Η ιστορία είναι γνωστή, λίγο-πολύ. Ιούλης του 1963, ένα 19άχρονο παιδί από τη Θεσσαλονίκη, ζαλισμένο από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και από τις φωνές μέσα στο κεφάλι του (οι οποίες του υπαγόρευαν πως αυτό «έπρεπε» να κάνει), στήνεται μπροστά στο παλιό εργοστάσιο της Φιξ και περιμένει κάποιο αμάξι να σταματήσει και να τον πάει μέχρι την Αθήνα. Δεν σταματάει κανείς. Ώσπου ένα μεγάλο κόκκινο φορτηγό Volvo φρενάρει απότομα μπροστά του και ένας μισοκοιμισμένος οδηγός του κάνει νόημα να ανέβει. Στα 510 χιλιόμετρα που ακολούθησαν, συνέβησαν πολλά: κάποια στα αλήθεια και κάποια άλλα απλώς μες το μυαλό του. Τρία χρόνια αργότερα το Φορτηγό, ο πρώτος δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου, ήταν πραγματικότητα. Γεμάτος από συναισθήματα και αφηγήσεις από εκείνο το νυχτερινό ταξίδι προς την πρωτεύουσα.
Στα 50 χρόνια δρόμου μέχρι τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» συνέβησαν ακόμα περισσότερα, που σημάδεψαν την πορεία του ελληνικού τραγουδιού όσο λίγα πριν και μετά από αυτά. Κι όμως, την Παρασκευή το βράδυ, μια ολόκληρη αίθουσα έμοιαζε σα να ακούει το Φορτηγό για πρώτη φορά. Όχι, δεν είχε περάσει ούτε μία μέρα. Και ο κάπως μπερδεμένος, αλλά σίγουρος γι' αυτό που θέλει να κάνει νεαρός είναι πάντα παρών, να κοιτάζει την παράσταση απ' τις κουΐντες, κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι προς τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Νίκο Γκάτσο, τον Τάσο Φαληρέα και πολλούς ακόμα «ήρωες» της εγχώριας μουσικής. Που με τη σειρά τους ζωντανεύουν μέσα από τις πότε έντονες, πότε διασκεδαστικές, πότε ξεκαρδιστικές και πότε συγκινητικές διηγήσεις του.
Η παράσταση ξεκινάει με τους "Μάγους" να ηχούν μαγικά συγκινητικοί, ενώ χριστουγεννιάτικα φωτάκια γύρω από τη σκηνή αναβοσβήνουν ρυθμικά. Πάντως, τα γενέθλια του άλμπουμ είναι από την πρώτη στιγμή ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής της βραδιάς, με το μαύρο πιάνο με ουρά να έχει μεγαλόπρεπα γραμμένη στο εσωτερικό του τη λέξη «Φορτηγό» και τις γυναικείες παρουσίες της μπάντας –την Κατερίνα Πολέμη και την Εύη Μάζη– να έχουν σε ευκρινή σημεία πάνω στα ρούχα τους ένα μεγάλο Φ. Λίγο πιο πίσω, ο Γιώτης Κιουρτσόγλου (στενός φίλος και συνεργάτης του Σαββόπουλου εδώ και πολλά χρόνια) στέκεται με το μπάσο του σεμνά μα και επιβλητικά, κάτι ανάμεσα σε πιστό ακόλουθο και από μηχανής θεό. Οι Δημήτρης Λάππας και Θέμος Σκανδάμης έχουν επίσης πάρει τις θέσεις τους, έτοιμοι να διηγηθούν την ιστορία μιας ολόκληρης Ελλάδας, από τον Εμφύλιο και πέρα. Μία ιστορία στην οποία, δυστυχώς, ποτέ τίποτα δεν αλλάζει, ούτε εξελίσσεται· μονάχα οι μόδες, οι οποίες απλά εναλλάσσονται, πέφτοντας κι εκείνες σε αδιάκοπη λούπα. Κι αυτό είναι, σύμφωνα με τον ίδιο τον τραγουδοποιό, «το πιο θλιβερό της υπόθεσης».
«Δεν θα έπρεπε να με λέτε επίκαιρο και προφήτη. Θα έπρεπε να έχω ξεπεραστεί», λέει ο Σαββόπουλος από τη σκηνή, αφού έχει ολοκληρώσει ακόμα μία ιστορία, ανάμεσα στα "Ήλιε Ήλιε Αρχηγέ" και "Μη Μιλάς Άλλο Για Αγάπη". Φαίνεται όμως να μην συνυπολογίζει κάτι: ότι πέρα από κοινωνίες, εκλογές και καθεστώτα που αλλάζουν πρόσωπα, δίνοντας το ένα μία στεγνή σκυτάλη στο άλλο, η φύση του ανθρώπου –μέσα στην οποία από νωρίς κοίταξε– είναι πολύ δύσκολο να ξεπεραστεί ή να μεταβληθεί. Κι έτσι, η παντοτινή επιθυμία που εξέφρασε την Παρασκευή το βράδυ, ανήμερα των 72ων γενεθλίων του, μοιάζει τελείως σχετική: «Ψάχνω πάντα εκείνα τα σπάνια μέσα στον κόσμο βλέμματα που δεν σε κοιτάζουν όπως σε κοιτάζει ένας θεατής, ο οποίος περιμένει να χειροκροτήσει τον καλλιτέχνη, αλλά σαν ένας άνθρωπος που έχει ανακαλύψει μόλις έναν άλλο άνθρωπο».
Τα τραγούδια του Φορτηγού διαδέχονται το ένα το άλλο, δίχως να ακολουθούν τη σειρά με την οποία ακούγονται στον δίσκο. Ο Σαββόπουλος τα έχει ταιριάξει ανάλογα με τις ιστορίες που θέλει να πει, συνθέτοντας ένα περίτεχνο παζλ χαώδους ελληνικότητας και ρομαντικής αλήθειας. Η "Συννεφούλα", με την πολύτιμη συνεισφορά της Πολέμη στα φωνητικά, είναι το στόρυ ενός έφηβου αγοριού που πιστεύει ότι το ιδανικό κορίτσι «λογικά έχει το δικαίωμα να απατάει τα αγόρια». Η "Ζωζώ" μιλάει για μια γριά Τσιγγάνα η οποία ψαρεύει φορτηγατζήδες στην Εθνική Οδό, η "Μαϊμού" ζωντανεύει μνήμες από κάποια παλιά επίσκεψη σε τσίρκο μαζί με την οικογένεια, ενώ το "Bιετνάμ Γιε Γιε" είναι «το δικό μου τραγούδι διαμαρτυρίας».
Κάποια στιγμή, ορισμένοι από τους μουσικούς παίρνουν το μικρόφωνο για να τραγουδήσουν από μία επιλογή. Η Μάζη θυμάται την Καίτη Χωματά και το "Μια Αγάπη Για Το Καλοκαίρι", ενώ οι (επίσης τραγουδοποιοί) Σκανδάμης και Πολέμη ερμηνεύουν από ένα δικό τους κομμάτι, με τον Σαββόπουλο να πειράζει την τελευταία επειδή του έφερε «τραγούδι με τους στίχους στα αγγλικά». Την τιμητική τους έχουν βέβαια και τα λεγόμενα «λογοκριμένα», το υλικό δηλαδή που έμεινε έξω από την τελική έκδοση του Φορτηγού: "Στη Συγκέντρωση (Της ΕΦΕΕ)", "Η Θανάσιμη Μοναξιά Του Αλέξη Ασλάνη", "Το Θηρίο" και η "Παράγκα" παίχτηκαν το ένα μετά το άλλο, για να σοκάρουν κάπως με το γεγονός ότι ένας 20χρονος βρήκε τις πιο σωστές λέξεις και τον πιο εύστοχο τρόπο για να μιλήσει για όλα αυτά τα πράγματα, γνωρίζοντας μάλιστα ότι –κατά πάσα πιθανότητα– δεν θα έβρισκαν βήμα προς τα έξω.
Η συναυλία κρατάει κάτι περισσότερο από 2,5 ώρες και η μεγάλη της διάρκεια με κάνει να την κατασκευάσω στο μυαλό μου σαν μια τεράστια ιστορία, που ποτέ δεν λέει όλα όσα θα ήθελε να πει, ποτέ δεν στερεύει και ποτέ δεν ολοκληρώνεται. Νομίζω ότι κάτι τέτοιο θα ήθελε και ο Σαββόπουλος. Στο δε διάλειμμα, είχα παρατηρήσει ότι το κοινό στον Παρνασσό ήταν ετερόκλητο. Κυρίες και κύριοι μεγάλης ηλικίας, παιδάκια να τρέχουν πάνω-κάτω στην πολυτελή αίθουσα, ακριβά ντυμένες δεσποινίδες οι οποίες κρατούσαν αγκαζέ τους συνοδούς τους και «χύμα» ζευγάρια με sneakers. Κάπου όμως αισθανόσουν ότι όλους τους συνδέει ένα απροσδιόριστο, ταυτόσημο σημείο. Νομίζω ότι και αυτό είναι κάτι που θα το ήθελε ο Σαββόπουλος: «Ένα κοινό που δεν περιμένει απλώς να χειροκροτήσει τον καλλιτέχνη, αλλά που τον κοιτάζει σαν ένας άνθρωπος που έχει μόλις ανακαλύψει έναν άλλο άνθρωπο».
{youtube}1yGVT9AVeBE{/youtube}