Θα είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σας. Αρχικός σκοπός μου, όταν αποφάσισα να παρακολουθήσω τα δύο αυτά νέα βρετανικά groups, ήταν να περάσω ένα ευχάριστο βράδυ με την παρέα μου, να πιω την μπυρίτσα μου, να δω τις γνώριμες φάτσες του μικρού και φιλικού Sugarmill, να παρακολουθήσω την συναυλία και μετά να γράψω ένα λίβελο εναντίον του εβδομαδιαίου βρετανικού Τύπου καιτα κατά καιρούς hypes που δημιουργεί.
Και τα δύο αυτά groups είχαν πρόσφατα γίνει εξώφυλλo στο NME, και στα βραβεία, που η εν λόγω εφημερίδα απονέμει κάθε χρόνο, οι Terris είχαν βραβευθεί ως η μεγαλύτερη ελπίδα για το μέλλον. Έχοντας ακούσει ορισμένα τραγούδια και από τα δύο συγκροτήματα αλλά και διάφορα σχόλια που έχουν ειπωθεί τελευταία, ιδιαίτερα για τους Terris, δεν μπορούσα παρά να είμαι το ελάχιστο καχύποπτος. Και όταν με ρώτησε ένας φίλος, τι θα κάνω σήμερα το βράδυ, εγώ απάντησα ότι πάω να παρακολουθήσω δύο μετριότατα νέα συγκροτήματα έτσι ώστε να έχω κάτι να θάψω στο Avopolis. Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως ακριβώς τα περίμενα.
Κατ’αρχάς οι τέσσερις νεαροί Άγγλοι που αποτελούν τους Coldplay, με τον ενθουσιασμό του πρώτου τους single που κατάφερε να εισβάλει στο Βρετανικό Top-40, αλλά και τις καλές έως τώρα κριτικές, πήραν χαμογελαστοί τη θέση τους στη σκηνή.
Με εμφανέστατο το γεγονός ότι ψυχή του group είναι o Chris Martin, ο συμπαθέστατος τραγουδιστής τους που μεταφερόταν από την κιθάρα στο πιάνο, οι Coldplay μέσα σε σαράντα λεπτά ερμήνευσαν σχεδόν όλα τα τραγούδια τους, στα οποία περιλαμβανόταν ολόκληρο το περσινο Blue Room EP, αλλά και επίσης στο σύνολό του, το πρόσφατο cd single Shiver.
Δεμένο συγκρότημα, με ευχάριστες μελωδίες και αμεσότητα με το κοινό, σαν κάθε μία καλή pub μπάντα. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η αλήθεια για την αξία των Coldplay. Πρόκειται για ένα πολύ ευχάριστο και συμπαθητικό pop group, αλλά χωρίς κάτι το ιδιαίτερο αξιομνημόνευτο, εκτός βέβαια από τις προσπάθειες του τραγουδιστή τους να μιμηθεί στα φωνητικά τον μακαρίτη Jeff Buckley. Όταν και άφησαν τη σκηνή, με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη, και μέσα στα παρατεταμένα χειροκροτήματα των θεατών (αφού είναι γνωστή η συμπάθεια των Άγγλων σε απλά ευχάριστες pub μπάντες), η ατμόσφαιρα αν και ανάλαφρη είχε αρχίζει να βαραίνει από την περιέργεια όλων για το group που θα επακολουθούσε.
Όταν τα τέσσερα μέλη των Terris πήραν τη θέση τους στη σκηνή, στα πρόσωπα όλων η περιέργεια αυτή ήταν κάτι παραπάνω από εμφανέστατη. Χωρίς καν να τους χειροκροτήσει κανείς για το καλωσόρισμα, μέσα σε απόλυτη ησυχία, και χωρίς συστάσεις, ξεκίνησαν το σαραντάλεπτο set τους.
Αρχικά μεγάλη έκπληξη μας προκάλεσε η παρουσία του Gavin Goodwin, τoυ 21-χρονου τραγουδιστή. Σχετικά μικροκαμωμένος, φυσιογνωμικά να μη φαίνεται πάνω από 16 χρονών, ντυμένος στα μαύρα, με μία μακριά πουκαμίσα και με μία τόσο βραχνή και βαριά φωνή που σου φαίνεται απίστευτο πως είναι δυνατό μία τέτοια φωνή να βγαίνει από ένα τέτοιο σώμα. Και πάνω απ’ όλα ο ξέφρενος και περίεργος χορός του - φανταστείτε ένα μείγμα Jarvis Cocker, Bez, Ian Brown και Ian Curtis, και ίσως βγάλετε μία άκρη. Προσθέστε και τα δυνατά μονότονα drums, μία δαιμονιώδη παραμορφωμένη κιθάρα και τους ηλεκτρονικούς ήχους των πλήκτρων και φανταστείτε την αντίδραση του αμύητου κοινού. Η σιωπή μετατράπηκε από τα δύο πρώτα τραγούδια του set σε γέλια για την εμφάνιση του Goodwin (έως σφυρίγματα και φωνές ακούστηκαν: από “Don’t believe the hype!” μέχρι “Fuck off freaks!”).
Όμως οι Terris απτόητοι, χωρίς να σταματήσουν καθόλου, συνέχισαν να προκαλούν με την μουσική τους και την συμπεριφορά του τραγουδιστή τους. Η αρχική μου καχυποψία άρχισε να μετατρέπεται σε ενδιαφέρον, αφού τουλάχιστον και ηχητικά και εμφανισιακά οι Terris διέφεραν από τον σωρό τον βρετανικών συγκροτημάτων.
Έχοντας μελετήσει εκτενώς τους Joy Division, τους The Fall αλλά και πολλά Dark Wave συγκροτήματα, οι Terris έχουν έναν μοναδικό αυτή τη στιγμή ήχο. Έχουν βέβαια πολύ δρόμο μπροστά τους να διανύσουν, αφού μέχρι και τα τελευταία δύο τραγούδια του σετ τους δεν είχαν κανένα κομμάτι να μας ξεσηκώσει, εκτός ίσως από το αρκετά καλό Lost October.
Και ενώ τα πρώτα λίγα δειλά χειροκροτήματα άρχισαν να ακούγονται, οι Terris ερμήνευσαν συνεχόμενα τα δύο καλύτερα και τελευταία της βραδιάς τραγούδια. Πρώτα το πολύ καλό, και λιγότερο θορυβώδες Cannibal Kids, το οποίο θα κυκλοφορήσει ως single στις 17 Απριλίου, και τέλος τον δυναμίτη και ίσως το μοναδικό κομμάτι που δείχνει τις δυνατότητες του συγκροτήματος, το Deliverance. Μέσα σε 7-8 λεπτά punk rock και dark wave, με ατελείωτα drum beats, και σωρεία κιθαριστικών παραμορφώσεων ο χαρισματικός frontman ή καραγκιόζης (δεν έχω κατασταλάξει ακόμα), να τραγουδάει, να ουρλιάζει, να χορεύει σαν μανιακός, με θεατρινίστικο τρόπο, να ξαπλώνει στο πάτωμα και να χτυπιέται, και όπως πρόσεξα, να δακρύζει κάθε φορά που κοίταζε την οροφή, εκτοξεύοντας την οργή του και ξορκίζοντας τα συναισθήματα που τον κυριεύουν.
Ειλικρινά δεν ξέρω κατά πόσο η σκηνική παρουσία του Gavin Goodwin είναι ειλικρινής. Αν είναι, τότε σίγουρα έχουμε να κάνουμε με ένα άνθρωπο με σίγουρα πολλά ψυχολογικά προβλήματα, και επίσης έναν καλλιτέχνη με μία μπάντα που έχει πολλά να προσφέρει στο μέλλον. Ίσως πάλι όλα να είναι μία καλοστημένη φάρσα. Ο πονεμένος καλλιτέχνης, η ομοιότητα ηχητικά αλλά και εμφανισιακά με τον αυτόχειρα Ian Curtis, ίσως δεν είναι τυχαία. Ίσως όμως και να είναι... Εγώ πάντως είμαι μπερδεμένος και σκεπτικός ένα εικοσιτετράωρο μετά. Και συγκροτήματα που με οδηγούν σε τέτοιες καταστάσεις είναι απειροελάχιστα. Αν μη τι άλλο, ο χρόνος θα δείξει.