Έχουμε δει πολλά live στο Temple και το μάθαμε έτσι με έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα. Πήρε λοιπόν αρκετή ώρα η εξοικείωση με τα τραπέζια που είχαν παραταχθεί έμπροσθεν της σκηνής την Πέμπτη το βράδυ, αφήνοντας το πίσω μέρος της «πλατείας» σε κάποια stands –και τον εξώστη για τους όρθιους. Όπως και με τις φιγούρες που έβλεπες να καταλαμβάνουν βαθμιαία τις καρέκλες: κυρίως μεσήλικες ή και πιο μεγάλες ηλικίες, για τις οποίες πρέπει να ήταν η πρώτη φορά στον Ναό.
Το παρατηρείν κάλυψε την αρκετή ώρα που πήρε στη συναυλία για να ξεκινήσει, κάτι πάντως που δεν φάνηκε να απασχολεί όσους ήρθαν να δουν τον Ψαραντώνη, παρά το γεγονός ότι ήταν καθημερινή. Και να το πούμε και το μπράβο μας στους ανθρώπους της 3 Shades Of Black, γιατί το ότι έβαλαν τραπέζια δεν σημαίνει ότι μας στρίμωξαν, όπως συμβαίνει σε άλλους χώρους με πρόβλεψη για καθήμενους. Το Temple, επίσης, ταίριαξε εν τέλει γάντι στον Ψαραντώνη, γιατί του πρόσφερε εκείνα τα φώτα με τους σκοτεινοκόκκινους, μωβιούς ή/και πράσινους χρωματισμούς· τα έχουμε δει και σε άλλες συναυλίες να φτιάχνουν κατάλληλη ατμόσφαιρα, τα είδαμε και σε αυτήν την περίπτωση, να συδαυλίζουν τον απόκοσμο χαρακτήρα που λάμβανε συχνά η performance του Ψαραντώνη.
Η πάντα ξεχωριστή φιγούρα του διαπρεπούς Κρητικού έκατσε στο κέντρο της σκηνής, με τη λύρα στο χέρι, έχοντας –ως συνήθως– την κόρη του Νίκη Ξυλούρη στο πλάι, συν 3 ακόμα μουσικούς: τον Λάμπη Ξυλούρη, τον Γιάννη Παπατζανή και τον Νεκτάριο Κοντογιάννη. Ένα άψογο σύνολο, που έδειξε να γνωρίζει πολύ καλά τόσο το ρεπερτόριο, όσο και τους τρόπους του Ψαραντώνη. Προσφέροντάς του έτσι ιδανική οργανική υποστήριξη, η οποία αντήχησε και σε μας πολύ σωστά, χάρη στον καλό ήχο που πρόσφερε το Temple.
Η συναυλία δεν χρειάστηκε κανένα ζέσταμα και τίποτα γενικώς το ενισχυτικό, καθώς ο Ψαραντώνης μπήκε με "Παλιό Κρασί Είν' Η Σκέψη Μου", δημιουργώντας δέος και ενθουσιασμό ταυτόχρονα. Ο κόσμος στήλωσε λοιπόν μεμιάς το βλέμμα στη σκηνή –και ήταν κοινό καλό, από την άποψη ότι επρόκειτο για «διαβασμένους» ακροατές, που πρόσφεραν την αναγκαία σιγή σε όσα σημεία χρειαζόταν, αλλά και τον αναμενόμενο πανζουρλισμό όταν έφτασε η ώρα για κοσμαγάπητες επιλογές σαν την "Τίγρη" ή το "Να Κάμω Θέλω Ταραχή". Το οποίο χρειάστηκε βέβαια να φτάσουμε στο encore για να ακούσουμε. Σε ένα από τα πολλαπλά encore, για την ακρίβεια, καθώς ο Ψαραντώνης έλεγε στο φινάλε ότι θα παίξει «ένα τελευταίο», προσθέτοντας ωστόσο ένα ακόμα κάθε φορά, ανταποκρινόμενος στις ιαχές και στα χειροκροτήματα.
Η συναυλία είχε και διάλειμμα, στο οποίο μπορέσαμε να αστειευτούμε με τον διευθυντή του περιοδικού Metal Hammer Κώστα Χρονόπουλο για το ότι δεν έχει πιο metal από τον Ψαραντώνη στην Ελλάδα –«φιλοξενούμενοι είμαστε», ήταν η χαρακτηριστική ατάκα. Το διάλειμμα αποδείχθηκε καλοδεχούμενο και για μας και για τον πρωταγωνιστή της βραδιάς, δυστυχώς όμως δεν συνέβη το ίδιο και με τις ανάσες που ανέλαβαν να του δώσουν οι επί σκηνής συνεργάτες, σε διάφορα σημεία του πρώτου και δεύτερου μέρους.
Κάθε φορά δηλαδή που αναλάμβανε άλλος το μικρόφωνο, ο πήχης της συναυλίας δυστυχώς χαμήλωνε. Ειδικά στο δεύτερο μισό, το οποίο από ένα σημείο και έπειτα μετατράπηκε σε συναυλία της Νίκης Ξυλούρη. Είναι κατανοητό ότι ο Ψαραντώνης χρειάζεται αυτήν την άπλα· δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει φτάσει 80 ετών, ο δε τρόπος με τον οποίον παίζει και τραγουδά, απαιτεί δυνάμεις. Όμως το αναιμικό έντεχνο στυλ της κόρης του, που κατά τα λοιπά είναι δεινή και πολύτιμη στο μπεντίρ της, δεν λειτουργεί συμπληρωματικά, όπως επιδιώκεται. Εξαρτάται βέβαια και σε τι κοινό απευθύνεσαι, γιατί ζούμε σε μια εποχή όπου τα κρητοέντεχνα φοριούνται πολύ –και πρέπει να σημειώσω ότι γύρω μου δεν είδα αντιδράσεις ανάλογες με τη δική μου· αντιθέτως, η Ξυλούρη χειροκροτήθηκε ακόμα και στο νανούρισμα που είπε προς το φινάλε, που για μένα υπήρξε ναδίρ της όλης εμπειρίας.
Στο μέρος ωστόσο της συναυλίας όπου τα πάντα γύριζαν γύρω από τον Ψαραντώνη, ο ίδιος αποδείχθηκε απαράμιλλος, πορευόμενος με εκείνο το βαθιά προσωπικό στίγμα, που του επιτρέπει να βουτάει στα βαθιά της κρητικής παράδοσης, μα ταυτόχρονα να ίπταται και εκτός αυτής· με έναν τρόπο που έχει αποδειχθεί θελκτικός και σε διεθνή ακροατήρια και που «προσωποποιείται» σε σωματικό επίπεδο με το καταπληκτικό τίναγμα των άκρων με το οποίο τονίζει σημεία όσων ερμηνεύει. Κάτω μάλιστα από τους υποβλητικούς φωτισμούς του Temple, έμοιαζε όσο ποτέ άλλοτε με χθόνια θεότητα πολύ μακρινών καιρών, τότε που διαφέντευε ο Ερεχθέας και οι πρόγονοι του Μίνωα.
{youtube}9o2Zxq0pEFg{/youtube}