Μπορεί το βράδυ του Σαββάτου στην Αθήνα να αποδείχθηκε αρκετά ψυχρό και βροχερό - και καλά έκανε να σας πω την αλήθεια, δεν θα την άντεχα άλλη καλοκαιρία – όμως στο αγαπημένο club της οδού Σολωμού, κυριάρχησε μία πολύ ευχάριστη και ζεστή ατμόσφαιρα, η οποία έκανε πολλούς από εμάς να ανεβούμε τις σκάλες προς την έξοδο με ένα τεράστιο χαμόγελο και πολύ ευδιάθετοι, τόσο όσο και ο πιτσιρικάς Jukka όταν έκλεινε τον ενισχυτή του ύστερα από μία εμφάνιση μπροστά στο καλύτερο κοινό που είχε ποτέ, σύμφωνα με τον ίδιο.
Ας την πάρουμε όμως από την αρχή αυτήν την ωραία συναυλιακή βραδιά, που διοργάνωσαν από κοινού οι φίλοι των Fractal Press, Overdub και sonicplayground, και την οποία με μεγάλη χαρά υποστήριξε και το Avopolis.
Σε ένα απίστευτα ασφυκτικά γεμάτο αλλά και ομιχλώδες Αν, (Το Υπουργείο Υγείας προειδοποιεί: To κάπνισμά των τσιγάρων σας στις συναυλίες ενοχλεί τον αρχισυντάκτη του Avopolis, εκτός και αν καπνίζετε «κάτι άλλο» οπότε ίσως και να θέλει να τον κεράσετε) στη σκηνή πρώτα ανέβηκαν οι Αμερικανοί High Canadiens, οι οποίοι πραγματικά κέρδισαν το κοινό με την όμορφη απλότητα των ακουστικών folk τραγουδιών τους. Οι τρεις από τους πέντε High Canadiens, οι οποίοι στην πραγματικότητα βρέθηκαν στην Αθήνα για διακοπές και με αυτή την ευκαιρία εμφανίστηκαν στην σκηνή του Αν, ήταν απλοί, ευχάριστοι, και αμφιβάλλω αν κάποιος από όσους τους παρακολούθησαν θα δυσανασχετούσαν αν έλεγαν δύο-τρία τραγουδάκια ακόμα. Και αν αναρωτιέστε όσοι είσασταν στο live μα ποιος είναι αυτός ο Tasos που ευχαριστούσαν συνέχεια οι τρεις Αμερικανοί, να σας αποκαλύψουμε (ουάου!) ότι πρόκειται για τον μεγαλοεκδότη/διευθυντή/αρχισυντάκτη/συντάκτη και ξέρω-εγώ-τι-άλλο, του γνωστού και αγαπητού fanzine Sense. HeyTasos, ακόμα δεν βρήκα αυτό το website των High Canadiens, για στείλε κανα link please!
Την σκυτάλη πάνω στην σκηνή του Αν πήραν οι Αθηναίοι Garden Box. Post rock electronica περιγράφουν οι ίδιοι την μουσική που παίζουν και καλά κάνουν. Έχοντας περάσει αμέτρητες ώρες υποθέτω πάνω από τους υπολογιστές τους, οι δύο βασικοί συνεργάτες, προσπάθησαν να παρουσιάσουν ένα οπτικοακουστικό show, βασισμένο στους προηχογραφημένους ήχους του ibook, και σε μία ή δύο ηλεκτρικές κιθάρες, καθώς και σε ένα καλογυρισμένο visual show μέσω ενός projector. Και ενώ στα instrumentals οι συνθέσεις θα έπαιρναν ακόμα και άριστα για ελληνική προσπάθεια, ειδικά το πρώτο και το τελευταίο track του set ήταν φανταστικά, προβλήματα θα μπορούσαν να εντοπιστούν στα φωνητικά, που ακούστηκαν πολύ άνισα, ενώ βέβαια κάποια προβλήματα στον ήχο αλλά και στην λειτουργία των προηχογραφημένων, όπως κατάλαβα, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν κάποια δικαιολογία. Ειδικά δε βέβαια, όταν αυτά λειτούργησαν κατασταλτικά ακόμα και στο να παρουσιαστεί ένα τραγούδι του group στην ολοκληρωμένη του μορφή, αφού αναγκαστικά ερμηνεύτηκε «γυμνό» από ηλεκτρονικά στοιχεία. Και όλα αυτά ύστερα από κάποια, όχι ηθελημένη βέβαια, σκηνική φλυαρία που ίσως και να κούρασε το κοινό που περίμενε τους G.d.M. Καλά και πρωτοποριακά για τον ελληνικό χώρο στοιχεία υπάρχουν, θέληση επίσης, οπότε καλή συνέχεια στους Garden Box στο πειραματικό τους ταξίδι.
Όσο για τους Giardini di Miro; Τα σπαστά Αγγλικά του Jukka Reverberi, οι ευχαριστίες του, και ο ενθουσιασμός του στο τέλος της εκπληκτικής τους εμφάνισης τα έλεγε όλα. Μπορεί κάποιοι αυστηροί, λέγε με Τάκη Θανόπουλο, να είπαν «καλοί είναι, αλλά συγκρινόμενοι με την εμπειρία των Godspeed χάνουν πολύ», και ίσως και εγώ να συμφωνήσω, αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να είναι αυτό το κριτήριο για να κρίνουμε τους φίλους Ιταλούς.
Οι Giardini di Miro κατάφεραν να στριμωχτούν στην μικρή σκηνή και παρουσίασαν για πρώτη φορά εκτός Ιταλίας του τι είναι ικανοί να κάνουν παρά την όποια απειρία τους λόγω ηλικίας αλλά και live εμπειριών. Απλά, μην τους μιλήσετε για post-rock. “Melodic instrumental pop” ονομάζουν την μουσική τους, όπως μου είχε πει ο Jukka λίγες ώρες πριν το live, οπότε ας τους την κάνουμε την χάρη.Λοιπόν, αυτό το «melodic instrumental pop» σε ορισμένες στιγμές, ήταν κάτι το εκπληκτικό και ξεπέρασε προσωπικά και τις προσδοκίες μου. Δεν ημουν, για να πω και την αμαρτία μου, σίγουρος αν θα κατάφερναν να ταξιδέψουν το κοινό τους, να τους κάνουν να φωνάξουν, να σιωπήσουν, να χοροπηδήσουν, ή να κάτσουν σε μία γωνία με κλειστά τα μάτια, νιώθοντας μόνο τους ήχους από τα όργανα των G.d.M.. Και όμως τα κατάφεραν, παρά τα κάποια μικρά προβληματάκια, τον έτσι κι αλλιώς όχι ιδανικό ήχο του Αν, αλλά και κάποιες λίγο συντομευμένες εκτελέσεις των κομματιών του περσινού τους album.
Άλλοτε σαγηνευτικοί, με την τρομπέτα, το βιολί και το βιολοντσέλο να έχουν την θέση που τους αρμόζει και άλλοτε εκρηκτικοί, με τις κιθάρες να αγκομαχούν, και να βαριανασαίνουν σαν κουρασμένοι γίγαντες, οι G.d.M. έδωσαν τις καλύτερες υποσχέσεις για ένα ακόμα σπουδαιότερο μέλλον. Και είμαι σίγουρος ότι θα τους ξαναδούμε από τα μέρη μας, γείτονες είναι άλλωστε.
Πρόσωπα της βραδιάς δύο. Σίγουρα ο συμπαθέστατος Jukka Reverberi, είτε προσπαθώντας να μας μιλήσει, είτε με το κουτάκι που περιείχε τα cd τους, τα οποία είχαν όλα ξεπουλήσει νωρίτερα, στο κεφάλι του, προσπαθώντας προφανώς να γλιτώσει τα μαλλιά του από το... τράβηγμα, αφού ήταν φανερό ότι ακόμα και τα διπλάσια να είχαν φέρει μαζί τους, θα τα πούλαγαν. Και βέβαια ο μουσάτος ηχολήπτης τους με το κίτρινο πουκάμισο, που αν παρατηρούσατε το τι έκανε και με ποια ρυθμική μανία πάνω στην κονσόλα, σίγουρα θα εκτιμούσατε ακόμα πιο πολύ τη δουλειά και τον ρόλο ενός δημιουργικού υπεύθυνου ήχου ενός συγκρότηματος.
Arrivederci amico λοιπόν...