Πρώτη φορά στην Ελλάδα η Γενούφα του Λέος Γιάνατσεκ (Leoš Janáček), επιλογή που αποδεικνύει ότι η Εθνική Λυρική Σκηνή έχει πλέον κάνει ένα μεγάλο βήμα μακριά από τις ναφθαλίζουσες επιλογές του παρελθόντος: αν και δύσκολο, το έργο του Τσέχου συνθέτη είναι μία θαρραλέα επιλογή.
Το έργο μας διηγείται την ιστορία της Γενούφα, η οποία μένει έγκυος από τον Στέβα, ενώ παράλληλα πολιορκείται κι από τον αδερφό του Λάτσα. Όταν ο δεύτερος της χαράζει το πρόσωπο σε μία εκδικητική έκρηξη ζήλειας, ο Στέβα απορρίπτει τη Γενούφα για να παντρευτεί την Καρόλκα, κόρη του δημάρχου. Έτσι η μητριά της (και νεωκόρισσα του χωριού) προσπαθεί να στρέψει και πάλι τον Λάτσα στη Γενούφα, σκοτώνοντας το νεογέννητο βρέφος και λέγοντας ψέματα ότι αυτό πέθανε στη γέννα.
Μουσικά, η όπερα του Γιάνατσεκ (1904) αποτελεί ένα έργο διανόησης περί της οπερατικής τέχνης, με τον Τσέχο συνθέτη να φέρνει τον πλούτο της μοραβικής παράδοσης μέσα στις παρτιτούρες του. Η ορχήστρα και οι φωνές αντιμετωπίζονται έτσι σαν δύο ξεχωριστές οντότητες, με τη ρυθμικότητα της τσέχικης γλώσσας να λαμβάνει κεντρικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίον έχουν γραφτεί οι μελωδικές γραμμές των τραγουδιστών. Παράλληλα, όλη την όπερα διακατέχει μία πιο απαλή, προσβάσιμη προσέγγιση σε σύγκριση με τα μετέπειτα συνθετικά βήματα του Γιάνατσεκ, όπως λ.χ. τη στρυφνότερη Υπόθεση Μακρόπουλος (1925).
Η σκηνοθεσία της Nicola Raab έδωσε μία ασφαλή Γενούφα, άνετη μέσα στα προκαθορισμένα οπερατικά όρια. Παρότι το λιμπρέτο προσφέρεται για μια πρόκληση στα πατριαρχκά πρότυπα ή για μια ανατομία στο δίπολο μπουρζουαζίας και λαϊκής τάξης εντός του κοινού, η Γερμανίδα σκηνοθέτις δεν κατάφερε να δώσει κάποια αντίστοιχη ροπή στην ανάγνωσή της. Στα σκηνικά, ο Γιώργος Σουγλίδης ισορρόπησε μεταξύ ενός περιγραφικού μινιμαλισμού της δίρριχτης σκεπής και των στρεβλών οργανικών στοιχείων της φύσης του δάσους και του χιονιού, σε συνδυασμό με την επιλογή χρονολογικά αόριστων ρούχων εποχής (εξαιρώντας τις παραδοσιακές φορεσιές της Μοραβίας). Παρότι το σκηνικό του Σουγλίδη αποδείχθηκε άκρως λειτουργικό, δεν βρέθηκε να αρθρώνει τελείως επιτυχημένα τις λεπτές ισορροπίες της όπερας του Γιάνατσεκ, ειδικά αν συγκριθεί με το κομψοτέχνημα της συναδέλφου του Εύας Μανιδάκη, στην περσινή παραγωγή της Υπόθεσης Μακρόπουλος.
Στον ομότιτλο ρόλο της δεύτερης διανομής, η Μαρία Μητσοπούλου έδωσε μία καλοζυγισμένη και κατάλληλα καταβεβλημένη Γενούφα. Παρότι στις σκηνές που φέρουν δραματικό βάρος κάπως «καβαλήθηκε» από την ορχήστρα, κατάφερε να μας πείσει για τον πόνο της άτυχης ηρωίδας. Παράλληλα, ο Λάτσα του Φρανκ Βαν Άκεν ήταν ένας στιβαρός –αν και λίγο ασταθής, φωνητικά– αντίποδας του αναξιόπιστου Στέβα του Δημήτρη Πακσόγλου. Παράλληλα, ακόμα και στον μικρό της ρόλο, ήταν πάλι δώρο να ακούμε την εξαιρετική Άρτεμη Μπόγρη, η οποία απέδωσε την Κάρολκα.
Ήταν ωστόσο η Νεωκόρισσα της Τζούλιας Σουγλάκου η οποία έδωσε στην όπερα του Γιάνατσεκ το ειδικό βάρος που της πρέπει. Η Ελληνίδα υψίφωνος αντικαθιστά τη Ζαμπίνε Χογκρέφε στη δεύτερη διανομή του ρόλου, κάνοντας πραγματικά πολύ καλή δουλειά. Πάντα σωστή τεχνικά, εκεί όπου εξέπληξε ήταν στη δραματική απόδοση του ρόλου, μη χάνοντας δευτερόλεπτο τον συντονισμό της με τον αυταρχισμό τη απόλυτης Νεωκόρισσας. Έχοντας τραγουδήσει και τη Φόνισσα στην ομότιτλη όπερα του Γιώργου Κουμεντάκη (2014), η Σουγλάκου φαίνεται να ξέρει πολύ καλά πώς να χειριστεί έναν πολύ ευαίσθητο ρόλο όπως αυτόν της βρεφοκτόνου, που μπορεί πολύ εύκολα να καταλήξει γκροτέσκος.
Σε απόλυτη θεώρηση του ανεβάσματος της Γενούφα, μόνο θετικό μπορεί να είναι το πρόσημο. Με τέτοιες ερμηνείες εκ μέρους των μονωδών η Εθνική Λυρική Σκηνή κατάφερε να ξεκινήσει με επιτυχία τη σεζόν, αλλά και να δώσει μία πολύ ελπιδοφόρα κατεύθυνση για το μέλλον, επιλέγοντας το πανέμορφο αυτό έργο.
{youtube}C7GlteXcSkM{/youtube}