Γιορτάζοντας την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ Hotel Hilbert, οι After Maths έδωσαν μια πολύ καλή συναυλία στο An Club το βράδυ της Πέμπτης, πλαισιωμένοι από δύο νέες αλλά δημιουργικά ανήσυχες μπάντες, τους Crashes και τους Ciggy Kiss.
Τηρώντας τις χρονικές αναλογίες ενός live καθημερινής, τη βραδιά άνοιξαν οι Crashes γύρω στις 21:30. Αν και ενεργοί μόλις από την άνοιξη του 2018, αυτή ήταν η δεύτερη φορά που τους έβλεπα, μετά από εκείνο το απολαυστικά εκκεντρικό άνοιγμα στη συναυλία της Kovacs τον περασμένο Φεβρουάριο (δείτε εδώ).
Τώρα, σε μια (προφανώς) λιγότερο «γκράντε» εμφάνιση, κράτησαν το υπόγειο του An Club για σχεδόν 1 ώρα με στυλ, δυνατά τύμπανα και rock 'n' roll attitude σε υψηλά ντεσιμπέλ. Με συναυλιακή ωριμότητα, όπως μαρτύρησε η ετοιμότητα και η διακριτική αντιμετώπιση ενός τεχνικού προβλήματος –που δεν κατάφερε ωστόσο να τους πτοήσει– με εθιστικά ριφάκια όπως αυτό του “Her Majesty” (το οποίο γαντζώθηκε στο μυαλό για αρκετή ώρα αφότου το τρίο αποχώρησε από τη σκηνή) και με τα κομμάτια από το ομώνυμο EP τους (2018) να εμπλουτίζουν οργανικά τη setlists, οι Crashes ήταν ένα δυνατό «ξύπνημα», σε ένα ράθυμο βράδυ Πέμπτης.
Οι After Maths ακολούθησαν αμέσως μετά, φέρνοντας επί σκηνής το καινούριο τους υλικό. Και ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, για πολλούς λόγους. Αφενός η γκρουβάτη, ψυχεδελική διάθεση κατέστη σαφής ήδη από το εναρκτήριο “How Τo Fix Perfection”, το οποίο είναι και το πρώτο κομμάτι του δίσκου. Ηλεκτρισμένα κιθαριστικά riffs, ρυθμικά συνοδευτικά πλήκτρα, έξαλλα ντέφια, ηχηρά τύμπανα και οριακά φωνητικά, συνέθεσαν το rock 'n' roll ξέσπασμα με το οποίο ξεκίνησε η συναυλία.
Αφετέρου, στοιχεία θεατρικότητας και ανεπαίσθητες μεν, παρούσες δε εναλλαγές «σκηνογραφίας» –όπως το καπέλο της Decy Bell στους αργούς ρυθμούς του “Dusk Blues” ή τα ικετευτικά της χέρια στην περίφημη προσευχή στα σανσκριτικά “Moola Mantra Mantra Moola”– υπήρξαν σημεία που μαρτυρούσαν ότι η πενταμελής μπάντα είχε έρθει προετοιμασμένη να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη ιστορία, εξερευνώντας τις θεματικές του κάθε τραγουδιού. Άλλωστε ο στίχος των After Maths έχει μια πολύ συμπαγή σχέση με πολιτικές, κοινωνικές και ανθρωπολογικές πτυχές της ιστορίας (μπορεί να τις εντοπίσει κανείς στο “Vendetta” ή στο “It Takes All Ο Us Το Tango”), χαρακτηριστικό που τους δίνει ένα ενδιαφέρον προβάδισμα στο πρώτο τους ολοκληρωμένο εγχείρημα.
Παρά τη μέτρια προς χαμηλή προσέλευση στο ιστορικό υπόγειο της Σολωμού, οι After Maths απέδειξαν επίσης πως ένα καλό live δεν κρίνεται στα εισιτήρια: όχι μόνο παρέσυραν το κοινό σε χορό, αλλά και σε επίπεδο σκηνικής παρουσίας και ενέργειας έπαιξαν όπως θα έπαιζαν μπροστά σε 100 ή 500 άτομα. Συνθέτοντας έτσι ένα δυναμικό live με αρχή, μέση και τέλος, χωρίς «κοιλιά» και μετριοπάθειες.
Κλείνοντας με μια διασκευή στους Beatles –τη μεγαλύτερη μπάντα όλων των εποχών, κατ' αυτούς– ολοκλήρωσαν την παρουσίαση του Hotel Hilbert, δικαιώνοντας τον χρόνο που αφοσίωσαν για να το δουλέψουν. Κι αφού η παρουσίαση κύλησε χωρίς να καταλάβω πώς πέρασε η ώρα, οι After Maths αποχώρησαν, δίνοντας τη σκυτάλη στους Ciggy Kiss. Ένα φοιτητικό σχήμα από τη Λαμία, το οποίο έμελλε να είναι η επόμενη έκπληξη της βραδιάς.
Ως νέα –και νεαρή– μπάντα, θα περίμενε κανείς να τους δει στην αρχή, σε ένα προκάτ 20άλεπτο opening. Παρόλα αυτά οι Ciggy Kiss εμφανίστηκαν σαν σωστοί επαγγελματίες, καλοδιαβασμένοι και ενεργητικοί, κρατώντας το κοινό στο An Club για περίπου 1 ώρα ακόμη, χωρίς καμία αποχώρηση, δεδομένου ότι το «main act» είχε ήδη κλείσει την παρουσίασή του.
Από tributes σαν το “I Wanna Be Your Dog”, μέχρι δικές τους δημιουργίες –τις οποίες βρίσκει κανείς στην πρόσφατη συλλεκτική κυκλοφορία με τίτλο Black Jack– οι Ciggy Kiss τα πήγαν περίφημα, γεννώντας προσδοκίες για πολύ ενδιαφέροντα πράγματα στην αγγλόφωνη σκηνή. Το “Dreadful Deeds” και το “Marcy Mars” μαρτύρησαν τη μαεστρία τους στην παρουσίαση πρωτότυπου υλικού, που να μπορεί να κερδίσει το κοινό τόσο σκηνικά, όσο και συνθετικά. Το μυστήριο εξάλλου που δημιουργούν γύρω από τη δραστηριότητά τους, με τον frontman να χρησιμοποιεί ως επί το πλείστον την αγγλική γλώσσα και τα τραγούδια τους να παραμένουν απόντα από τις διαδικτυακές πλατφόρμες, τους δίνει την αύρα των «πιτσιρικάδων» που έχουν έρθει με σκοπό. Και μακάρι να συνεχίσουν έτσι.
Σε έναν τελικό απολογισμό, λοιπόν, καταγράφει κανείς 3 ανερχόμενες αλλά παθιασμένες μπάντες, οι οποίες απασχολούν όλο και περισσότερο τα εγχώρια πράγματα με το πέρασμα του χρόνου –κάθε μία με τον δικό της χαρακτήρα και τις δικές της υποσχέσεις. Αλλά και με τον χρόνο να τις περιμένει στη γωνία για τον χώρο και το εκτόπισμα που θα διεκδικήσουν στην εγχώρια rock σκηνή των ημερών.
{youtube}aFhnC0RADzA{/youtube}