Κάτι Παράξενο έλαβε δράση κάτω απ' τη γη των Αθηνών. Η λεπτόσωμη φυσιογνωμία του Απόστολου Κίτσου συνάντησε τον πυκνικό Μιχάλη Καλογεράκη και μαζί έφτιαξαν έναν δίσκο που έκανε τα –συνήθως στάσιμα– κλαδιά του έντεχνου να αναρριγήσουν, σαν να ξυπνούν από ύπνο βαθύ. Κι αυτόν τον δίσκο μας παρουσίασαν την περασμένη Παρασκευή, στο PassPort του Κεραμεικού. Βέβαια, ο upstairs χώρος υπήρξε μάλλον λάθος επιλογή για το συγκεκριμένο σχήμα, με τα κρεμασμένα μπαλόνια να μοιάζουν απόηχος περασμένου παιδικού πάρτυ και τη σκηνή να έχει ξεκάθαρο οπτικό βάρος που γέρνει προς τα αριστερά, με όλους του συντελεστές (πλην του πνευστού Γίωργου Δούσσου) να ξεκινούν έτσι συνωστισμένοι, στα μείον του οριζόντιου καρτεσιανού άξονα.
Η setlist είχε ως κέντρο βάρους την ποίηση, πράγμα αναμενόμενο όπου μπλέκεται το επίθετο Καλογεράκης. Σε λόγια λοιπόν του Οδυσσέα Ελύτη, του Μιχάλη Γκανά, του Ναζίμ Χικμέτ και μίας «ανίερης» μίξης ρεμπέτικων με τον Ρεμπώ, αλλά και με τα λόγια του Γεράσιμου Ευαγγελάτου (ευχάριστη έκπληξη να αγκαλιάζεται ερμηνευτικά το "Εγώ Μεγάλωνα Για Σένα" από τον Κίτσο), οι ερμηνείες ζωγράφισαν με θεματικές πινελιές πάνω από τον έρωτα, τη μοναξιά, αλλά και την ελευθερία. Η συνεχής ροή των συντελεστών στη σκηνή, καθώς και οι διαρκώς μεταβαλλόμενες μεταξύ τους δυναμικές, κρατούσαν το ενδιαφέρον ζωντανό, αλλά έχτιζαν επίσης μια γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ του διαφορετικού υλικού. Στην πορεία της βραδιάς προσεκλήθη κι ο Σπύρος Παρασκευάκος, για να συνοδεύσει στα πλήκτρα τον Απόστολο Κίτσο στην ερμηνεία του "Γλυκού Γενάρη". Αντίστοιχα, αρκετός χώρος έγινε και για να χωρέσει ο Παντελής Καλογεράκης, αδερφός και μουσικός συνοδοιπόρος του Μιχάλη.
Η προσέλευση υπήρξε ελαφρώς χλιαρή, με τα διάσπαρτα τραπέζια να γεμίζουν με ηλικίες που σίγουρα ξεπερνούσαν τα 30 (ρέποντας προς τα –ήντα) κι όχι με το νέο άιμα που θα έπρεπε δικαιωματικά να σιγοτραγουδά τις δημιουργίες του δίδυμου. Ίσως έτσι να δημιουργήθηκε και μία κάποια αίσθηση νωθρότητας κάπου στα μισά του set, που γρήγορα πάντως κατανικήθηκε. Ήταν οι ενορχηστρώσεις που έπαιζαν το παιχνίδι της διελκυστίνδας με τα τεμπέλικα αυτιά, καθώς τραβούσαν πάντα την προσοχή μας πίσω στα τραγούδια. Με δύο εξ αυτών σε κηδεμονία Κορνήλιου Σελαμσή ("Exit Music" και "Ήσουν Μια Βρύση Του Ουρανού") και με την καλλιτεχνική κι αισθητική του επιρροή να γίνεται εμφανής σε πολλά ακόμα σημεία της βραδιάς ("Κάτι Παράξενο", το οποίο ακούστηκε μάλιστα 2 φορές), τα τραγούδια βρέθηκαν να μιλάνε σε μία γλώσσα με ορμή, εναλλαγές και παιχνίδια ερώτησης κι απόκρισης, έχοντας ανταλλάξει πιθανώς δαψιλείς ενορχηστρωτικές επιλογές με τη λεπταισθησία.
Ο Απόστολος Κίτσος διαθέτει φωνή πανέμορφη και καλοδουλεμένη. Η διδασκαλία της Έλλης Πασπαλά ταίριαξε γάντι επάνω στο χρώμα του και ο ίδιος φαίνεται να έχει πολύ καλό ένστικτο στη χρήση της. Ο αέρας του δεν πηγαίνει ποτέ ανεκμετάλλευτος, οι φράσεις του είναι καθαρές και στρογγυλεμένες και η αίσθηση του ρυθμού εξαιρετική. Έτσι (και ίσως λίγο εγωιστικά), δημιουργείται η ανάγκη να σκίσει με τα δόντια του οποιοδήποτε δίχτυ ασφαλείας έχει, να απομακρυνθεί από τον ρόλο του πιο ταλαντούχου μαθητή στη σχολική γιορτή και να βουτήξει με ανοιχτά μάτια και μύτη στον πειραματισμό.
Το φαλσέτο, τα γρυλίσματα, τα απότομα φωνητικά σκαρφαλώματα, οι καταβαραθρώσεις και τα παιχνίδια με τη σιωπή και την προσμονή, χωράνε όλα –αλλά δεν προσμετρώνται– στα βήματα του Κίτσου προς τους Radiohead και τη Björk, μέχρι και τη Μαρία Δημητριάδη. Είναι όμως άδικο να μην του αναγνωριστεί και ένα ένστικτο για μετασκευή. Το μάντρα «I love him» του "Pagan Poetry" της Björk, στα χέρια του Κίτσου μετουσιώνεται κι αλλάζει. Αλλάζει κι ανταλλάζει τα κοφτερά νύχια με μία εύθρυπτη εσωτερικότητα, τα γυμνωμένα δόντια με μία ιδιότυπη ευλαβικότητα. Ο λουπαδόρος χρησιμοποιείται σωστά και χωρίς υπερβολές· επίτευγμα δύσκολο, μιας και αυτός και τα layers του σε φέρνουν πάντα μια ανάσα μακριά από την αγαρμποσύνη.
Στον αντίποδα, τα αδέρφια Καλογεράκη έχουν πολύ ενδιαφέρουσα διάδραση επί σκηνής. Ο Μιχάλης Καλογεράκης, το δισκογραφικό έτερον ήμισυ του Κίτσου στο Κάτι Παράξενο, είναι ίσως τα έρμα που προσγειώνουν τα θεατράλε, camp στοιχεία του Παντελή. Αν και η εφαρμογη των προσλαμβανουσών τους χωλαίνει συχνά σε αισθητικό επίπεδο –ειδικά στην απεύθυνση και το φραζάρισμα Ωδείου Αθηνών– οι αδερφοί Καλογεράκη αφήνουν μια πολύ συγκεκριμένη και καθαρή γεύση για το ποιοι και τί είναι καλλιτεχνικά, χωρίς θολωμένα νερά και μισόλογα. Οι επιρροές τους είναι συχνά εμφανείς και τις φέρνουν ανερυθρίαστα στο προσκήνιο, όπως στην περίπτωση της Λένας Πλάτωνος και του συλλαβιστού Μιχάλη Γκανά. Τραγουδιστικά, ωστόσο, μετρούν αρκετά ντεζαβαντάζ, με τις καταλήξεις τους να έρχονται σε άδικη σύγκριση με τον πιο καλογυαλισμένο Κίτσο. Παρόλαυτα, οι κυματισμοί στη διάθεση τους και η παρρησία με την οποία αντιμετωπίζουν τα κείμενα με τα οποία αναμετρούνται, είναι χαρακτηριστικά που λυτρώνουν τις ερμηνείες τους.
Αν και ακόμα στις αρχές τους, ο Κίτσος κι ο Καλογεράκης έχουν δώσει δείγματα ότι μπορούν να δώσουν παλμό στο ελληνικό τραγούδι, ήδη από την Τέταρτη Ακρόαση της Μικρής Άρκτου ακόμα. Ενώ το ηχογραφημένο τους παρόν στέκεται αυτούσιο και χωρίς καμία ανάγκη για πατερίτσες, οι ζωντανές τους εμφανίσεις ίσως χρήζουν σιαξίματος και ενός γενναίου art direction. Κρατώντας στις βαλίτσες τους τον πολύ όμορφο αυτόν δίσκο, με λίγο αισθητικό ακόνισμα, μερική επίπονη εσωτερική ανασκαφή και ίσως τραβώντας ο καθένας τον δικό του δρόμο, τα δύο αυτά αγόρια να μας συνταράξουν. Όπως αρμόζει στα ταλέντα τους.
{youtube}aqWk2yXbQtY{/youtube}