Η Υπόθεση Μακρόπουλου του Leoš Janáček (Λέος Γιάνατσεκ) είναι μία νεφελώδης μοντέρνα όπερα, που ασχολείται με το πιο καθολικό ίσως ερώτημα: υπάρχει τελικά νόημα στη ζωή;
Περιστρεφόμενο γύρω από τον άξονα ενός ελιξιρίου που χαρίζει την αθανασία, το έργο αφορά την –τελικά υπεραιωνόβια– ζωή της ταλαντούχας τραγουδίστριας Έμίλια Μάρτυ, η οποία αποκαλύπτεται ότι είναι η Ελίνα Μακρόπουλος, κόρη του αλχημιστή Ιερώνυμου Μακρόπουλου (οριακά σημαδιακό ότι μοιράζεται το ίδιο όνομα με τον ηθοποιό που υποδύεται την πολύμορφη φιγούρα του γιατρού). Η Μακρόπουλος αλλάζει διαρκώς ταυτότητες τα τελευταία 300 χρόνια, έχοντας καταλήξει μία ψυχρή, συναισθηματικά νεκρή ύπαρξη, με σκοτωμένο κάθε δείγμα ενσυναίσθησης και ανθρωπιάς.
Η συνθήκη της νεότητας φαίνεται να επηρέασε βαθιά τον Τσέχο συνθέτη, αφού κι ο ίδιος, λίγο μετά τα 60, ερωτεύτηκε παράφορα την 20άχρονη (και παντρεμένη) Καμίλα Στοσλόβα, με ένα πάθος που του πυροδότησε αναζητήσεις περί του νοήματος της ζωής, των σχέσεων μεταξύ των διαφορετικών γενεών και της πιο δραματικής ανθρώπινης συνθήκης: αυτήν της θνητότητας. Μουσικά το έργο δεν περπατά στα κλασικά οπερατικά μονοπάτια, καθώς υπάρχουν περάσματα που βρίσκονται πιο κοντά στον λόγο, παρά στις άριες. Μικρά βαγκνερικά λαϊτμοτίφ χρωματίζουν την πλοκή και περιδινούνται στον χώρο, ταλανίζοντάς μας με το προαναφερθέν ερώτημα, αλλά και οδηγώντας στη συγκλονιστική απάντηση την οποία δίνει ο Γιάνατσεκ: το νόημα της ζωής υπάρχει μόνον εφόσον υπάρχει και το τέλος της.
Εφαλτήριο για το λιμπρέτο του Τσέχου συνθέτη στάθηκε το ομώνυμο θεατρικό έργο του (επίσης Τσέχου) Κάρελ Τσάπεκ· μία βιτριολική σάτιρα για το κυνήγι της αθανασίας. Κόβοντας ωστόσο τις σκηνικές συνδετικές ραφές που βοηθάνε τον θεατή να προσανατολιστεί στο αφηγηματικό ύφασμα του έργου, ο Γιάνατσεκ χοροπηδάει μεταξύ νοημάτων και συλλογισμών περί ζωής και θανάτου με την ίδια ευκολία που η ηρωίδα του μεταπηδά σε διαφορετικές χώρες και ταυτότητες. Έτσι, αν και η όπερα καταλήγει να είναι μία σχεδόν κλινική –βαθιά ανθρώπινη, εντούτοις– εξέταση των επιθυμιών και των ενστίκτων της φύσης μας, ο Γιάνατσεκ θάβει παράλληλα τα μυστικά των συλλογισμών του βαθιά στο δαιδαλώδες λιμπρέτο, αφήνοντας τους θεατές να ανατέμνουν τον δύστροπο τσέχικο λόγο.
Κάπου εκεί κρυβόταν λοιπόν το χρυσό κλειδί που θα μπορούσε να μετατρέψει το πρώτο ανέβασμα της Υπόθεσης Μακρόπουλου από την Εθνική Λυρική Σκηνή σε θρίαμβο· κάπου εκεί, όμως, ήταν και που περδικλώθηκε ο Γιάννης Χουβαρδάς. Ο σκηνοθέτης μπορούσε δηλαδή κάλλιστα να χρησιμοποιήσει όλα τα θεατρικά εργαλεία που έχει στην φαρέτρα του για να κάνει το έργο πιο προσβάσιμο. Παρόλαυτα διάλεξε να παρέμβει πιο έντονα σε στιγμές και συνθήκες οι οποίες ισορροπούσαν αμήχανα μεταξύ του μοντέρνου και του κλασικού, με τις παρεμβάσεις του να τείνουν σε αυχμηρές αναγνώσεις, παλιές κι άνυδρες σαν τα μυστικά του πρωταγωνιστικού ρόλου. Οι δε κιουμπρικές αναφορές, ειδικά με τη διάδραση του γιατρού/χρόνου/θανάτου και της ηρωίδας, αν και εμπνευσμένες, έχασαν την πυγμή τους λόγω της αργόσυρτης σκηνοθετικής γραμμής.
Το ανέβασμα δεν έγινε πάντως ποτέ πραγματικά κακό, ούτε και φάλτσαρε αρκετά ώστε να μειώσει την αξία του έργου. Τη μερίδα του λέοντος για την επιτυχία αυτή μοιράζονται εξίσου η εξαιρετική Εύα Μανιδάκη και τα απίστευτης αισθητικής σκηνικά της, τα φώτα του Λευτέρη Παπαδόπουλου, καθώς και τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη. Με τη σκηνή να μεταμορφώνεται σε κάτι το επιβλητικό, όσο και λειτουργικό, η Μανιδάκη έφερε την πολύπλευρη ανάγνωση που απαιτεί αυτή η δύσκολη παράσταση, με αναφορές οι οποίες ισορρόπησαν άψογα μεταξύ του παρελθόντος και του άχρονου: οντουλέ τοίχοι καθαρίζονταν εμμονικά από τη σιωπηλή φιγούρα του επιστάτη· καναπέδες με ψηλές πλάτες με επένδυση εμφάνιζαν μετακινούμενα, πολυμορφικά στοιχεία (που δυστυχώς δεν εκμεταλλεύτηκε ο Χουβαρδάς)· και ένας υπερυψωμένος εσωτερικός κήπος αποκάλυψε τελικώς την πιο στιβαρή σκηνογραφική/σκηνοθετική στιγμή της βραδιάς. Διακριτική δραματουργική πινελιά αποτέλεσε όμως και το ρολόι, με τους δείκτες να κινούνται σε ρυθμούς που εξυπηρετούσαν τον αφηγηματικό άξονα της παράστασης.
Φωνητικά, το ανέβασμα αποτέλεσε μία από τις καλύτερες νότες της φετινής περιόδου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, έχοντας ειδικά ως δεδομένο ότι δεν μιλάμε για συμπαραγωγή. Σχεδόν όλοι οι «δεύτεροι» ρόλοι τραγουδήθηκαν με μέτρο και τεχνική δεινότητα, με ειδική μνεία στη σταθερά αξιέπαινη Άρτεμη Μπόγρη, η οποία έπιασε τον –άχρωμο, σε γενικές γραμμές– ρόλο της Κριστίνα, αποδίδοντάς τον πολύ σωστά. Αλλά το αποκορύφωμα δεν θα μπορούσε να είναι άλλο παρά η Ελένη Κελεσίδη στον πρωταγωνιστικό ρόλο της αθάνατης και παγερής τραγουδίστριας. Κατάφερε να αποδώσει τον απαιτητικότατο ρόλο με αντίστοιχη επιτυχία, τόσο στο φωνητικό, όσο και στο υποκριτικό μέρος, με τη φωνή της να χρωματίζεται από αποστροφή και χλεύη στο κόρτε των αντρών, αλλά και με μία ιδιαίτερα μοντέρνα συγκίνηση στον καταληκτικό και αποκαλυπτικό λόγο της. Στον αντίποδα, η διεύθυνση του Οντρέι Όλος υπήρξε κομμάτι άνευρη και νωχελική, κάτι που δεν ταιριάζει τόσο στις πάρτες του Γιάνατσεκ.
Με αυτό το πολύ όμορφο έργο και το αντίστοιχα όμορφο ανέβασμά του –καθώς και με τη Γενούφα, τη Μανόν και τη Λαίδη Μάκβεθ της επόμενης σαιζόν– η Λυρική αποδεικνύει ότι διατίθεται να πάρει ρίσκα και να βουτήξει σε μοντέρνα νερά, αφήνοντας πάντα χώρο για τα στιβαρά και διαχρονικά έργα του οπερατικού ρεπερτορίου. Μέσα σε αυτήν την ισορροπία ίσως να στέκει το αύριο, με τα πόδια να πατούν γερά στο κλασικό παρελθόν και το βλέμμα στο πολλά υποσχόμενο μέλλον.
{youtube}Na4t5F1HsR8{/youtube}