Για 3η χρονιά, το νεανικό παρακλάδι του Πανοράματος Ελληνικής Τζαζ, μας έφερε στην όμορφη ταράτσα της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών. Ο φωταγωγημένος βράχος της Ακρόπολης από τη μία, το μισοάδειο φεγγάρι από την άλλη και στο επίκεντρο τρία σχήματα «ταλαντούχων και διαρκώς ανερχόμενων μουσικών». Και στο φόντο, πίσω από τη σκηνή, μία αδιάκοπη χορογραφία με σερβιτόρους να πηγαινοέρχονται, μπάρμεν να χτυπούν κοκτέιλ, μάγειρες με τους λευκούς, ψηλούς σκούφους τους και πελάτες που απολάμβαναν το δείπνο τους στο πολυτελές εστιατόριο της Χύτρας, σε μία συνδήλωση που δεν θα μπορούσε να μη φέρει στο μυαλό τη γνωστή εργαλειοποίηση της τζαζ από το «καλό αστικό γούστο».

Panorama16_2.JPG

Επί της ουσίας, πάντως, και αυτή η διοργάνωση της Στέγης στέφθηκε με επιτυχία, αφενός λόγω του επαγγελματισμού των ανθρώπων της, αφετέρου λόγω των ίδιων των συγκροτημάτων που μας παρουσίασαν τρεις αρκετά διαφορετικές όψεις της τζαζ και άξιζαν (το καθένα για τους δικούς του λόγους) το χειροκρότημα του κοινού. Η προσέλευση του οποίου ήταν κάπως χαλαρή την Πέμπτη, όμως Παρασκευή και Σάββατο αποδείχθηκε αρκετή για να γεμίσει τον (μικρό) συναυλιακό χώρο της ταράτσας.

Μέρα 1η / Πέμπτη 9 Ιουνίου
The Next Step Quintet

Αρχή για το φεστιβάλ με τους Next Step Quintet, ένα από τα πιο δυναμικά σχήματα της εγχώριας σκηνής, με 5ετή παρουσία και 2 δισκογραφικές δουλειές. Εδώ και κάποιον καιρό συνεχίζουν οι 4 από το αρχικό κουιντέτο, δηλαδή οι Γιάννης Παπαδόπουλος (πιάνο), Θοδωρής Κότσυφας (κιθάρα), Κωνσταντίνος Μάνος (κοντραμπάσο) & Δημήτρης Ποδαράς (τύμπανα), λειτουργώντας με την πολύτιμη αρωγή του έμπειρου δεξιοτέχνη Τάκη Πατερέλη (τενόρο σαξόφωνο).

Panorama16_3.JPG

Βλέποντας στο ζωντανό τους Next Step, διαπιστώνει κανείς (δια γυμνού οφθαλμού, που λένε) το εξαιρετικό δέσιμο μεταξύ των μουσικών, εκείνο το «αυτονοήτως μαζί» που χαρίζει μια επιπλέον ώθηση στη συνθήκη ενός λάιβ και μπορεί, τελικά, να κάνει τη διαφορά. Είναι νομίζω το στοιχείο που, συν τοις άλλοις, δικαιώνει τις εκτροπές από την ευθεία των συνθέσεων και κάνει την υποστήριξη που προσφέρουν οι τέσσερεις σχεδόν εξίσου ενδιαφέρουσα με τη σολιστική ακροβασία του ενός (με τους ρόλους φυσικά να εναλλάσσονται διαρκώς). Ένα ακόμα κλειδί για την επιτυχία του λάιβ ήταν η διαχείριση των εντάσεων, καθώς μεταξύ του ήρεμου και του δυνατού, έγινε φανερή μια ευρεία γκάμα δυνατοτήτων, την οποία οι Next Step χειρίστηκαν με υποδειγματικό τρόπο.  

Panorama16_4.JPG

Συνυπήρχαν έτσι αρμονικά τα παιχνίδια τους με τη bop φόρμα –κυρίως στα σημεία όπου έβγαινε μπροστά το σαξόφωνο του Πατερέλη– με στιγμές όπου αναδεικνυόταν η στενή τους σχέση με την αιχμή της συγχρονικής τζαζ. Κι αν στους δίσκους η συνύπαρξη μοιάζει μερικές φορές λιγάκι στατική, στο λάιβ το πράγμα αλλάζει (ή φαίνεται πώς είναι στην πραγματικότητα, αναλόγως πώς το βλέπει κανείς), αποκτώντας έναν χαρακτήρα πιο ρευστό. Ήταν χαρακτηριστική αυτή η άνεση των Next Step να περιδιαβαίνουν μεταξύ διαφορετικών αναφορών, πολλές φορές μέσα στο ίδιο κομμάτι ή ακόμα και στην ίδια φράση: η εκτέλεση του “Erotic Warfare” νομίζω ήταν ένα καλό παράδειγμα επί τούτου.

Panorama16_5.JPG

Στη μνήμη μου έμεινε επίσης η περιπετειώδης εκτέλεση του “Rosalinda’s Dance”, το συναισθηματικό “Regression” και ο τρόπος με τον οποίον συνέδεσαν το “Icon” με το “The Architect”, με ένα εξαιρετικό σόλο του Μάνου που θύμισε μαέστρους του δημιουργικού κοντραμπάσου όπως ο Barry Guy.

Μέρα 2η / Παρασκευή 10 Ιουνίου
Στέλιος Χατζηκαλέας Quintet

Την Παρασκευή, τα πράγματα ήταν λιγάκι διαφορετικά. Καταρχάς ήταν ο κόσμος περισσότερος· ήταν όμως κι η μουσική αλλιώτικη, πιο συναισθηματική, πιο μελένια και πιο υποτονική. Ίσως και κάπως λιγότερο περιπετειώδης, αρκούμενη στη συναισθηματική της νοημοσύνη και σε μία αρκετά συγκεκριμένη τυπολογία της τζαζ, που ενσαρκώνεται στη φιγούρα του Chet Baker. Ίσως η πιο προσιτή εκδοχή της τζαζ που θα συναντήσετε εκεί έξω, χωρίς κάτι τέτοιο να αποτελεί αξιολογική κρίση –ούτε θετική, ούτε αρνητική.

Panorama16_6.JPG

Επί σκηνής το κουιντέτο του Θεσσαλονικιού τρομπετίστα Στέλιου Χατζηκαλέα, το οποίο συναπαρτιζόταν από τον Κώστα Γιαξόγλου στο πιάνο, τον (άρτι αφιχθέντα από το Παρίσι) Παναγιώτη Ηλιού στην κιθάρα, τον Χρήστο Κωνσταντινίδη στα τύμπανα και (ξανά) τον Κωνσταντίνο Μάνο στο κοντραμπάσο. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, η επερχόμενη δουλειά του Χατζηκαλέα που δανείζεται τίτλο και έμπνευση από τη νουβέλα Ο Αφρός των Ημερών του Μπόρις Βιάν (παρεμπιπτόντως, είναι γνωστή η στενή σχέση του Βιάν με την τζαζ, μάλιστα υπήρξε και ο ίδιος τρομπετίστας).

Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, η συναισθηματική εκείνη νοημοσύνη των συνθέσεων του Χατζηκαλέα λειτούργησε μια χαρά. Η τρομπέτα του ιδίου σήκωσε τον μεγαλύτερο σχετικό φόρτο, με παιξίματα χωρίς γωνίες, αλλά με αρκετή εκφραστικότητα. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι άλλοι δύο του μελωδικού section, οι Γιαξόγλου & Ηλιού, ενώ μπάσο και τύμπανα κρατούσαν σταθερή τη ραχοκοκαλιά. 

Panorama16_7.JPG

Σ’ ένα δεύτερο, όμως, τα πράγματα μού φάνηκαν λιγάκι επίπεδα, οι ρόλοι σαφώς μοιρασμένοι στο μεγαλύτερο μέρος του σετ και εκτός του πεδίου της όποιας διαπραγμάτευσης. Το μοτίβο σύμφωνα με το οποίο εξελίσσονταν οι συνθέσεις ήταν αυτό της κλασικής τζαζ τυπολογίας: η δήλωση του βασικού θέματος, έπειτα η λίγο-πολύ σταθερή rhythm section να συνοδεύει τους σολίστες, οι οποίοι διαδέχονταν ο ένας τον άλλον και, τέλος, η επαναφορά στο θέμα για το φινάλε.

Panorama16_8.JPG

Πολλές φορές, δηλαδή, το κουιντέτο λειτουργούσε επί της ουσίας σαν τρίο, απλώς αλλάζοντας το σολιστικό όργανο. Οι συνθέσεις μπορεί έτσι να ήταν άψογα κεντραρισμένες, συνήθως όμως έλειπε εκείνη η σπίθα που θα τους έδινε την απαραίτητη δόνηση. Σαφώς και είναι ζήτημα επιλογών ή/και προσωπικού γούστου, θεωρώ πάντως ότι, αν αφήνονταν περισσότερα πεδία ανοιχτά στην επιτόπια διαπραγμάτευση, τα πράγματα θα ζωήρευαν και το set του κουιντέτου θα έβγαινε κερδισμένο. Συνέβη βέβαια κι αυτό σε ορισμένα σημεία όπου η –εξαιρετική, κατά τα λοιπά– rhythm section γινόταν πιο ενεργητική, προκαλώντας μία πιο διαλεκτική συνθήκη ή όταν οι ισορροπίες κάπως αναδιατάχθηκαν μόλις έπιασαν έναν ρυθμό που παρέπεμπε σε πιο reggae ηχοχρώματα (χωρίς εντούτοις να ξεχνούν τις βασικές τους στοχεύσεις). 

Όπως και να 'χει, το σχήμα του Χατζηκαλέα δεν λάθεψε σε τίποτα απ' όσα επιχείρησε και μετέφερε στο ακέραιο τον συναισθηματισμό του, με όμορφα παιξίματα πάνω σε όμορφες συνθέσεις. Δικαίως εισέπραξε λοιπόν και τα ανάλογα χειροκροτήματα, όταν ολοκλήρωσε την εμφάνισή του.

Μέρα 3η / Σάββατο 11 Ιουνίου
Στέφανος Χυτήρης Flux Project

Για το Σάββατο, το μενού είχε αυτοσχεδιασμό. Μπόλικο και ελεύθερο. Παραδόξως, ήταν και η μέρα όπου η πληρότητα στον χώρο βρέθηκε στο 100%, ακόμα μεγαλύτερη και από την προηγουμένη. Ποτέ δεν περίμενα ότι η free jazz θα κέρδιζε την cool jazz, σ' αυτό το επίπεδο…

Panorama16_9.JPG

Σειρά, λοιπόν, είχε η εμφάνιση του γκρουπ του ντράμερ Στέφανου Χυτήρη, μ’ έναν διεθνιστικό σχηματισμό: ο Αμερικανός Daniel Carter έπαιξε άλτο σαξόφωνο, ο συμπατριώτης του (αν δεν κάνω κάποιο λάθος) Luca Rosenfeld κοντραμπάσο και ο Βέλγος Bram De Looze πιάνο. Μια επιτόπια συνύπαρξη, η οποία –περισσότερο και από τη φρενίτιδα που συνήθως φέρνει κατά νου το άκουσμα των λέξεων «ελεύθερος αυτοσχεδιασμός»– επεκτάθηκε σε χαμηλότονες αλληλεπιδράσεις, χωρίς βέβαια να λείπουν και ορισμένες πυκνές εκρήξεις.

Αρχικά, αυτός που ξεχώριζε και αισθανόσουν ότι μπορεί να πάει το πράγμα πιο πέρα από τους υπολοίπους (αν μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο σε μία συνθήκη εγγενώς ομαδική), ήταν ο Carter. Το παρουσιαστικό του έφερνε στον νου σαξοφωνίστες που έχουνε φάει τα υπόγεια της free jazz με το κουτάλι (όπως λ.χ. ο Charles Gayle), όμως το άλτο του είχε μια λιγότερο τσιριχτή αισθαντικότητα και ο ίδιος φαινόταν να κατέχει ένα αρκετά ευρύ λεξιλόγιο.

Panorama16_10.JPG

Στην πορεία, αναδείχθηκε περίπου ως μυστικό όπλο ο De Looze, ένας πολύ διακριτικός πιανίστας που κεντούσε διαρκώς κάτω από την επιφάνεια, με εξαιρετικές δυναμικές και ανεξάντλητη θεματολογία. Ο Rosenfeld, από την άλλη, έδειχνε συνέχεια έτοιμος να φέρει ένα ευθύβολο groove στη συζήτηση, ο Χυτήρης όμως συνήθως δεν ψάρωνε και έκανε τα δικά του. Και πρέπει να πιστωθεί στον τελευταίο το γεγονός ότι απέφυγε να οδηγήσει τα πράγματα σε εύκολες λύσεις, προτιμώντας να τα κρατάει εκκρεμή και εν δυνάμει.

Panorama16_11.JPG

Σ’ αυτό βέβαια το εν δυνάμει υπάρχει μια παγίδα, διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος το πράγμα να μείνει σε μια μονίμως ανεκπλήρωτη δυνητικότητα. Και ομολογώ πως σε ορισμένες (λίγες, είναι η αλήθεια) φορές, αισθανόμουν ότι άκουγα τέσσερεις παράλληλους και εν πολλοίς ασύμπτωτους μονολόγους. Τότε έδινες όμως το περιθώριο της αμφιβολίας και άφηνες τον χρόνο να κάνει τη δουλειά του (ειρήσθω εν παρόδω, το σχεδόν δίωρο σετ χωρίστηκε σε 3 κομμάτια, με το τελευταίο να κρατάει περισσότερο από ώρα). Και σύντομα αίρονταν εκείνο που πριν έμοιαζε ασύμπτωτο, με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους: συγκράτησα για παράδειγμα μία στιγμή κατά την οποία οι ψιλές νότες σαξοφώνου έμπλεκαν αξεδιάλυτα σχεδόν με τα συρσίματα του δοξαριού στο κοντραμπάσο.

Να μην τα πολυλογώ, η εμφάνιση των Flux Project κέρδισε τα στοιχήματα που έθεσε (σίγουρα κάτι μη αυτονόητο, ιδίως όταν η μουσική είναι τόσο εύπλαστη), παρουσιάζοντάς μας τέσσερεις ευρηματικούς μουσικούς με πολύ καλή αίσθηση του τι σημαίνει επιτόπια συνύπαρξη. Και ολοκλήρωσε, έτσι, με επιτυχία ένα πάντοτε ενδιαφέρον φεστιβάλ, ανανεώνοντας (ελπίζω) το ραντεβού για το 2017.

{youtube}MyLswFVOiyo{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured