Ακολουθώ τον Τζίμη Πανούση από το 1995. Με έναν τρόπο που μπορεί παλαιότερα να με χαρακτήριζε φανατικό, πλέον, όμως, μου προσδίδει (μάλλον) τον χαρακτηρισμό του γραφικού. Η συνέπειά μου πάντοτε παραξένευε τους κοντινούς μου ανθρώπους, οι οποίοι με είχαν καταχωρημένο στη συνείδησή τους ως νταλαρικό μέχρι τα μπούνια (και όχι αδίκως). Αυτό, ωστόσο, δεν είναι το θέμα μας και λίγο ενδιαφέρον παρουσιάζει ούτως ή άλλως. Άλλο έχει ενδιαφέρον: τί οδήγησε στη μετατροπή μου από φανατικό σε γραφικό, μέσα στο πέρασμα των χρόνων; Νομίζω τελικά ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Γιατί, μοιραία, με την πάροδο του χρόνου, μετακινήθηκε από τον ριζοσπαστισμό και τη διαφορετικότητα στην ενσωμάτωση και στην επανάληψη.
Ο Πανούσης επαναλαμβάνεται αφόρητα πλέον, ειδικά για κάποιον που τον έχει παρακολουθήσει αρκετά. Δεν είναι ελκυστικός για το κοινό του, τους δικούς του· στηρίζεται στους επισκέπτες της «πρώτης φοράς». Της πρώτης και τελευταίας, μάλλον. Όσοι ανακαλύπτουν τον Πανούση τώρα, στα ύστερά του, δυστυχώς δεν μπορούν να αντιληφθούν το πραγματικό μέγεθος της καλλιτεχνικής του υπόστασης και αξίας, γιατί βρίσκονται εκτός πλαισίου (και πεδίου) δράσης (και «μάχης»). Ο ανατρεπτικός και ευρηματικός καλλιτέχνης των 1970s, των 1980s και των 1990s (λιγότερο των '00s), έχει μετατραπεί σε επιτηδευμένο και προβλέψιμο performer, που αναμασά τα ίδια αστεία, δυστυχώς και τις ίδιες εμμονές. Έχει γραφτεί και επισημανθεί επανειλημμένως αυτή η επανάληψη ως μειονέκτημα στις εμφανίσεις του. Αλλά, πλέον, έχει κάνει την εμφάνισή του –κατά τη γνώμη μου– κι ένα ένα ακόμα στοιχείο: η κούραση.
Προχθές Σάββατο στο Can Can, στη φετινή του παράσταση Mouniall, ο Τζίμης Πανούσης φαινόταν κουρασμένος. Δεν ξέρω αν έπαιξε ρόλο το γεγονός της πρεμιέρας, αλλά τα σημάδια ήταν εμφανή. Δεν υπήρχαν πια βιντεάκια, το καθιερωμένο ποτ-πουρί του τέλους (αποσπάσματα του οποίου είχαν ακουστεί και κατά τη διάρκεια της παράστασης) ήταν ασύνδετο και ανέμπνευστο, τα αστεία του stand up προκαλούσαν λίγο και «ελεγχόμενο» γέλιο, οι επισκέψεις του στα τραπέζια ήταν déjà vu, ενώ ξέχασε κι ένα ολόκληρο κομμάτι από το "Φάτε Μάτια Ψάρια", μία δηλαδή από τις πιο διαχρονικές (και δισκογραφημένες) παρλάτες του ρεπερτορίου του. Σα να μην έφταναν μάλιστα όλα αυτά, η εξαιρετική (παιχτικά) μπάντα ακουγόταν στο τέρμα: «ξύριζε». Ίσως να έφταιγε η πρεμιέρα, να το ξαναγράψω.
Έφυγα απογοητευμένος από τον Πανούση. Δεν το ευχαριστήθηκα. Είναι και το κοινό, που έχει μεταλλαχθεί πια από πιτσιρικαρία σε μεσήλικες των τραπεζιών και του μπουκαλιού, πράγμα που οδηγεί την όλη κατάσταση σε τέλμα. Ένα πιο φρέσκο και νεανικό κοινό δίνει άλλη ενέργεια –και στον χώρο, αλλά και στην παράσταση. Πέρυσι λ.χ., στον εξώστη του Gagarin, τα πράγματα ήταν καλύτερα, κάνοντας ακόμα και την ορθοστασία υποφερτή.
Δεν το ευχαριστήθηκα καθόλου. Δεν είπε και το "Γυφτάκι".
{youtube}M1r8RwQ58ps{/youtube}