Δεν είναι δα και ιδιαίτερα δύσκολο τη σήμερον ημέρα να στήσεις ένα αφιέρωμα σε μια γνωστή κι αγαπημένη προσωπικότητα του μουσικού χώρου. Αν μη τι άλλο, έχεις ως οδηγό τα μυριάδες άλλα ανάλογα εγχειρήματα που έχουν γίνει στο παρελθόν, τα οποία, λίγο ή πολύ, στηρίζονται στο εξής σχέδιο: κάλεσε πολλούς ερμηνευτές (κατά προτίμηση γνωστούς/κράχτες), χώσε και 1-2 πιο νέα ονόματα, κάνε μοιρασιά των πιο γνωστών τραγουδιών του εκλιπόντα και κράτα το ύφος σε αυτά που ξέρει κι αγαπάει ο κόσμος. Και είσαι τζιτζί.
Οι επιμελητές της παράστασης «Όλα σε Θυμίζουν...», η οποία πραγματοποιήθηκε εις μνήμην της ζωής και της τέχνης του μεγάλου Μανώλη Ρασούλη, στα πλαίσια του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών, φαίνεται πως δεν θέλησαν να παραδοθούν αμαχητί στην παραπάνω νόρμα. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι δεν τόλμησαν τελικά τη «ρήξη», με αποτέλεσμα η όλη βραδιά της 9ης Ιουλίου στο Ηρώδειο να καταλήξει κομματάκι αμήχανη.
Ξεκινώντας από ένα σημαντικό συν της συναυλίας, θεωρώ ορθή την απόφαση οι μεγάλης δημοφιλίας ερμηνευτές να είναι μόλις δύο. Η Ελένη Βιτάλη και ο Μπάμπης Στόκας ίσως να ξένισαν κάποιους ως επιλογές, όμως η σχέση τους με το ρασούλειο ρεπερτόριο είναι αποδεδειγμένη: η πρώτη έχει ερμηνεύσει σε πρώτη εκτέλεση τραγούδια του, και ούτως ή άλλως αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες εν ζωή λαϊκές τραγουδίστριες, ενώ ο δεύτερος, στην πορεία του με τους Πυξ Λαξ πάτησε προφανέστατα στην παράδοση που έστησε ο μακαρίτης με τον Νίκο Παπάζογλου –και όχι μόνο.
Του Στόκα, πάντως, μάλλον δεν του «βγήκε» η βραδιά. Σίγουρα έπαιξε ρόλο μια πρόσφατη περιπέτεια υγείας την οποία είχε, όμως η αίσθησή μου και από προηγούμενες φορές που έχει τύχει να τον δω σε ανάλογες συναυλίες είναι ότι συχνά περνάει ως άνευρος ερμηνευτικά. Είναι κρίμα κάτι τέτοιο, καθότι ο Στόκας διαθέτει και τα γυρίσματα των ταμάμ τραγουδιών που κλήθηκε να πει (“Εδώ Στη Ρωγμή Του Χρόνου”, “Τρελή Κι Αδέσποτη”, “Νιώσε Με”, “Ένα Κι Ένα”, “Υδροχόος”), αλλά και μια ταιριαστή για το συγκεκριμένο ρεπερτόριο χροιά. Στάθηκε πάντως πολύ καλός δίπλα στη Βιτάλη, στο “Τίποτα Δεν Πάει Χαμένο”. Όσο για την τελευταία, εμφανίστηκε ως ο γνωστός εαυτός της: μπριόζα, με μπασαρισμένη φωνή, αλλά άψογη στο εύρος που κινήθηκε –και αγαπησιάρα με όλους τους συμμετέχοντες.
Ούτε από τους υπόλοιπους ερμηνευτές υπήρξαν ιδιαίτερες εκπλήξεις, πάντως. Ο Μάνος Πυροβολάκης αποτυπώθηκε συμπαθής, κυρίως λόγω της νεανικότητας που αποπνέει η φωνή του, και άνοιξε καταλλήλως την αυλαία με το “Ένα Πουλί Θαλασσινό”. Η Σοφία Παπάζογλου, ενώ παραδόξως φάνηκε να ζορίζεται στο “Ζήλια Μου”, έδωσε ρέστα στο δεύτερο μέρος της βραδιάς, ειδικά όταν τραγούδησε «έλα στην παρέα μας φαντάρε». Ο Θοδωρής Κοτονιάς ίσως να αποτέλεσε τη θετική έκπληξη της βραδιάς για όσους δεν τον γνώριζαν, στεκόμενος σε πολύ υψηλά στάνταρ. Η Ναταλί Ρασούλη υπήρξε καλή (αν και κάπως «μαγκωμένη»), ο Κωνσταντίνος Στεφανής επίσης καλός (χωρίς το «μάγκωμα», όμως) και ο συνθέτης Πέτρος Βαγιόπουλος, με τη γοητευτικά αδέξια στάση και ερμηνεία του, έδωσε την εντύπωση ενός αγαθού γίγαντα.
Αφήνω τελευταία την Αγγελική Τουμπανάκη, καθότι η συμμετοχή της αποτελεί ένα ακόμα σημείο όπου η ατολμία της διοργάνωσης απεδείχθη κρίσιμη. Ενώ, λοιπόν, έδωσαν στη φερέλπιδα βοκαλίστα χώρο για να παρουσιάσει κάτι διαφορετικό πάνω στα τραγούδια του Ρασούλη, η παρεμβατικότητά της δεν είχε καμία συνέχεια ή επαφή με το υπόλοιπο μέρος του προγράμματος, με αποτέλεσμα να φαντάζει παράταιρη. Και μη φανταστείτε ότι η Τουμπανάκη επιχείρησε τίποτα κοσμογονικό: μια live looping εκδρομούλα με τη φωνή της πάνω στο “Κι Εγώ Σαν Πόλη”, μια αφαιρετική εκτέλεση του “Μοιραία”, ένα μίνιμαλ άνοιγμα στις “Νταλίκες”, οι οποίες έπειτα επανήλθαν στην ...κανονικότητα, και μια μετατροπή του κλεισίματος του “Γύφτισσα Τον Εβύζαξε” σε latin jazz ύφος, αυτή ήταν όλη κι όλη η «παρέμβασή» της.
Φαντάζομαι ότι τα παραπάνω ήταν τα ...«προχώ» κομμάτια της παράστασης, τα οποία μετρώνται στα υπέρ της ή στα κατά της, αναλόγως με το αν ανήκεις στους ιθύνοντες ή στους καθαρολόγους. Το αποτέλεσμα ήταν να μοιάζουν απλώς αψυχολόγητα, αδικώντας την Τουμπανάκη περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Τουλάχιστον σε αυτές τις λίγες στιγμές φάνηκαν και κάποιες έξτρα δυνατότητες της ούτως ή άλλως άψογης, αλλά συμβατικώς ενορχηστρωμένης, εννεαμελούς μπάντας.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, η πιο καίρια επιλογή υπήρξε εκείνη του Θωμά Κοροβίνη για τον ρόλο του αφηγητή. Αναγνώσκοντας κομμάτια από την αυτοβιογραφία του τιμώμενου, αλλά και δικά του, βιωματικά/κριτικά κείμενα, ο συγγραφέας υπήρξε η «συνείδηση» του εν λόγω αφιερώματος. Λειτουργώντας, μάλιστα, άθελά του, και ως από μηχανής θεός: τη στιγμή που από το κατά λάθος ανοιχτό μικρόφωνό του ακούστηκε ένα «μαλακίες», ουκ ολίγοι θα σκέφτηκαν ότι εκεί υπήρξε δάκτυλος Ρασούλη.
Ένα τελευταίο συμπέρασμα. Τα σπουδαία τραγούδια, ό,τι κι αν καταφέρνουν (ή δεν καταφέρνουν) εκείνοι που καλούνται να τα αποδώσουν, καμιά φορά τραγουδιούνται κι από μόνα τους. Κρατώ λοιπόν δυο τέτοιες στιγμές από την Κυριακή: το σπουδαίο “Να ‘Μαστε Πάλι Εδώ Ανδρέα” και το βαθιά ανθρώπινο “Όλα Σε Θυμίζουν”. Κι ορκίζομαι ότι στο ολόγιομο φεγγάρι που έσκαγε πάνω απ’ το Ηρώδειο, αντίκρισα το πρόσωπο του Μανώλη Ρασούλη να χαμογελά.
Setlist:
Ένα Πουλί Θαλασσινό
Να ‘Μαστε Πάλι Εδώ Ανδρέα
Βρέχει Στην Εθνική Οδό
Κυρ Διευθυντά Των Δίσκων
Φίλε Αδελφή Ψυχή
Κι Εγώ Σαν Πόλη
Μοιραία
Το Βαλς
Μπορεί Ν’ Αλλάξει Κεμάλ
Μες Στο Πλήθος
Έρωτα
Ζήλια Μου
Εδώ Στη Ρωγμή Του Χρόνου
Τρελή Κι Αδέσποτη
Λεμόνι Στην Πορτοκαλιά
Όλα Σε Θυμίζουν
Οι Μάγκες Δεν Υπάρχουν Πια
Αν Πεθάνει Μια Αγάπη
Διάλειμμα
Μη Φοβάσαι
Με Σένα Πλάι Μου
Σαν Μια Ταινία
Το Μανιφέστο
Ρώσικά Μου Μάτια
Με Φουρτουνιάζει Ο Έρωτας
Η Σφίγγα
Μη Με Αποκαλείς Τεμπέλη
Σουξεδιάρικο
Οι Κυβερνήσεις Πέφτουνε Μα Η Αγάπη Μένει
Ο Φαντάρος
Με Τα Φώτα Νυσταγμένα (Οι Νταλίκες)
Γύφτισσα Τον Εβύζαξε
Άιντε Μάτια Μου Γλυκά
Νιώσε Με
Ένα Κι Ένα
Υδροχόος
Τίποτα Δεν Πάει Χαμένο
Παίξε Χρήστο Επειγόντως
Πότε Βούδας Πότε Κούδας
Αχ Ελλάδα
{youtube}VN6G2EfRt54{/youtube}