Λίγα πράγματα πάνω στον Κώστα Χατζή προδίδουν ότι είναι πια 81 ετών, σκέφτηκα σε ένα σημείο του προγράμματος, καθώς τον έβλεπα να παίζει απαράμιλλη κιθάρα, μόνος πάνω στη σκηνή του Half Note, χτυπώντας ενίοτε το ένα πόδι στο σανίδι. Ήταν καθηλωτικός, με έναν τρόπο που σίγουρα εξανέμιζε το (όποιο) βάρος των χρόνων.
Παίρνοντας όμως τη βραδιά με μια σειρά, τα πράγματα ξεκίνησαν ακριβώς στις 22.30 –κι εδώ λέμε ένα μπράβο στο Half Note για την ακρίβεια των ανακοινώσεών του. Ο Χατζής και η ορχήστρα βγήκαν μπροστά σε ένα γεμάτο μαγαζί, απέναντί τους είχαν μάλιστα κοινό που ήξερε καλά τι είχε έρθει να δει και θα το αποδείκνυε σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας, σιγοτραγουδώντας (όποτε δινόταν πάσα) τους στίχους των επιλογών. Μεγάλες ηλικίες, κυρίως, με κάποια σποραδικά νεανικά πρόσωπα να ξεχωρίζουν.
Οι σολίστες, άριστοι. Στο πιάνο καθόταν ο Γιώργος Παγιάτης, μαέστρος επίσης της ορχήστρας, αλλά και υπεύθυνος για τις ενορχηστρώσεις που ακούσαμε. Ενορχηστρώσεις κομψές και ευφάνταστες, οι οποίες έδωσαν συχνά τζαζ αέρα σε γνωστά κομμάτια του Χατζή, αποκαλύπτοντας περαιτέρω πτυχές τους δίχως να χαλάσουν σε κάτι την ιδιαίτερη ταυτότητά τους. Σε αυτό βοήθησε ασφαλώς η σχετική παιδεία του Ρήγα Σαριτζιώτη (σαξόφωνο, φλάουτο, κλαρινέτο), του Χρήστου Αλεξόπουλου (ντραμς) και του Πόλυ Πελέλη (κοντραμπάσο). Όσο για τον πρωταγωνιστή της βραδιάς, εκείνος κι αν είχε κέφια. Για να παίξει, να τραγουδήσει, μα και για να κάνει χιούμορ, τόσο με τους μουσικούς του, όσο και με τον κόσμο απέναντί του.
Τώρα, όλα τα προγράμματα που προορίζονται για μαγαζιά στήνονται εξ ορισμού «φουσκωμένα». Πρέπει δηλαδή συν/πλην να βγάλεις 3 ώρες, ώστε και να δικαιολογηθούν οι τιμές (ειδικά της Α΄Ζώνης, αν το κοινό μοιράζεται, όπως συμβαίνει στο Half Note), αλλά και για να γίνει κατανάλωση. Τα όσα είχαν ετοιμαστεί υπάκουσαν λοιπόν σε αυτόν τον «κανόνα»· και, αναμενόμενα, σημείωσαν απώλειες. Όπως για παράδειγμα στο δεύτερο σκέλος της βραδιάς, όταν ο Χατζής βούτηξε νοσταλγικά σε διάφορες γνωστές επιλογές από την εγχώρια δεκαετία του 1960 (ανακοίνωσε, μα στην πραγματικότητα ήταν 1960 και 1970), τύπου "Σε Πότισα Ροδόσταμο", "Χάρτινο Το Φεγγαράκι", "Οδός Αριστοτέλους": ήταν ένα τμήμα όπου δεν έκανε πολλά, συνόδευε απλά με την κιθάρα του χωρίς να παίζει ιδιαίτερα πράγματα, αφήνοντας τον κόσμο να τραγουδά την πλειονότητα των στίχων.
Οι υπόλοιπες απώλειες, αφορούν τις γυναικείες παρουσίες της βραδιάς. Γιατί μπορεί να μη στερούνται φωνητικού ταλέντου οι συμμετέχουσες Αντωνία Χατζίδη, Μαρία Αλεξίου και Δανιέλα Χατζή (το μικρότερο από τα 6 παιδιά του Χατζή), όλες όμως, για διαφορετικούς λόγους κάθε μία, έκαναν αισθητό το βάρος των λεπτοδεικτών της ώρας κατά την παραμονή τους στη σκηνή. Η Χατζίδη κατέχει ιδιαίτερη φωνή, αλλά εκτέθηκε τραγουδώντας το "Summertime" και το "Ne Me Quitte Pas", «μπουκιές» μεγαλύτερες από όσο χώραγαν στο στόμα της· η Αλεξίου διαθέτει χρώμα και πρόσεξε τι τραγούδησε ώστε να μην ξεφύγει σε νερά που δεν τη σήκωναν, μας προέκυψε όμως υπερβολικά στημένη, με έναν τρόπο που έχουμε μάθει να λογίζουμε πια ως κλισέ από τις έντεχνες σκηνές. Όσο για τη Δανιέλα Χατζή, έφερε τον εφηβικό της ενθουσιασμό και την αθωότητά της και μπόρεσε πράγματι να μας εκπλήξει με το "Dernière Danse" της Indila· όταν όμως επεκτάθηκε στο "Je Veux", έλειψε όλος ο παλμός και η ένταση που έχει η Zaz όταν το ερμηνεύει.
Το υπόλοιπο ωστόσο πρόγραμμα κρίνεται φανταστικό, αποζημιώνοντας για αυτές τις στιγμές-βαρίδια. Ο Κώστας Χατζής έπαιξε απίθανη κιθάρα και τραγούδησε με την ίδια δύναμη και το ίδιο συναίσθημα που ξέρουμε από τις μέρες της δημιουργικής του ωριμότητας. Αναμενόμενα, λοιπόν, τα χειροκροτήματα έπεσαν βροχή, τόσο σε πασίγνωστες στιγμές σαν τα "Σύνορα Η Αγάπη Δεν Γνωρίζει", "Σπουδαίοι Άνθρωποι Αλλά", "Απ' Το Αεροπλάνο", "Δε Βαριέσαι Αδελφέ", "Πάρε Ένα Κοχύλι Απ' Το Αιγαίο", "Λεωφορείο Ο Κόσμος" και "Αντίο Λοιπόν Αντίο", όσο και σε επιλογές για πιο «μυημένους» στη δισκογραφία του, σαν τον "Στρατή" (δυστυχώς στη σύντομη εκδοχή, δίχως την καταπληκτική εισαγωγή από το Αναγέννησις Αλόννησος), το "Γυφτάκι" και το "Η Γη Ακόμα Ζει".
Μπορούσα να κάθομαι μέχρι το ξημέρωμα να ακούω τον Κώστα Χατζή, είτε με την υπέροχη ορχήστρα του, είτε μονάχο με την κιθάρα του, να τραγουδά σε στυλ μπουάτ όλα όσα τον στεναχωρούν στον κόσμο μας –τόσο στον μικρό, δικό μας, όπου «ο Γύφτος» παραμένει καταφρονημένη φιγούρα, όσο και στην πιο μεγάλη κλίμακα, την πλανητική. Ακούγονται μερικές φορές αφελή και απλοϊκά τα λόγια των τραγουδιών του. Και ίσως από κάποιον άλλον να μην τα δεχόμαστε και να τα απορρίπταμε. Όταν όμως τα λέει εκείνος, τα λέει με μια βαθιά προσωπική αλήθεια, κάνοντάς τα και πειστικά, μα και συγκινητικά. Μόνο τον Τόλη Βοσκόπουλο μπορώ να σκεφτώ που να είναι σε θέση να «ποτίζει» τόσο πολύ με το ποιος είναι το ρεπερτόριο το οποίο ερμηνεύει, χαρίζοντάς του υπόσταση μεγαλύτερη από όση διαθέτει από μόνο του.
{youtube}d9tsB7bdEhg{/youtube}