Υπάρχει κάτι σπουδαίο στη συνάντηση του λαουτιέρη Γιώργη Ξυλούρη με τον ντράμερ Jim White· και λειτουργεί σε πολλά επίπεδα. Αφορά το πώς οι δυο τους μεταβολίζουν τα στοιχεία που χρησιμοποιούν, πώς αναπτύσσουν το μεταξύ τους δέσιμο σε μία ουσιώδη συν-ύπαρξη, δηλαδή σε μία νέα ύπαρξη, υπέρτερη του αθροίσματος των μερών.
Σαφώς, αυτά τα μέρη που αθροίζονται δημιουργούν το μουσικοπολιτισμικό πλαίσιο του εγχειρήματος και θα είχαν σημασία ακόμα κι αν προσεγγίζονταν με λιγότερη ενάργεια. Νομίζω όμως ότι, μέσα στα 6 χρόνια της κοινής τους πορείας (6 χρόνια γεμάτα με ηχογραφήσεις και διεθνείς περιοδείες), οι Xylouris White έχουν καταφέρει κάτι ακόμα σημαντικότερο. Έχουν καταφέρει να φτιάξουν έναν δικό τους μουσικό λόγο, έναν κοινό κώδικα, ο οποίος υπερβαίνει τις (πολύ διαφορετικές) αφετηρίες του καθενός (την κρητική παράδοση και τις συγκεκριμένες εκδοχές της σύγχρονης Δυτικής μουσικής κουλτούρας, είτε τις ονομάσουμε post-punk, είτε post-jazz). Δεν είναι η Κρήτη που συναντάει το post-punk, είναι πλέον κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον.
Μέσα σ' έναν τέτοιο κώδικα, εννοείται ότι δεν είναι μόνο ο White που πρέπει να συμπορευτεί με την κρητική παράδοση· είναι κι ο Ξυλούρης που πρέπει να αυτονομηθεί από εκείνη, προκειμένου να προσεγγίσει τον κόσμο του White. Για να είναι κοινός δηλαδή ο κώδικας, για να μπορούμε εμείς να σχηματοποιούμε τα πράγματα ως μία ουσιώδη συν-ύπαρξη, οι αποστάσεις πρέπει να είναι μοιρασμένες. Και μέσα στις 2,5 ώρες που διήρκησε η συναρπαστική (και sold-out) εμφάνισή τους στο Six d.o.g.s., αυτή η μοιρασιά είχε γενικώς την τιμητική της, είτε στην πρώτη της εκδοχή, με τον White να ακολουθεί τον Ξυλούρη με πολύ δημιουργικούς τρόπους, είτε στη δεύτερη με τον Ξυλούρη να φεύγει από την Κρήτη και να αφήνεται στον ηλεκτρισμό του λαούτου του και στην αρτιπαιξία του συντρόφου του.
Κι αν η πρώτη εκδοχή ήταν εμφανής από την αρχή του εγχειρήματος (2012), έχω την εντύπωση ότι η δεύτερη κέρδισε χώρους στην πορεία, και είναι ίσως αποτέλεσμα της εξέλιξης ή της ωρίμανσης που έχουν επιτύχει οι Xylouris White μέσα σ’ αυτά τα 6 χρόνια. Στο συγκεκριμένο live, η δεύτερη εκδοχή έγινε εμφανής στα πιο αυτοσχεδιαστικά μέρη, όπου οι δύο μουσικοί προσέγγισαν ένα οργιαστικό ροκ εν ρολ, μετεωρίστηκαν σε κάτι που θα μπορούσαμε σε άλλα συμφραζόμενα να ονομάσουμε free noise ή αναπαρέστησαν όψεις του αρχαϊκού παρόμοιες μ’ εκείνες που εξερεύνησε ο Michael Gira στους Swans της τελευταίας δεκαετίας.
Η συναυλία πάντως ξεκίνησε με έναν ηλικιωμένο Κρητικό να απαγγέλει a capella κάποιους στίχους του Ερωτόκριτου. Στη συνέχεια, μετά από μια θαυμάσια δική τους εισαγωγή, οι Xylouris White έθεσαν από την αρχή τον πήχη ψηλά, πιάνοντας το “Only Love” από το φετινό άλμπουμ Mother. Λίγο αργότερα ήρθε η εκτέλεση του “Daphne”, η συναρπαστική κλιμάκωση του οποίου έφερε το πρώτο αναρίγισμα (από τα αρκετά που θα ακολουθούσαν)· ένα αναρίγισμα που συνεχίστηκε αμέσως μετά, όταν τα φώτα χαμήλωσαν και ο Ξυλούρης βάρυνε τη φωνή του για να πιάσει το δικό τους κομμάτι από τον Ερωτόκριτο, με τον White να συνοδεύει διακριτικά μα απολύτως ουσιαστικά.
Αργότερα το γκάζι πατήθηκε πολλές φορές, με τους δύο μουσικούς να παίζουν με καταπληκτική ακρίβεια τις φρενήρεις φράσεις τους, ενώ πολλές φορές αφέθηκαν και σε πιο αφηρημένα σχήματα, με πιο εσωτερικευμένη δυναμική. Βλέπετε, οι Xylouris White μπορούν και τοποθετούνται πάνω σε μία καταπληκτική ισορροπία. Από τη μία έχουν στιγμές που φέρνουν στο προσκήνιο μια σχεδόν θρησκευτική ποιότητα –ένα δέος υπαρξιακής υφής και δυναμικής– κι από την άλλη μπορούν να μετατρέψουν αυτό το δέος σε διονυσιακή έξαψη· σε μια ενέργεια που ηλεκτρίζει και μπορεί να δονήσει ένα συναυλιάδικο, όπως κάνει ένα υψηλών οκτανίων ροκ εν ρολ. Και η δεξιοτεχνία τους εγγυάται ότι και τα δύο σημεία της εν λόγω διαλεκτικής (ή τα πολλά ενδιάμεσά τους), θα αποδοθούν με τη δέουσα οξύτητα και με το πρέπον βάθος.
Μέσα στις 2,5 ώρες τα πράγματα πήγαν και ήρθαν πολλές φορές, εκείνο το αναρίγισμα έφυγε και ξανάρθε, ενώ ενδιαμέσως, στις πιο ενεργητικές στιγμές, οι μπροστινές σειρές του ακροατηρίου ανταποκρίνονταν όπως έπρεπε στη ζωηράδα της μουσικής. Ακούστηκαν, δε, τα περισσότερα τραγούδια από όσα μπορεί κάποιος να περίμενε (λ.χ. τo “Forging”, η θαυμάσια “Μαύρη Κορφή”, το “Pulling Τhe Bricks” ή τα “Σαν Το νερό Του Ποταμού” και “Με Των Πολλών Τη Λογική”) και γενικώς όλα κύλησαν όσο καλά αναμενόταν –ίσως και καλύτερα.
{youtube}HIn1nPD-CsI{/youtube}