Σαν μια μεγάλη πρόβα, μια πρόβα τζενεράλε από εκείνες που συχνά είναι ανοιχτές στο κοινό, έμοιαζε το αφιέρωμα στον Άλκη Αλκαίο στο κατάμεστο Ηρώδειο (κι ας είχε γίνει μια τέτοια την περασμένη Δευτέρα, στον ίδιο χώρο). Μια «γενική πρόβα», όπως θα τη λέγαμε στα ελληνικά, ή ένα «πέρασμα», όπως θα έλεγαν οι ηθοποιοί μιας παράστασης. Σε πολλές στιγμές της, μάλιστα, η βραδιά έμοιαζε με πρώτο πέρασμα έργου του κλασικού ρεπερτορίου, με όλους τους συντελεστές να γνωρίζουν καλά το σενάριο, τα λόγια τους και την πλοκή, αλλά να πρέπει να το προβάρουν αναγκαστικά για πολλοστή φορά, προκειμένου να εμφανιστούν έτοιμοι στην πρεμιέρα.
Ίσως είμαι αυστηρός, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Η προχθεσινή συναυλία, βλέπετε, είχε έντονες διακυμάνσεις. Κι αν για κοινό παρονομαστή δεν διέθετε τα λόγια και την ποίηση του Βαγγέλη Λιάρου (το πραγματικό όνομα του Άλκη Αλκαίου), ίσως να έγραφα ακόμα πιο σκληρά.
Εξηγούμαι: το αφιέρωμα είχε ένα «υπερατού» πριν από το ξεκίνημά του: τα λόγια των τραγουδιών. Λόγια υπερβατικά πολλές φορές, τα οποία δημιούργησαν σχολή και λειτούργησαν σαν φάρος και παρηγοριά για κάμποσες γενιές. Λόγια ενός ανθρώπου που δεν γνωρίσαμε ποτέ (ούτε πώς έμοιαζε το πρόσωπό του, καλά-καλά), αλλά αγαπήσαμε μέσα από το έργο και τη δημιουργία του. Αυτό το σημαντικό «υπερατού» κράτησε λοιπόν το κοινό στο Ηρώδειο. Γιατί, δυστυχώς, οι υπόλοιπες παράμετροι του εγχειρήματος είχαν σκαμπανεβάσματα. Σαν τις στάθμες των οργάνων σε πολλά από τα σημεία της συναυλίας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Στην έναρξη της βραδιάς ακουγόταν από τα μεγάφωνα η Μαρία Δημητριάδη να τραγουδά το "Φλεβάρη 1848", προ(σ)καλώντας τη νοσταλγία μας. Πρώτος στη σκηνή εμφανίστηκε ο Θάνος Μικρούτσικος για να πει δυο λόγια και ένα «μου» που χτύπησε κέντρο. Είπε: «ο Άλκης σας. Ο Άλκης μας. Ο Άλκης μου». Και το έβλεπες καθαρά. Περισσότερο από κάθε άλλον συνθέτη, ήταν ο Μικρούτσικος που συνεργάστηκε με τον Αλκαίο. Κι ήταν φίλοι για πάρα πολλά χρόνια. Όλη η στάση του συνθέτη το μαρτυρούσε αυτό –από τις ερμηνείες ως τα παιξίματα και από τη διεύθυνση ως το άκρατο πάθος του. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να το κρύψει ή να το συγκρατήσει, απεναντίας το βροντοφώναζε. Για τον ίδιο λόγο, η ορχήστρα του ήταν μελετημένη και συγκεκριμένη και σε πολλά σημεία της βραδιάς έσωσε την παρτίδα.
Από κοντά του και ο Μίλτος Πασχαλίδης, ειδικά με τις ερμηνείες του στα "Ταπεινό Ρέκβιεμ Για Το Μέλλον» και "Σαράκι Του Ρεμπώ" και τις δεύτερες φωνές του στο "Όσο Κρατάει Ένας Καφές", το οποίο είπε η Μιρέλα Πάχου. Κάπου εκεί, παρουσίασε μάλιστα κι ένα ακυκλοφόρητο τραγούδι του ποιητή σε μελοποίηση Μάριου Τόκα, τις "Ξερολιθιές"· και, όπως είπε από μικροφώνου, φιλοδοξεί να το κυκλοφορήσει του χρόνου εντός μιας ολοκληρωμένης δουλειάς των δύο απόντων.
Μετά τον Πασχαλίδη εμφανίστηκε στη σκηνή ο Χρήστος Θηβαίος, ο οποίος δεν εγκλιματίστηκε όμως σε κανένα σημείο της βραδιάς, γεγονός που επηρέασε και τις ερμηνείες του. Ειδικά στο "Θέατρο Σκιών", αλλά και στα "Φύλλα Αλκαλικά" (λιγότερο), έμοιαζε έξω από τα νερά του, ενώ ταυτόχρονα ήταν νευρικός και υπερβολικά κινητικός (ίσως από τρακ).
Ακολούθως, στο πατάρι του Ηρωδείου ανέβηκε ο (μάλλον κρυολογημένος) Μπάμπης Στόκας. Δεν «πάτησε» καλά στο "Πλανόδιο Τσίρκο", αλλά επιστράτευσε εμπειρία, τεχνική και συναίσθημα για να ερμηνεύσει όμορφα και ανατριχιαστικά το "Μη Με Φοβάσαι (Βραδιά Μπαλέτου)". Ακολούθησε μια μέτρια (σε ερμηνευτικό και όχι ενορχηστρωτικό επίπεδο –το δεύτερο είχε αντιθέτως μεγάλο ενδιαφέρον με την ήρεμη έναρξή του, που έδωσε μια διαφορετική διάσταση στο τραγούδι) εκτέλεση του "Πάντα Γελαστοί" από τον Θηβαίο, η οποία σώθηκε από τη μεγάλη «χορωδία» του ακροατηρίου. Ακούγοντάς το, σκέφτηκα πάντως ότι και αυτό εξελίσσεται σε τραγούδι συγκυρίας, με τον τρόπο που το ορίζει για άλλα τραγούδια ο συνθέτης του. Το πρώτο σκέλος της βραδιάς έκλεισε κατόπιν με τον γνώριμο και συγκλονιστικό Μικρούτσικο, να ερμηνεύει μόνος του στη σκηνή "Της Γοργόνας Το Φτερό".
Ξάφνου, η ορχήστρα αποχώρησε και τη θέση της πήρε μια άλλη, εκείνη του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Πιο ροκ και πιο φωνακλάδικη, ανέβασε τις εντάσεις, χωρίς όμως συγκεκριμένη στόχευση και αισθητική και, επιπλέον, με επιλογές ρεπερτορίου που «γονάτισαν» τη βραδιά. Τα 3 πρώτα τραγούδια ("Μπολερό", "Τυφλόμυγα" και "Ζεϊμπέκικο Της Φυλακής") –από τις πιο πρόσφατες κυκλοφορίες του Παπακωνσταντίνου κι έτσι λιγότερο γνωστά– «κρύωσαν» το κοινό. Έπρεπε να ακουστούν γνώριμες νότες από το "Να Γράφεις Να Τηλεφωνείς" και τη "Βικτώρια" για να επιδιορθωθεί το κλίμα. Αλλά η αισθητική παρέμεινε δυσλειτουργική: αρκετό περισσότερο γκάζι και ποζέρικο στήσιμο από τον κιθαρίστα (συνεπικουρούμενο από τον Παπακωνσταντίνου), το οποίο δεν βοήθησε. Αν σε αυτό προσθέσει κανείς και τον αλλοπρόσαλλο ήχο (άλλοτε τα πλήκτρα στον θεό, άλλοτε το μπάσο, άλλοτε η κιθάρα), μοιραία οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η εναλλαγή ορχηστρών δεν έκανε καλό στη βραδιά. Κάπως έτσι «θάφτηκε» και το "Πόρτο Ρίκο", ενώ την ώρα της εκτέλεσής του, δίπλα από τους μουσικούς, περίμεναν οι συνάδελφοι-αντικαταστάτες τους στα επόμενα τραγούδια.
Με την πρώτη ορχήστρα να παίρνει την πρότερη θέση της επί σκηνής, ακούστηκε το εμβληματικό "Πρωινό Τσιγάρο". Ερμηνευτές του οι Μπάμπης Στόκας, Μίλτος Πασχαλίδης & Χρήστος Θηβαίος, σε μια φλατ τριφωνία, χωρίς δεύτερες ή τρίτες φωνές (κι ας έκανε μερικές σκόρπιες ο Πασχαλίδης ή κάποιες οκτάβες ο Στόκας). Ακολούθησε ένας αγνώριστος ενορχηστρωτικά και ρυθμικά "Υπνόσακος" από τον Στόκα και ο καλύτερος Θηβαίος της βραδιάς στο "Blues Οn Τhe Road". Η συναυλία βάδιζε προς το τέλος της όταν έπεσαν οι πρώτες ψιχάλες, που μετατράπηκαν σε βροχή κανονική, διάρκειας 5 λεπτών, συντελώντας έτσι στη δημιουργία ενός μοναδικού highlight: δυναμική εκτέλεση του "Αγύριστο Κεφάλι" με το κοινό να παραμένει στη θέση του, συμμετέχοντας ενεργά σε μια στιγμή την οποία θα θυμόμαστε για καιρό.
Κάπου εκεί, σαν να κατάλαβε και ο ουρανός ότι είχε έρθει η ώρα της «κοινωνίας»: "Πιρόγα" και "Ρόζα" ένωσαν έτσι κοινό και καλλιτέχνες, για να κλείσει μια παράξενη βραδιά με τον (αναμενόμενο) καλύτερο δυνατό τρόπο. Οι συντελεστές χειροκροτήθηκαν αρκετά, την ίδια στιγμή που από τα μεγάφωνα ακούγονταν τα "Χρόνια Πολλά" (άραγε γιατί δεν επιλέχθηκε να παρουσιαστεί live το συγκεκριμένο ή το "Σα Να Μην Σ' Έχασα";) και το "Φεύγω Και Μη Με Περιμένεις", με τη φωνή της Χαρούλας να ηχεί σαν από μηχανής θεός και κάθαρση εντός αρχαίου ωδείου.
Σκεφτόμουν χθες βράδυ –κατά τη διάρκεια της συναυλίας, στις στιγμές εκείνες που το μυαλό αφηνόταν και προσπερνούσε τα αυστηρά μουσικολογικά κριτήρια– τον ποιητή Άλκη Αλκαίο, μόνο του, να γράφει με αυτόν τον ιδιαίτερο προσωπικό λόγο ποιήματα και στίχους ταξιδιωτικούς και ταξιδιάρικους μέσα από το σπίτι του, σχεδόν αταξίδευτος ο ίδιος. Και πλημμύριζα ευγνωμοσύνη και συγκίνηση. Κι ύστερα, θυμόμουν κι εκείνο το ποίημα της Λένας Παππά, που τον «φωτογραφίζει»: «Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα, αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τ’ αγγίξεις, μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους, αρκεί να πας, ολάνοιχτος, γυρεύοντάς τα».
Πόσα, αλήθεια, χρωστάμε στα τραγούδια μας; Στην ποίησή μας; Και στους ανθρώπους τους; Στον Άλκη Αλκαίο συγκεκριμένα. Και πόσο παραπάνω στέκουν όλα αυτά από βραδιές αφιερωμάτων, καλά παιξίματα, σωστές ερμηνείες και τιμητικές εκδηλώσεις. Ευτυχώς, είχα προνοήσει καταλλήλως: στο κινητό μου είχα αποθηκευμένο το "Φεύγω Και Μη Με Περιμένεις" με την Αλεξίου. Μαζί του βάδισα ως το αυτοκίνητο. Με εκείνο οδήγησα ως το σπίτι. Με αυτό ηρέμησα…
Υ.Γ.1: Από τα τριάντα ένα (31) τραγούδια της συνεργασίας του Σωκράτη Μάλαμα με τον Άλκη Αλκαίο, στην προχθεσινή συναυλία ακούστηκαν μόνο 2. Η φυσική απουσία του τραγουδοποιού –κατά την άποψή μου– δεν έπρεπε να περιορίσει την επιλογή σε αυτό το χαμηλό ποσοστό, όσο κι αν κανένας δεν μπορεί να ερμηνεύσει Μάλαμα σαν τον ίδιο. Αν ήταν έτσι, κανένας δεν θα έπρεπε να επιχειρεί να τραγουδήσει και όσα τραγούδια είπε σε πρώτες εκτελέσεις ο Δημήτρης Μητροπάνος. Και το γράφω αυτό γιατί έχω την αίσθηση ότι το αφιέρωμα δεν ήταν ολότελα αντιπροσωπευτικό, εξ αυτής της έλλειψης.
Υ.Γ.2: Έγραφα παλαιότερα ότι κανένας δεν μπορεί να ερμηνεύσει επάξια τραγούδια που πρωτοείπε ο Νίκος Ξυλούρης και μόνο αυτός. Όσο περνούν τα χρόνια, όμως, διαπιστώνω ότι στη λίστα μου προστίθεται ο Δημήτρης Μητροπάνος. Και δεν επικαλούμαι μόνο συναισθηματική εμπλοκή και υποκειμενικά κριτήρια, αλλά και κάποια στοιχεία τα οποία έχουν να κάνουν με την ιδιαιτερότητα, την τεχνική, την άρθρωση και το ειδικό βάρος των δύο προαναφερθέντων.
{youtube}mDVjG764mbY{/youtube}