Η Μαργαρίτα Ζορμπαλά είναι μία ιδιότυπη μορφή στο ελληνικό τραγούδι. Παιδί πολιτικών προσφύγων, πέρασε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Στα 17 της καλείται από τον Μίκη Θεοδωράκη στην Ελλάδα, για να ηχογραφήσει τις Μπαλλάντες (1975), σε ποίηση Μανόλη Αναγνωστάκη. Κι ίσως λόγω ενός τόσο αξιοζήλευτου ξεκινήματος, να έχει κι όλη αυτήν τη σιγουριά περί του τι θέλει τελικά να κάνει με την καριέρα της. Το 1993, μόλις στα 35 της, αποφασίζει να μετακομίσει μόνιμα στην Κύπρο· κι έκτοτε επιστρέφει περιοδικά στα καλλιτεχνικά δρώμενα, κάθε φορά που έχει την ανάγκη να εκφραστεί.
Σε έναν κατάμεστο (για 2η συνεχόμενη ημέρα) Παρνασσό κλήθηκε λοιπόν να μας παρουσιάσει μια τρυφερή ρετροσπεκτίβα από μουσικές που ενημέρωσαν την καλλιτεχνική της υπόσταση, ή και κάποιες που ήρθαν να δέσουν στη ζωή της· δημιουργώντας έτσι ένα ψηφιδωτό, το οποίο βοήθησε να τη γνωρίσουμε καλύτερα. Αναμενόμενος –αν όχι κάπως αποθαρρυντικός– ο μέσος όρος ηλικίας του κοινού, που πλησίαζε αισίως (και με παγετώδες βήμα) τα 70.
Η παράσταση είχε έντονο το θεατρικό στοιχείο, έχοντας ως στήριγμα τις σπουδές της Ζορμπαλά στο Εθνικό Θέατρο, όπως βέβαια και την ιδιότητα της μητέρας της ως ηθοποιού. Η ερμηνεύτρια βρέθηκε να ισορροπεί μεταξύ τραγουδιών και ιστοριών, που συνδυαστικά κέντησαν το διήγημα του βίου της: το μεγάλωμά της στη Μόσχα, η πρώτη, πρώιμη συνάντηση με τον Θεοδωράκη, η πραγματικότητα της ζωής σε έναν ξένο τόπο, μέχρι και η εμφάνισή της στο περίφημο πάρτυ του Λουκιανού Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη. Κι όλα έδεσαν μεταξύ τους με ενωτική κόλλα επιλογές σαν τα “Δειλινά”, “Του Μικρού Βοριά”, “Το Μαντολίνο” και βέβαια το “Δρόμοι Παλιοί”, το τραγούδι-σταθμός στη σταδιοδρομία της. Από τον κύκλο δεν έλειψε ωστόσο και μια κηλαηδονική εκτέλεση της "Калинка", της δικιάς μας "Καλίνκα".
Η φωνή της Ζορμπαλά είναι ακόμα ακμαία. Αν και μπήκε με ξεκάθαρο άγχος, οι ίδιες της οι ιστορίες φάνηκαν να τη συνεπαίρνουν, ενώ παράλληλα βύθιζαν κι εμάς στο θερμό (και ακόμα πιο γλυκό, μέσα στα χρόνια) ηχόχρωμά της. Οι μόνες στιγμές που δεν έπεισε, ήταν ίσως αυτές ενός θεατράλε συναισθηματισμού, που πάντα όμως μάζευε την τελευταία στιγμή, κρατώντας έτσι το επίπεδο της παράστασης σε ένα μετρημένα συγκινητικό πλαίσιο. Με ένα πιάνο, ένα φλάουτο, ένα κοντραμπάσο και ένα βιολί (καθώς και την αναπόφευκτη επίκληση του μπουζουκιού στα “Δειλινά”) οι ενορχηστρώσεις κρατήθηκαν σε αξιοπρεπές έντεχνο επίπεδο, με τη φωνή της Ζορμπαλά σε πρώτο πλάνο και τα όργανα (ιδίως το φλάουτο) να αναπτύσσουν όμορφο διάλογο μαζί της.
Η παράσταση άφησε κάπως τη γεύση μιας ολοκλήρωσης: ενός κύκλου που κλείνει και μιας συμφιλίωσης με το υλικό της ερμηνεύτριας, αλλά κυρίως με τραγούδια τα οποία σηματοδοτούν σημαίνουσες στιγμές και συγκυρίες από τη ζωή της. Και παρότι αυτό αποτελεί μία συνθήκη που εύκολα γίνεται σακχαρώδης, η Ζορμπαλά κατάφερε να την κρατήσει στα όρια της ειλικρινούς συγκίνησης. Είναι κρίμα που εμφανίζεται στη χώρα μας με τέτοια φειδώ, αλλά ίσως έτσι να γλυκαίνουν τόσο οι σπάνιες αυτές εμφανίσεις –γιατί είναι και απόδειξη ότι αντιμετωπίζει το κοινό της με αληθινή αγάπη και του τραγουδάει μόνο όταν έχει κάτι να του πει.
{youtube}QF8UcquwrpM{/youtube}