Έχοντας την τύχη να παρακολουθήσω την δεσποινίδα Chan στον πιο κατάλληλο χώρο του Roadhouse του Manchester λιγότερο από 20 ημέρες πριν (για την οποία εμφάνιση σας ενημέρωσε ο φίλος Τάκης Θανόπουλος), η προοπτική να παρακολουθήσω ξανά την Chan να προσπαθεί να μεταφέρει τις σπαρακτικές ηχογραφήσεις επί ελληνικού εδάφους αυτή τη φορά, μου κίνησε την περιέργεια, αλλά περισσότερο ήθελα να παρατηρήσω τις αντιδράσεις του ελληνικού κοινού σε ένα κάθε άλλο παρά συνηθισμένο και ευκολοχώνευτο live.
Η αλήθεια είναι ότι αυτό που έγινε την περασμένη Παρασκευή στο αγαπημένο στέκι της περιοχής των Εξαρχείων ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα. Βέβαια, το γεγονός ότι το μικρό club γέμισε πάρα πολύ γρήγορα -σε σημείο να μείνει και ένας αρκετός αριθμός φίλων απ’ έξω- έκανε την έτσι και αλλιώς ζεστή ατμόσφαιρα αποπνικτική. Μέσα σε κάθε άλλο παρά ιδανικές συνθήκες, λίγο μετά τα μεσάνυχτα η συμπαθέστατη νεαρά Chan κατάφερε με κάποια δυσκολία να διαπεράσει το κοινό και να πάρει, μαζί με τη κιθάρα της, τη θέση της.
Με ένα set πανομοιότυπο με αυτό που είχα παρακολουθήσει, με την ίδια περίεργη, ιδιότροπη, και αμήχανη παρουσία, αλλά πάντα με την ίδια εκπληκτική φωνή -έστω και εν μέσω διακοπών- που όμως δεν φάνηκε να κερδίζει κανέναν. Αντίθετα, το μεγαλύτερο ποσοστό του κοινού τριγύρω μας φάνηκε να αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη έκπληξη την εμφάνιση της Cat Power και με το πέρασμα της ώρας -κι ενώ η κατάσταση από πλευράς θερμοκρασίας είχε καταντήσει αφόρητη- άρχισε να αντιδράει άσχημα. Τα ειρωνικά και άσχημα σχόλια και για την Chan αλλά και για τους διοργανωτές της βραδιάς άρχισαν γρήγορα να κυκλοφορούν, κόσμος άρχισε να φεύγει με την εντύπωση της αρπαχτής, ενώ άλλοι περίμεναν να ακούσουν κάποιο από τα ενδιαφέροντα τραγούδια που άκουσαν στο ραδιόφωνο. Και εκεί μπορεί να εστιαστεί το πρόβλημα της βραδιάς.
Πρέπει να αποδεχτούμε ότι μεγάλος αριθμός των ατόμων που πήγε στο club δεν γνώριζε τη δουλειά της Cat Power. Κάτι η προώθηση της βραδιάς από τα Αθηναϊκά ραδιόφωνα, κάτι το φτηνό εισιτήριο το οποίο συνδύαζε και το party που θα επακολουθούσε μετά το τέλος της συναυλίας, ώθησε πολύ κόσμο να κάνει την εμφάνισή του στο club. Αυτό το γεγονός κακό δεν είναι (το αντίθετο μάλιστα) είναι ιδιαίτερα ευχάριστο να βλέπουμε όλο και περισσότερο μουσικόφιλους να γνωρίζουν σπουδαίους και ευαίσθητους underground καλλιτέχνες όπως είναι η Chan Marshall. Δυστυχώς όμως, σε τέτοιες περιπτώσεις, το πρόβλημα γεννιέται όταν η προώθηση της βραδιάς δεν είναι η κατάλληλη, σε σημείο να παραπλανά τους ακροατές, (στο ραδιόφωνο αναφέρομαι περισσότερο). Ο κάθε promoter αναμφίβολα γνωρίζει, όταν κλείνει κάποιον καλλιτέχνη για εμφάνιση στη χώρα μας, το είδος της εμφάνισης και το υλικό το οποίο σε γενικές γραμμές θα ακουστεί. Ανάλογα λοιπόν με τις πληροφορίες που διαθέτει, θα πρέπει βασισμένος σε αυτές, να στηρίξει την ενημέρωση του κοινού και ιδιαίτερα την μουσική επένδυση των διαφημιστικών spots.
Στην περίπτωση της εμφάνισης της Marshall είχαμε μία περίπτωση κακής ενημέρωσης -εως παραπληροφόρησης- αφού στα διάφορα διαφημιστικά spots και σε όλες τις αναφορές από διάφορους ραδιοφωνικούς παραγωγούς για την συναυλία ακουγόντουσαν τα πιο ηλεκτρικά, και κάπως πιο εμπορικά -όχι και ο πιο κατάλληλος χαρακτηρισμός, αλλά καταλαβαίνετε τι εννοώ. Τραγούδια μέσα από το Moon Pix του 1998, ενώ η περιοδεία που πραγματοποιεί αυτό τον καιρό στην Ευρώπη η τραγουδοποιός, βασίζεται στο πιο σκοτεινό και μελαγχολικό φετινό Cover’s Record, με μόνο δύο ακόμα τραγούδια μέσα από το What Would The Community Think του 1996. Από το φετινό album δεν ακούστηκε πουθενά ούτε ένα τραγούδι, από όσο γνωρίζω. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν μου φάνηκε καθόλου περίεργο που είδα πάρα πολλούς να δυσανασχετούν. Δεν θα μου φαινόταν επίσης περίεργο αν κάποιοι περίμεναν να δουν και ολόκληρο group μαζί με την Chan.
Ελπίζω βέβαια να τα ξαναπούμε με την σπουδαία, εύθραυστη Αμερικανίδα στην χώρα μας κάποια άλλη στιγμή, υπό καταλληλότερες συνθήκες, διότι είναι κρίμα που έφυγε με όχι τις καλύτερες των εντυπώσεων από το ελληνικό κοινό και το αντίστροφο βέβαια.