Η όπερα Σιμόν Μποκκανέγκρα (Simon Boccanegra, 1857) στροβιλίζεται γύρω από ανθρώπους με διπλές ταυτότητες. Ο Αντρέα είναι στην πραγματικότητα ο Φιέσκο και η Αμέλια δεν είναι παρά η Μαρία Μποκκανέγκρα –κόρη του Δόγη Σιμόν της Γένοβας. Ο Αντρέα (δηλαδή ο Φιέσκο) νομίζει τη Μαρία για ορφανό που έχει πάρει κάτω απ' τη φτερούγα του, για να ανακαλύψει ότι είναι ο παππούς της· ο Γκαμπριέλε θαρρεί πως ο Δόγης τον ανταγωνίζεται για την καρδιά της Μαρία, ενώ αυτός είναι ο πατέρας της.

65aaSiBok_2.jpg

Είναι λογικό να χαθεί κανείς σε μία τόσο νεφελώδη πλοκή, ειδικά αν η εκάστοτε παρουσίαση περδικλωθεί σε περίπλοκες αναγνώσεις. Εδώ είναι όμως που κερδίζει η φετινή παράσταση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ως ένα κλασικό, στιβαρό ανέβασμα, που σίγουρα θα ικανοποιήσει το παραδοσιακό κοινό της όπερας, το οποίο κοιτάει τους νεωτερισμούς με μισό μάτι.

Η πανέμορφη μουσική του Τζουζέππε Βέρντι έχει σαφώς πρωταγωνιστικό ρόλο, με το μπατόν της Ζωής Τσόκανου να οδηγεί την ορχήστρα σε μία υπέροχη ανάγνωση της παρτιτούρας του Ιταλού συνθέτη. Κάπως συγγενική με τον λίγο νεότερο Τροβατόρε (1853), η όπερα αυτή δίνει χώρο στις χαμηλές αντρικές φωνές για να έρθουν στο προσκήνιο, με τις δραματικές στιγμές να δονούν την αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Λυρικής.

65aaSiBok_3.jpg

Ο Δημήτρης Πλατανιάς φαίνεται να αισθάνεται πολύ άνετα με αυτούς τους δραματικούς ρόλους, βασιζόμενος σε ένα ερμηνευτικό bravado το οποίο υπογραμμίζει την υφή των χαρακτήρων που ενσαρκώνει. O βαρύτονος στήριξε λοιπόν τον ρόλο του Δόγη πολύ αποτελεσματικά, με επιτακτικές προβολές και κραταιή πειθώ. Αλλά ενώ η δύναμη του Πλατανιά εδράζεται στους υποβλητικούς ρόλους, ο μονωδός παραπατά ελαφρώς όταν καλείται να αποδώσει πιο λεπτές υποκριτικές ισορροπίες, καταφεύγοντας σε μια πιο μασίφ προσέγγιση. Στηρίζει βέβαια τις έντονα δραματικές στιγμές της πάρτας με την πολύ καλοδουλεμένη μέση του περιοχή, αλλά τα άκρα της έκτασής του χάνουν λεπτομέρειας, αφήνοντάς μας να περιμένουμε μία προσέγγιση με περισσότερες αποχρώσεις.

65aaSiBok_4.jpg

Η Τσέλια Κοστέα, πάλι, έδωσε μία Μαρία/Αμέλια με βάθος, ποικιλία στους χρωματισμούς και προσεκτικό (αν και κάπως άνευρο) βήμα στην υποκριτική. Αντίστοιχα καλές ερμηνείες έδωσαν και οι υπόλοιποι μονωδοί, με τη δεύτερη διανομή να παρουσιάζει αντίστοιχο ενδιαφέρον χάρη σε ονόματα όπως αυτό του εξαιρετικού Τάση Χριστογιαννόπουλου.

Η αναβίωση της σκηνοθεσίας του Αυστραλού Ελάιτζα Μοσίνκσυ από τον Ρόρυ Φαζάν υπήρξε λιτή, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους στις τραγουδιστικές ερμηνείες και απορρίπτοντας τεράστιες εντάσεις και κινησιολογικά δράματα. Τα σκηνικά του Μάικλ Γήργκαν επένδυσαν σε επιβλητικά αναγεννησιακά πλαίσια, με σημασία στην προοπτική και με αναφορές στις κλασικές, μεγαλοπρεπείς παραγωγές της όπερας. Σε αντίστοιχα πλαίσια κινήθηκαν και τα κοστούμια του Πήτερ Χωλ.

65aaSiBok_5.jpg

Τέτοιες παραγωγές είναι πολύ καλό να υπάρχουν, μιας και αποτελούν τον βασικό κορμό της παράδοσης της όπερας και μας θυμίζουν τις μεγάλες στιγμές αυτής της τέχνης. Παράλληλα, είναι ελπιδοφόρο το γεγονός ότι το συγκεκριμένο ανέβασμα ήρθε σαν σάντουιτς μεταξύ της Μανόν του Θωμά Μοσχόπουλου (η οποία παρά τις αστοχίες έδειξε διάθεση για απομάκρυνση από τα ασφαλή) και του δεύτερου ανεβάσματος της Λουτσία ντι Λαμμερμούρ, με την πανέμορφα φεμινιστική ανάγνωση. Γιατί κάπως έτσι μπορούμε να έχουμε μια Λυρική Σκηνή που δείχνει μπροστά, με σεβασμό στο παρελθόν της όπερας, αλλά χωρίς ίχνος αρτηριοσκλήρυνσης.

{youtube}KLtvEQ6x6vQ{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured