jazz, bossanova, shake, moog synthesizers, swing, cult soundtracks και πολλών ειδών. Κοινωνιολογικά επρόκειτο για το νεότευκτο ενδιαφέρον των μεσαίας τάξης αμερικανών στην ήρεμη ζωή, τους εξωτικούς προορισμούς για τις διακοπές, τον stereo hi-fi εξοπλισμό, τα κοκτέιλ με πολλές ομπρέλες, όταν οι άνθρωποι είχαν extra χρόνο να σκεφτούν να μεταβούν στη Hawaii με πλοίο.
Αναρωτιέται κανείς ποίο το νόημα μιας τέτοιας φιλοσοφίας και στάσης ζωής στο σύγχρονο -και δη- αστικό άνθρωπο των 00s, πέρα από την πραγματική, μα και εκ των πραγμάτων -τις περισσότερες φορές- ανεκπλήρωτη ανάγκη του, να ξεφύγει. Αν αναζητείτε το hype κομμάτι της υπόθεσης, φοβούμαι ότι όλοι μας το έχουμε ως κοινό μυστικό ότι έχει σβήσει πριν κανα δυο χρόνια, ίσως και περισσότερο. Ξεκινώντας ως νεο-lounge στις αρχές των 90s και εντεινόμενο στην μετα-grunge εποχή από τις δισκογραφικές προκειμένου να πωλήσουν σε πρωτογενή ή δευτερογενή μορφή ένα μεγάλο και ανεκμετάλλευτο κατάλογο, έσβησε σχετικά γρήγορα, τηρουμένων των αδηφάγων αναλογιών των. Αυτό που έμεινε, είναι πέρα απο στυλιστικές προωθήσεις κι επιταγές, μια νέα γενιά συγκροτημάτων και ακροατών, σαφώς περιορισμένων, αλλά και περισσότερο συνειδητοποιημένων από τον χαμό μιας ευρείας ομάδας που ακούει ότι δύναται να την προσδιορίσει και να την διαχωρίσει από την υπαρκτή κενότητά της (ίσως και δικαιολογημένης, εν μέρει, λόγω αυτών των ρυθμών). Με λίγα λόγια ένα νόστιμο κατακάθι που πάει τη μουσική λίγο παραπέρα, αλλά και μερικές χαβαλετζίδικες early 60s αναβιώσεις.
Η λέξη lounge, μάλιστα, μου φέρνει διαρκώς στο μυαλό μια παρέα από Θεσσαλονικιούς φίλους και γνωστούς που ούτε κι εγώ δεν θυμάμαι πόσους χιουμοριστικούς συνδυασμούς κατόρθωσε να σκαρώσει μ'εκείνη, με πάσα αφορμή κι αιτία, παίρνοντας τη δική της εύστοχη μα και ειρηνική εκδίκηση για το απόλυτο τίποτα που βρίσκεται πίσω από τον όρο για πολλούς από εκείνους που τον χρησιμοποιούν. Ίσως και γι'αυτό είχα την απορία για το τι θα αντίκρυζα στο 2ο ετήσιο lounge festival που διοργάνωσε με συνέπεια και φέτος το Club 22 στο χώρο του. Αυτό που είδα δεν απείχε μακράν της αρχικής μου υπόθεσης. Πάσες οι φυλές -ενδυματολογικά και ακουστικά- ήταν παρούσες, μα -ευτυχώς- η διάθεση μία: Να περάσουμε όλοι καλά, ει δυνατόν με το πιο ελαφρύ πέπλο "δήθεν" γίνεται.
Τη βραδιά άνοιξαν οι δικοί μας Dr. Vodkatini, ένα εννιαμελές σχήμα που μετρά 4,5 χρόνια ζωής, αν και προέρχεται από μουσικούς που έχουν παίξει σε άλλες μπάντες της περασμένες δεκαετίες. Πανέμορφα κρουστά, κιθάρες και πνευστά, μαζί με τα ιδιαίτερα φωνητικά της Αλεξάνδρας Μεθενίτου, σχημάτιζαν ένα ηχητικό σύνολο - καταστάλλαγμα των acid jazz / easy listening αναμνήσεών μας, σε αλα-Swing Out Sister κομμάτια-διασκευές, που ζέσταναν για τα καλά το κοινό. Ομολογουμένως το αθηναϊκό σχήμα ήταν τόσο δυνατό σε κέφι και αντίληψη της σημασίας μιας ζωντανής εμφάνισης, που οι Gabin που ακολούθησαν μας φάνηκαν πολύ "λίγοι".
Οι Ιταλοί Fillipo Glam και Max Bottini πραγματικά λίγο έλειψε να μας χαλάσουν τη διάθεση, έχοντας μάλιστα στο μυαλό διθυραμβικές συστάσεις από την εδώ εταιρία τους. Συμπαθητική η ιδέα του sample από τον Duke Ellington, ατμοσφαιρικοί στις λατινοjazz mid-tempo δημιουργίες τους, μα ήταν πραγματική ταλαιπωρία οι jazz-house απόπειρές τους, δεδομένης και μιας σκηνικής παρουσίας που υποτιμούσε τη νοημοσύνη μας. Προσωπικά δεν μου κάνει για 'live' ένας γεμάτος ήχος από τον οποίο μόνο ένα μπάσο ακούγεται ζωντανά και όλα τα άλλα είναι προηχογραφημένα, με δύο άτομα να προσποιούνται ότι ποιούν τα μέγιστα επί σκηνής. Αυτά ανήκουν σε άλλες δεκαετίες. Η πρόκληση για ένα καλλιτέχνη που πραγματικά θέλει να γίνει μεγάλος, είναι η ζωντανή απόδοση αυτής της ηχητικής πανδαισίας (ανεξαρτήτως του πόσο λειτουργική είναι), και τα περιθώρια υπήρχαν. Οι δυο τους όμως ήταν καλλιτεχνικά απόντες.
Ευτυχώς, το κέφι επανήλθε με τους καταπληκτικούς Montefiori Cocktail, ένα δίδυμο αυθεντικών entertainers (Kekko και ...Kikko) και εν ζωή, υιών του κορυφαίου Ιταλού σαξοφωνίστα Germano Montefiori. O κύριος αυτός στα 60's ήταν διάσημος για τις εξαιρετικές του εμφανίσεις σε κέντρα χορού, parties, κρουαζιέρες κτλ. Οι Montefiori Cocktail πραγματοποίησαν ένα απίστευτα κεφάτο, cult μέχρι παρεξηγήσεως, καρακιτσάτο 60s live, βγαλμένο από την ψυχή και τα ακούσματά τους, διόλου δήθεν, αναίσχυντα easy listening, μα ξεσηκωτικό ταυτόχρονα για διαρκή χορό, στον οποίο δεν αντισταθήκαμε από την αρχή μέχρι το τέλος. Ελέω ημέρας (Κυριακή γαρ), οι αντοχές μας ήταν σαφώς λιγότερες, όταν πολύ αργά ο άλλος μεγάλος λάτρης του ρετρό και των λαουντζοτζαζάτων κομματιών, κύριος Nicola Conte, ανέλαβε τα decks σε ένα ακόμα γοητευτικό πισωγύρισμα.
Τι μας έμεινε; Μερικοί ήχοι να σιγοψιθυρίζουμε στο αμάξι, η φατσούλα του Kekko (ή μήπως του Kikko; Θα σας γελάσω), αλλά και μιας θεσπέσιας μικρής ξανθιάς ύπαρξης στη μέση του club, πίσω από το κεντρικό μπαρ, να χορεύει -ανεξαρτήτως ρυθμών και κομματιών- ασταμάτητα από την αρχή ως το τέλος της βραδιάς. Ooops, χαλαρώσαμε επικίνδυνα...