Από τα πολύ ιδιαίτερα εγχώρια σχήματα, το κουαρτέτο του Χάρη Λαμπράκη βρέθηκε το Σάββατο το βράδυ στη μικρή σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Με κοινή ιστορία, η οποία ξεπερνάει πλέον τη δεκαετία έχοντας 2 δίσκους σε κυκλοφορία κι έναν ακόμα στα σκαριά, οι Δημήτρης Θεοχάρης (πιάνο), Νίκος Σιδηροκαστρίτης (τύμπανα), Δημήτρης Τσεκούρας (κοντραμπάσο) & Χάρης Λαμπράκης (νέυ) έδωσαν μια εξαιρετική συναυλία ενώπιον ενός γεμάτου αμφιθεάτρου, πιθανώς την καλύτερη από τις 2-3 που έχει τύχει να παρακολουθήσω στο παρελθόν.
Στη διαπίστωση αυτή, έπαιξαν διάφοροι παράγοντες τον ρόλο τους. Οι περισσότεροι, φυσικά, αφορούν το ίδιο το κουαρτέτο. Λ.χ. το γεγονός ότι, όπως συμβαίνει στο καλό κόκκινο κρασί και στα καλά μουσικά συγκροτήματα, ο χρόνος δείχνει να μετράει υπέρ του, κάνοντας την επικοινωνία μεταξύ των μουσικών πιο βαθιά και ουσιαστική –κάτι που νομίζω αντανακλάται και στο νέο υλικό. Εξίσου σημαντικός παράγοντας, όμως, ήταν και οι ιδανικές ακροαστικές συνθήκες που προσφέρει η Στέγη, με τον κρυστάλλινο ήχο της, την άνεση των καθισμάτων της και τις συνθήκες σιωπής που ευνοεί (ή επιβάλλει). Μια μουσική η οποία εναποθέτει τόσα στους απόηχους και στις σιωπές της, νομίζω πως χάνει κάτι από τη μαγεία της όταν ακούγεται σε ένα μπαρ με όλα τα μουρμουρητά και τα σούρτα-φέρτα.
Διότι η μουσική του κουαρτέτου έχει, κατά μία έννοια, μια διαλογιστική ή υπαρξιακή διάσταση. Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, καταστατικά μεσογειακή, αν με το τελευταίο εννοούμε μια άρρητη γνώση η οποία εμπεριέχεται στις μεσογειακές φιλοσοφίες ζωής, όπου ο θάνατος δεν είναι παρά η άλλη όψη της ζωής· αυτό το who is who του «χους εις χουν», όπως περίπου το έχει θέσει ο Μιχάλης Σιγανίδης. Κι από την άλλη ένα –εξίσου άρρητο– δέσιμο με τη γη και τους ανθρώπους της, το οποίο φαίνεται από το πώς τιτλοφορούνται οι συνθέσεις (συνήθως με ονόματα προσώπων, τοπίων ή πουλιών), από τη σχέση της μουσικής με την πολύ εγκόσμια παράδοση της Ηπείρου (κυρίως μέσω του νέυ του Λαμπράκη) ή από την ίδια την επιτέλεση, στην οποία το ζητούμενο δεν ήταν η επίδειξη της (σαφέστατα υπαρκτής) δεξιοτεχνίας ή η ακαδημαϊκή άσκηση πάνω σε τεχνοτροπίες, αλλά μία αμεσολάβητη επικοινωνία: μία κοινή ανάσα των τεσσάρων μουσικών μέσα στους ανοιχτούς χώρους αυτής της υπέροχα ζυγισμένης ηχητικής αρχιτεκτονικής. Εξ ου και στις περισσότερες στιγμές είχαν τα μάτια τους κλειστά, ευνοώντας ένα είδος επικοινωνίας και κατανόησης, στο οποίο η πολύ εγκεφαλική αίσθηση της όρασης καθίσταται μάλλον περιττή.
Πολύ θα ήθελα να ξέρω, για παράδειγμα, τι προκαλεί τους έντονους μορφασμούς στο πρόσωπο του Σιδηροκαστρίτη όταν παίζει εκείνο το αραχνοΰφαντο γκρουβ ή όταν απλά βαστάει τις μπαγκέτες του, ακούγοντας τις φράσεις των συμπαιχτών του (όπως επισήμανε αστειευόμενος ο διευθυντής της Στέγης, Χρήστος Καρράς, στη σύντομη συζήτηση που ακολούθησε, ο Σιδηροκαστρίτης είναι «από τους λίγους ντράμερ που ακούν»). Γενικώς, όμως, υπήρχε μια ιδιαίτερη ακροαστική προσήλωση μεταξύ των τεσσάρων. Θα έλεγε δηλαδή κανείς ότι έδειχναν να απολαμβάνουν περισσότερο να ακούν τους συντρόφους τους, παρά να θέτουν οι ίδιοι τα πλαίσια του διαλόγου. Αυτό είναι ίσως ένα σημείο που κάνει το σχήμα ξεχωριστό, πέρα από το πόσο ιδιαίτερος είναι ο ήχος στον οποίον καταλήγει.
Και για τον τελευταίο, βεβαίως, θα μπορούσαμε να πούμε αρκετά. Προφανώς η αφετηρία είναι το ασυνήθιστο ταίριασμα ενός –κατά βάση– τζαζ τρίο με το νέυ και μαζί με όλες τις τοπικές, τροπικές ή αισθητικές συνισταμένες του τελευταίου. Και η επιτυχία εδώ έγκειται όχι απλώς στο ότι η σύνδεση δεν φαίνεται ασυνήθιστη, αλλά στο ότι καταφέρνει να αποκρύψει εαυτόν ως τέτοια. Ακούς π.χ. το νέυ να ηγείται ενός bop τρεχαλητού και τίποτα δεν μοιάζει παράταιρο, τίποτα δεν υπονοεί ότι συνδέονται δύο διαφορετικοί μεταξύ τους κόσμοι. Εδώ, σε αυτήν την ένωση «εις σάρκα μία» (ή καλύτερα στον βαθμό στον οποίον το κουαρτέτο έχει κάνει τις αναφορές του ένα ενοποιημένο κράμα που μπορεί δικαιωματικά να αποκαλεί «προσωπική φωνή») υπεισέρχεται ο παράγοντας χρόνος, για τον οποίον μιλούσαμε παραπάνω: τέσσερεις μουσικοί που πρωταρχικά ακούνε ο ένας τον άλλον, δεν μπορεί παρά να γίνονται καλύτερη μπάντα με το πέρασμα του χρόνου.
Η συναυλία κράτησε κοντά 2 ώρες, με το κουαρτέτο να παίζει σε 4 ενότητες (συν ένα σύντομο encore) νέο και παλαιότερο υλικό. Και ενώ ορισμένες πυκνώσεις του ήταν όντως εξαιρετικές, νομίζω πως οι πιο δυνατές στιγμές κρύβονταν στις μεταβάσεις: τόσο στο πώς η μουσική φούσκωνε και έχτιζε την ένταση που θα οδηγούσε στα ξεσπάσματα, όσο –κυρίως– στο πώς ξεφούσκωνε, πώς από το πύκνωμα έφτανε στην αραίωση, αφήνοντάς σε να απολαμβάνεις και τον παραμικρό μετεωρισμό της μεταβολής. Εδώ, παίζει φυσικά ρόλο το πόσο λεπτομερειακές στάθηκαν οι δυναμικές των μουσικών, το πόσα σκαλοπάτια έβαζαν στην προς τα πάνω ή στην προς τα κάτω σκάλα. Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στον καθένα ξεχωριστά, αλλά, όπως προελέχθη, περισσότερη σημασία από τη δράση είχε η αλληλεπίδραση.
Κατόπιν τούτων, δεν βρίσκω λόγο να αναφερθώ σε επιμέρους σημεία ή σε συγκεκριμένα κομμάτια που ακούστηκαν. Ακούσαμε (και λιγότερο είδαμε) μια συναυλία, τόσο γεμάτη από όλες τις απόψεις, ώστε τέτοιες λεπτομέρειες μάλλον περιττεύουν.
{youtube}am3vBk9V4mU{/youtube}