Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που η εικόνα των δύο νεαρών θλιμμένων εραστών σε φόντο παστέλ εμφανίστηκε στα feed μας. Τέσσερα χρόνια στα οποία οι Youth Valley, το σχήμα που μυστηριωδώς και σε ανύποπτο χρόνο παρουσιάστηκε στα εγχώρια μουσικά τεκταινόμενα, με αξιοσημείωτη διακριτικότητα κατάφερε να κερδίσει τους φίλους του shoegaze / post punk ήχου και να δημιουργήσει το δικό του κοινό.

Τέσσερα χρόνια μετά από το πρώτο τους single “Father Forgets”, λοιπόν, κι έχοντας πέρυσι κυκλοφορήσει το άλμπουμ Lullabies For Adults, ένα από τα αγαπημένα μας για το 2023, το σχήμα οραματίστηκε και διοργάνωσε την προηγούμενη Παρασκευή, 7 Ιουνίου, ένα ιδιαίτερο για τα ελληνικά δεδομένα live, στον κινηματογράφο Δαναό, υπό την σκηνοθετική επιμέλεια του Στέλιου Ζωίδη.

Περί αποποιήσεων, να πω εξαρχής πως είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι σε ζωντανή εμφάνιση των Youth Valley. Επίσης, όχι ελλείψει συγκριτικού μεγέθους, αλλά λόγω της ποιότητας του live αυτού, μια προσπάθεια τεχνικής αξιολόγησης μόνο άστοχη θα ήταν. Στο διαταύτα, όμως, την προηγούμενη Παρασκευή αυτή η συντάκτρια έβαλε τα καλοκαιρινά της γοβάκια και κόκκινο κραγιόν, με όλη τη σοβαρότητα που απαιτεί μια έξοδος για σινεμά. Ή περίπου για σινεμά, καθότι οι Youth Valley μας προσκάλεσαν σε μια «σινεματική εμπειρία», όπου ήχος και εικόνα επρόκειτο να συνομιλούν και να αλληλοσυμπληρώνονται.

Την βραδιά άνοιξε ο πολυοργανίστας και παραγωγός Aki Rei, μέλος των Youth Valley και πολυπράγμων μουσικός. Τα φώτα έσβησαν κι οθόνη γέμισε παιδικές αναμνήσεις, με ένα μικρό Άκη να παρακινείται από τους γονείς του να παίξει ντραμς και τη συγκίνησή μας να δημιουργείται ήδη από αυτά τα πρώτα δευτερόλεπτα. Μεταξύ πλανητών και προσώπων, vintage διαφημίσεων και ψυχεδελικών σχημάτων, αποσπάσματα από την ιαπωνική σειρά anime “Cowboy Debop” και, ευρύτερα, μιας ρετρό αισθητικής, ο Aki Rei παρουσίασε μέρος του πρόσφατου άλμπουμ του Vain Poetry αλλά και ακυκλοφόρητο υλικό. Το κοινό παρακολουθούσε με προσοχή, και εγώ έπιασα τον εαυτό μου να ανατρέχει στην τελευταία μου επίσκεψη στον ιστορικό κινηματογράφο Ιντεάλ, μόλις μερικές μέρες πριν την οριστική του αυλαία. Τότε, το εισιτήριο μου έγραφε "Goodbye, Dragon Inn", κι από τον εξώστη, τα όρια μεταξύ του κόσμου του σκηνοθέτη Ming-liang Tsai και της πραγματικότητας έμοιαζαν ρευστά. Σαν «όνειρο μέσα σ’ όνειρο» αποχαιρετούσα το Ιντεάλ, με μία ταινία που αφηγείται την τελευταία νύχτα λειτουργίας ενός σινεμά στην Ταϊπέι. Η indie pop του Aki Rei μού δημιουργούσε την ίδια αίσθηση ονείρου μέσα στ’ όνειρο, και το one-man show του είχε την ίδια κινηματογραφική υπερβολή που θα συναντούσε κανείς σε ταινία. Άλλοτε στα ντραμς, άλλοτε στην κιθάρα, άλλοτε παίζοντας με samples ή με το κοινό, έβαλε όλη του την προσωπικότητα στην εμφάνισή του. Λαμπρές στιγμές, τα νέα του κομμάτια "Semiso" και "IDGAF", και τα δύο με έντονο ηλεκτρονικό βηματισμό, αλλά και το κλείσιμο με το κομμάτι "Illusions", που ερμήνευσε καθισμένος στη σκηνή.

Οι Youth Valley εμφανίστηκαν με το όνομα τους να γράφεται με μεγάλα γράμματα στην οθόνη. Η μουσική του εισαγωγικού "We don’t need them" πήρε τη σκυτάλη, και ρετρό παραστάσεις ξεκίνησαν να εναλλάσσονται, παράλληλα με το εναρκτήριο του σετ τους “Jean Moreas”. Συγκράτησα έντονα την εικόνα ενός εμβρύου, που επέστρεψε μέσα μου στο τέλος της εμφάνισης του συγκροτήματος (περισσότερα για αυτό, παρακάτω). Ακολούθησαν το αγαπημένο του κοινού "Father Forgets" και το "Promising Young Man", με παιδικές φωτογραφίες των μελών της μπάντας να «λιώνουν» και να παραμορφώνονται, ως ένα συμπληρωματικό σχόλιο στους στίχους του κομματιού. Μια καθ’ όλα κινηματογραφική σκηνή μας έδωσαν στο "End Credits" που ακολούθησε, με τους στίχους να γεμίζουν την μεγάλη οθόνη. Στο "Hurricane", η αίθουσα ντύθηκε με το θαμπό μπορντώ του εξωφύλλου του δίσκου Lullabies for Adults, για να γίνει λίγο μετά ασπρόμαυρη, με την πρώτη προβολή του βίντεο κλιπ του κομματιού "Pegasus", που έφερνε έντονα αναμνήσεις από την επί Bloodflowers εποχή των The Cure.

Κατά την πρακτική των σινεμά, ακολούθησε διάλλειμα «για σνακ και βινύλια», με καρτουνίστικη ρετρό μουσική και το συγκρότημα να παραμένει στην αίθουσα, για συζητήσεις με φίλους και ακροατές.

Η δεύτερη πράξη ξεκίνησε με τα συνήθη τριπλά καμπανάκια και το "Untouched", βάζοντας μας στο κλίμα για το δυναμικό τελευταίο μέρος της βραδιάς. Ακολούθησε το πρώτο τους κομμάτι, "Young Sad Lovers", με το πολύ τρυφερό του βίντεο, σε σκηνοθεσία της Αλεξάνδρας Διονά, να τραβά εξολοκλήρου τα βλέμματα μας.  Τρυφερό και το επόμενο κομμάτι, "February", με εικόνες από το δρόμο και την πόλη, δημιούργησε το δικό του αυθύπαρκτο αφήγημα, με τη νοσταλγία ενός πιο ρομαντικού καλοκαιριού να κάθεται πάνω στους ώμους μας. Στο σημείο αυτό, οι Youth Valley μας υπενθύμισαν πως είναι μια shoegaze / post-punk μπάντα, λεκτικά αλλά και αποτείνοντας φόρο τιμής στους θρυλικούς The Sound, παίζοντας το κομμάτι τους "Winning". Ένα ακόμη κολάζ εικόνων συνόδευσε το "Sunday Morning" που έπαιξαν στη συνέχεια, λίγο πριν μας αποχαιρετίσουν με το "I Don’t Want To Go Out With You, Veronica", το “Veronica” τους, όπως μας είπαν. Η οθόνη γέμισε λουλούδια, και στο μυαλό μου επέστρεψαν οι στίχοι του Rozz Williams των death rock πρωτοπόρων Christian Death, “Death to those who make the flowers bleed”.

Κι ίσως αυτό να ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα μου εκείνη τη βραδιά, η αναβλύζουσα τρυφερότητα και η ειλικρινής ευαισθησία αυτών των πέντε αγοριών που βρισκόταν επάνω στη σκηνή, που διακριτικά μεν, αλλά με καλλιτεχνική διάνοια μοιράστηκαν ένα κομμάτι του κόσμου τους μαζί μας. Και με αυτή την ματιά στον κόσμο τους έκλεισαν την εμφάνισή τους, με candid βίντεο από τους ίδιους, με προσωπικές στιγμές που έδωσαν το απαραίτητο comic relief σε μια συνολικά συναισθηματικά φορτισμένη παρουσίαση - με highlight τον Aki Rei, ως άλλο Porkey Pig να μας ενημερώνει πως «That’s all folks!». Ενήλικοι πια, μια ομάδα, μία παρέα, τα βίντεο και οι φωτογραφίες στην οθόνη έμοιαζαν να κλείνουν εκείνο τον κύκλο που ξεκίνησε η εικόνα του εμβρύου, μοναχικού και προστατευμένου, υπογραμμίζοντας, κατά κάποιο τρόπο, και το ταξίδι των ίδιων των Youth Valley ως αυτή την ολοκλήρωση αυτού του εγχειρήματος.

Κι ενώ η βραδιά έδειχνε να έχει φτάσει στο τέλος της, ο μεγάλος προβολέας φώτισε την αίθουσα, με χορευτές-πλάσματα με χρωματιστές μάσκες να αναδύονται ανάμεσα στο πλήθος, σε μια σκηνή που μας μετέφερε στην δυστοπική «Πρωινή Περίπολο» του Νίκου Νικολαΐδη. Η μπάντα συνέχισε να παίζει τα "Just Friends" και "Godheads", τα πλάσματα αποκάλυψαν τα πρόσωπα τους, και η λήξη έγινε με το κοινό να στέκεται πια όρθιο για χειροκροτήματα και επευφημίες.

Φεύγοντας από το Δαναό, σκεφτόμουν όλα τα συναισθήματα. Τη νοσταλγία και τη μελαγχολία. Τον ενθουσιασμό της δημιουργικότητας, το ρομαντισμό της φαντασίας, το πείσμα του να αντιμετωπίζει κανείς με απαλότητα μια πολύ σκληρή εποχή. Σκεφτόμουν τη σημασία μίας τέτοιας βραδιάς, μιας γεμάτης κινηματογραφικής αίθουσας, την περίοδο που τα  παραδοσιακά αθηναϊκά σινεμά πλήττονται από την ραγδαία υποβάθμιση της πόλης σε ένα μεγάλο τουριστικό θέρετρο. Σκεφτόμουν την προσήλωση και την προσοχή με την οποία χτίστηκε αυτό το σινεματικό live, από όλους ανεξαιρέτως τους συντελεστές, καθιστώντας το πραγματικά ξεχωριστό, όχι μόνο ως καθαυτή εμπειρία, αλλά ως συνολική διοργάνωση.

Κι αν μπορώ να κρατήσω κάτι, τελικά, είναι πως οι ζωντανές εμφανίσεις των συγκροτημάτων κρύβουν μέσα τους όλη την ουσία τους, κι ένα ιδιαίτερο μοίρασμα που ακόμη και οι πιο επιτυχημένες ηχογραφήσεις δεν μπορούν να αντικαταστήσουν. Σίγουρα, εκείνη την Παρασκευή στο Δαναό, οι Youth Valley κατάφεραν να μοιραστούν μαζί μας κάτι δικό τους, που θα φυλάμε πολύτιμο.

 

Διαβάστε επίσης: 
Τι γυρεύουν οι Youth Valley στον κινηματογράφο Δαναό;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured