Απ' όλα τα μεγαθήρια που έχει γεννήσει ο νους του Andrew Lloyd Webber τα τελευταία 50 χρόνια, η Εvita –αυτό το κορίτσι που βαδίζει με βήματα αργεντίνικου τάνγκο και μιλάει με τα κοφτερά λόγια του Tim Rice– εξακολουθεί να είναι το πιο επιβλητικό. Με γραφή και θεματολογία πλούσια σε ιστορίες ταξικής πάλης και πολιτικής του ψευδοσοσιαλισμού και του λαϊκισμού, το έργο εξακολουθεί να αποτελεί έναν παράδοξα επίκαιρο κοινωνικό και πολιτικό σχολιασμό: ένα διήγημα-προειδοποίηση, που αντιλαλεί ηχηρά 40 χρόνια μετά τη σύλληψη του. Πάνω απ' όλα, όμως, αυτό το μιούζικαλ είναι η εξιστόρηση της ζωής μίας πολύπλοκης ύπαρξης, ενός κοριτσιού που βρέθηκε κυριολεκτικά από τ' αλώνια στα σαλόνια και κατέληξε, από μία απλή κόρη της εργατικής τάξης, να γίνει η αγαπημένη, πολυτραγουδισμένη Πρώτη Κυρία του αργεντίνικου λαού.
Ένας φημισμένα απαιτητικός ρόλος, η Εβίτα πρέπει να τραγουδηθεί από μία γυναίκα με σωρεία ταλέντων. Τραγουδιστικά, αποτελεί το όρος Έβερεστ των γυναικείων ρόλων του Broadway, καθώς οι απαιτήσεις δεν αφορούν μόνο το (διόλου ευκαταφρόνητο) φωνητικό εύρος. Αφορούν επίσης και το ύφος, την ποικιλία στις υφές που καλείται να αποδώσει μια τραγουδίστρια, καθώς και την ικανότητα εύρεσης μιας εύθρυπτης ισορροπία μεταξύ δύναμης και ευαισθησίας. Αν και ρόλος που στα κιτάπια καταγράφεται ως μεσόφωνος, η Εβίτα ξεπερνά την άνετη περιοχή της mezzo και βουτάει τα δάχτυλά της στα χωράφια των soprani. Σαν να μην έφτανε κι αυτό (λες και τέτοια όργανα κυκλοφορούν σωρηδόν), η πρωταγωνίστρια πρέπει να έχει και αέρινη κίνηση, αλλά και φυσιογνωμία τουλάχιστον μαγνητική.
Με αυτά κατά νου, η ανακοίνωση της Νάντιας Μπουλέ ως ενσάρκωσης της Σενιόρα Περόν με βρήκε το λιγότερο διστακτικό. Η ηθοποιός/τραγουδίστρια τσεκάρει βέβαια πολλά από τα παραπάνω «κουτάκια» με σιγουριά: ο χορός λ.χ. είναι από τα εμφανή της φόρτε, υποκριτικά μπορεί να ανταποκριθεί στον ρόλο, ενώ σαφέστατα είναι και μία όμορφη γυναίκα· αντίστοιχα, έχει ψηθεί στον χώρο του μουσικού θεάτρου, μετρώντας συμμετοχές σε παραγωγές όπως το Fame, το Cabaret, το Nine και το Sweet Charity. Ενώ όμως είναι σίγουρα καλλίφωνη, δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ σε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο-λεβιάθαν με τόσο υψηλές τραγουδιστικές απαιτήσεις. Κι εκεί ακριβώς είναι που κερδίζει το στοίχημα.
Εκεί δηλαδή που περίμενα να δω στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά μία τραγουδίστρια που είτε θα εντέχνιζε «κλέβοντας» τις belted καταλήξεις των κομματιών, είτε θα φώναζε προσπαθώντας να καλύψει δυνατότητες που μάλλον δεν κατέχει, βρήκα μία Μπουλέ που πολύ έξυπνα κλασικίζει στις οπερατικές απαιτήσεις του μιούζικαλ και εξισορροπεί με καλαισθησία το αποπλανητικό τραγούδισμα της μοιραίας Εβίτα, την εκρηκτική δυναμικότητα της πολιτικού Εβίτα και τις απαλές, μεταξένιες νότες της Εβίτα του λαού. Σε κάθε νότα της, σε κάθε απότομο ανέβασμα της φωνής –από τις βαθιές χαμηλές του ρόλου μέχρι τις δυσθεώρητες ψηλές– γινόταν έτσι ολοφάνερο πως η Μπουλέ δόθηκε ψυχή τε και σώματι στον ρόλο και δούλεψε πολύ σκληρά για να ανταποκριθεί θαρραλέα στις απαιτήσεις της πάρτας του Webber, χωρίς ευθυνόφοβες κι εύκολες λύσεις. Η πρωταγωνίστρια χρησιμοποιεί τη φωνή της ιδιότυπα, αντιμετωπίζοντας τη στηθική και μέση περιοχή της και την περιοχή του κεφαλιού σαν δύο ξεχωριστά όργανα που δεν «εκβάλλουν» το ένα στο άλλο. Δημιούργησε έτσι ένα ιδιαίτερο μουσικό αφήγημα, που ταιριάζει αρκετά στην πολυσχιδή προσωπικότητα της Eva Perón.
Ο κίνδυνος του συγκεκριμένου μιούζικαλ είναι πως μπορεί εύκολα να μοιάσει με απολογία για την ηρωίδα του. Η άνοδος της θυγατέρας του προλεταριάτου Έυα Ντουέρτε, η μετουσίωσή της σε Έυα “Εβίτα” Περόν και ο σημαίνοντας ρόλος της στις κυβερνητικές υποθέσεις της Αργεντινής και στην πολιτική προπαγάνδα του Περονικού καθεστώτος κατά την περίοδο 1946/1952 ήταν δύο φορές σημαντικά, χάρη στην αντίθεση που παρουσίαζαν στις συντηρητικές κοινωνικές κατασκευές της Λατινικής Αμερικής, όπου οι γυναίκες σπάνια παρουσιάζονταν και ποτέ δεν ακούγονταν. Κατά τη διάρκεια λοιπόν του έργου, μας υπενθυμίζεται διαρκώς το χάρισμα της Εβίτα να μετατρέπεται σε μία σαγηνευτική προσωπικότητα που μάγευε τα πλήθη και κατάφερνε να επιτυγχάνει τους στόχους της –είτε αυτοί ήταν η χειραφέτηση των γυναικών, είτε η αγιοποίηση της προσωπικότητας της από τους Descamisados.
Παρόλαυτα, η σενιόρα Περόν ήταν και ζωτικό μέρος μιας στρατιωτικής δικτατορίας που διέλυσε τους αντιπάλους της, φίμωσε εφημερίδες και πτώχευσε την Αργεντινή. Κι όλα αυτά καταγράφονται μεν στους στίχους του Rice διά στόματος Τσε Γκεβάρα, αλλά είναι πολύ έυκολο να χαθείς στη φιγούρα της Εβίτα ως μίας ιδεαλιστικής απεικόνισης της «Αγίας των Φτωχών». Κι εκεί εδράζεται μία ακόμα μεγάλη επιτυχία της Νάντιας Μπουλέ, μιας και καταφέρνει να αποφύγει την υπερβολική συναισθηματικοποίηση της ηρωίδας. Η τραγουδίστρια έχει δηλαδή συναίσθηση της υπολογιστικής πλευράς της Περόν, από τις πρώτες κιόλας μέρες της στις μιλόνγκες της Χουνίν, εκεί όπου γνώρισε τον Μαγκάλντι και ξεκίνησε την κοινωνική της άνοδο. Όσο πειστικά κι αν τραγουδά λοιπόν «Όσο για πλούτη και για τιμές, ποτέ δεν τους είπα να 'ρθουν», άλλο τόσο πειστικά αποδίδει και την άπληστη και αδίστακτη φύση της Εβίτα· τόσο υποκριτικά, όσο και με τους χρωματισμούς της φωνής της.
Τα δύο αντίβαρα που κρατάν τη ζυγαριά της Κρίσης σε ισορροπία για τον χαρακτήρα της Εβίτα είναι ο Χουάν Περόν και ο Τσε. Ο πρώτος, ενσαρκωμένος από τον κλασικά εκπαιδευμένο Μιχάλη Ψύρρα, είναι ένας ευμάλακτος στρατιωτικός, ο οποίος ίσως προτιμά να περάσει τις μέρες του ήσυχα στην εξορία. Ωθείται όμως στην εξουσία από την Εβίτα, που λειτουργεί εδώ ως φιγούρα τύπου Λαίδη Μάκβεθ. Ο Ψύρρας καταφέρνει να δώσει ένα συνετό –αν όχι λίγο άχρωμο– αντίβαρο στον ενθουσιασμό της Μπουλέ, τονισμένο από στιγμές όπως το ντουέτο “Είμαι Για Σας Η Κατάλληλη”. Στον αντίποδα, ο Αιμιλιανός Σταματάκης αποδίδει έναν εξαιρετικό Τσε Γκεβάρα, με τη δυνατή, θυμωμένη φωνή του να ταιριάζει γάντι στο προφίλ του σπουδαγμένου αστού που επαναστάτησε. Ο Σταματάκης μας διαβεβαιώνει πως διακρίνει όλα τα τερτίπια της Περόν ως δημαγωγίες, λέγοντας χαρακτηριστικά και ασεβώς «Στο χώμα η Αγία σας, κλαίω με τη βλακεία σας». Ο νεαρός πρωταγωνιστής αποτελεί δυνατό χαρτί της παραγωγής, καθώς σηκώνει στις πλάτες του μεγάλο μέρος της λάμψης της παράστασης, τόσο τραγουδιστικά και χορευτικά, όσο και υποκριτικά, έχοντας μία γκραντιόζα προσέγγιση στον ρόλο του Τσε, χωρίς ποτέ να γίνεται ακαλαίσθητος.
Στον εμβόλιμο ρόλο του Διευθυντή του Φιλανθρωπικού Ιδρύματος της Εύα Περόν, ο Ίαν Στρατής επωμίζεται τον πρώτο του μουσικοθεατρικό ρόλο. Ο νεαρός τραγουδιστής έχει σίγουρα μία εντυπωσιακή φωνή, η οποία διαθέτει εκτόπισμα και δένει πολύ όμορφα στις αρμονικές των φαλσέτο με τον Σταματάκη. Επί σκηνής, ωστόσο, κινείται μάλλον ξύλινα. Ανάλογα καλός υπήρξε και ο αντίστοιχα τηλεοπτικός Άλεξ Οικονόμου, με μεγαλύτερη άνεση στο υποκριτικό κομμάτι και πιο ευέλικτη (αν και όχι τόσο ισχυρή) φωνή. Σε λιγότερο εντυπωσιακές νότες κινούνται ο Άρης Πλασκασοβίτης και η Μαρία Δελετζέ, στους ρόλους του Δημοσιογράφου και της Ερωμένης του Περόν, με καρτουνίστικο και σακχαρωδώς μελο ύφος αντίστοιχα.
Ειδική μνεία χρήζει ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος για την απόδοση των στίχων του μιούζικαλ. Με το κείμενο να είναι φορτωμένο με μονοσύλλαβες λέξεις ώστε να χωράνε βολικά στα τέταρτα του ρυθμού σε τραγούδια όπως το “Ουράνιο Τόξο” και τη μετάφραση στα ελληνικά να δείχνει σχεδόν αδύνατη (πόσες φορές να πεις «φως» σε ένα ρεφραίν;), καταφέρνει να κρατήσει το νόημα ανέπαφο στη μεταφορά από τα αγγλικά, ενώ χρησιμοποιεί λέξεις και γλωσσικά σχήματα με αξιοσημείωτη ευφυΐα για να αποδώσει το ύφος του Rice στη γλώσσα μας με καλαισθησία. Η Ηλένια Δουλαδίρη ανέλαβε την ενδυματολογία δημιουργώντας κοστούμια με προσεχτικές αναφορές στην περονική Αργεντινή και διαχειρίστηκε τον μύθο της Εβίτα με σεβασμό, φροντίδα και ενδιαφέρον στις λεπτομέρειες. Η μόνη αρνητική νότα των επιμέρους στοιχείων της παράστασης δόθηκε από τα σκηνικά, στα οποία έλειπε το νοτιοαμερικάνικο χρώμα. Μάλλον σχεδιάστηκαν στη λογική form follows function, που περισσότερο ταιριάζει όμως στον βορειοαμερικάνικο και ευρωπαϊκό μοντερνισμό του 20ού αιώνα απ' ό,τι στη Λατινική Αμερική της Εύα Περόν.
Στην ολότητά του, η Εβίτα του Δημήτρη Μαλισσόβα είναι μία φιλόδοξη παράσταση, η οποία αναλογεί στη φιλόδοξη προσωπικότητα της Eva Perón. Κι ενώ αυτή ήταν νεκρή στα 33 της, ο θρύλος της παραμένει ζωντανός κι αμφιλεγόμενος, να γεννά ερωτήματα μέσα στους αιώνες. Μόνο ένα ήταν σίγουρο στο μυαλό μας περπατώντας στα στενά του Πειραιά μετά την παράσταση. Πως με κάποιον τρόπο, μοιραστήκαμε όλοι μας για ένα βράδυ “Λίγο Από Το Φως Της Αργεντινής”.
{youtube}boqzlLF2_IY{/youtube}