Μετά από ενάμιση χρόνο παραστάσεων, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης παρουσιάζει ξανά τη Μικρή Βαλίτσα στην Αθήνα (παίζοντας για πρώτη φορά στο ιστορικό Κύτταρο) και αποδεικνύει ξανά πως αποτελεί μία από τις πιο αποτελεσματικές –και τρομερά αναγκαίες, θα πω εγώ– γέφυρες μεταξύ του δημώδους τραγουδιού και της λόγιας μουσικής.
Χωρίς ποτέ να απαρνιέται τις καταβολές και απαρχές του, καταφέρνει κι αφήνει τη συνθετική και ενορχηστρωτική του εξέλιξη να ενημερώνει και να εμπλουτίζει τις παλιές συνθέσεις, χωρίς εκείνες να ασφυκτιούν ή να καπελώνονται. Θα ήταν φαντάζομαι πολύ εύκολο για τον Ιωαννίδη να συνεχίσει να αναπαράγει τον ρόλο του «αγαπημένου παιδιού» του έντεχνου ή και να επωμιστεί τον ρόλο του γκανιάν που θα μας οδηγήσει στο επόμενο πρόσωπο και μέλλον του εν λόγω είδους. Παρολαυτά, ο ίδιος, ισορροπώντας σίγουρα μεταξύ πειραματισμού και παρελθόντος, φαίνεται να ενδιαφέρεται να εκφράσει τη «στιγμή» του, το δημιουργικό του παρόν. Κι αυτό ακριβώς έκανε στην πρεμιέρα του στο Κύτταρο.
Με την επιλογή ενός σχήματος εγχόρδων, ο Κύπριος τραγουδοποιός ρίσκαρε να απογυμνώσει και τις συνθέσεις, αλλά, κυρίως, την ίδια τη ζωντανή εκτέλεσή τους. Χωρίς τα «θορυβώδη», οι ήχοι των εγχόρδων φτάνουν στο κοινό εν αδαμιαία περιβολή, αφτιασίδωτοι και καθαροί. Κάθε λάθος, κάθε φάλτσο, ό,τι άρρυθμο, ακούγεται διπλά κακόηχο. Κι αυτό το στοίχημα ο Αλκίνοος και η μπάντα του, το κερδίζουν επανειλημμένα.
Mε τους άταστους Δημήτρη Τσεκούρα (κοντραμπάσο), Δημήτρη Χατζηζήση (βιολί) & Γιώργο Καλούδη (τσέλο) να μην είναι ποτέ φάλτσοι –αντιθέτως, χρησιμοποιούν τα τοξωτά τους όργανα ευρηματικά, συχνά με τη χρήση pizzicato– υπενθυμίζεται ότι ο Ιωαννίδης στηρίζεται στην προσεκτική επιλογή των μουσικών που τον πλαισιώνουν, κάτι που νομίζω ευοδώνει. Στις δε πιο λαϊκότροπες νότες της παράστασης, ο Μανώλης Πάππος έλαμψε στο λαούτο και το μπουζούκι. Ανά περιπτώσεις, μάλιστα, η έλλειψη κρουστών οδήγησε τον Καλούδη και τον Τσεκούρα στην κρούση του σκάφους των οργάνων, με τον οργανικό κρότο του ξύλου να δένει επιτυχημένα με τις συνθέσεις. Παράλληλα, καθ’όλη τη διάρκεια της συναυλίας, δόθηκε χώρος στους μουσικούς να ξεδιπλωσουν τη δεξιοτεχνία τους.
Ο πειραματισμός γίνεται εμφανής στις ενορχηστρώσεις, στις ρυθμικές δομές και στις ίδιες τις συνθέσεις. Παρόλαυτα, έλειπε ίσως από το προσωπικότερο όργανο όλων, τη φωνή του τραγουδιστή. Το ότι ο Αλκίνοος διαθέτει μία αισθαντική φωνή με όμορφη χροιά και εύρος, ακόμα θάλλουσα και ακμαία, είναι ασφαλώς προφανές και χιλιοειπωμένο. Το ότι αυτή η φωνή λειτουργεί κατάλληλα, περνάει από τους σωστούς δρόμους και τα σωστά ηχεία και χρησιμοποιείται με ευαισθησία μα και μέτρο, είναι επίσης φανερό. Αλλά, σαν ακροατής, κατατρύχομαι –εγωιστικά ίσως– από την επιθυμία να την ακούσω να παίρνει μεγαλύτερα ρίσκα: να φλερτάρει με το φάλτσο και την παραφωνία, να γίνει λίγο avant garde. Σημαντικό βέβαια είναι να επισημανθεί και η πραγματικότητα, ότι δηλαδή ο Αλκίνοος είναι ένας από τους ελάχιστους εδραιωμένους τραγουδιστές που τολμούν να χρησιμοποιήσουν φαλσέτο στην ελληνική σκηνή· κάτι που εμπλουτίζει την εμπειρία που κοινωνείται στις εμφανίσεις του.
Η συναυλία ξεκίνησε με το "Πάντα Θα Ξημερώνει", την αρχή του τελευταίου δίσκου, δίνοντας έτσι το στίγμα της Μικρής Βαλίτσας στη βραδιά. Θεματικά, ο Ιωαννίδης βρίσκεται στην πιο εντοπισμένη στο τώρα μορφή του, με τα τραγούδια του να αγγίζουν τις σύγχρονες κοινωνικες και πολιτικές συνθήκες, πότε μέσω της ομφαλοσκοπίας και πότε με θαρραλέα εξωστρέφεια. Οι στίχοι του είναι βαθιά και ουσιαστικά κριτικοί, ενώ δεν διστάζει να στρέψει τον φακό «προς τα μέσα», κάτι αναζωογονητικό, μιας και πολλοί συνάδελφοί του καθεύδουν υπό μανδραγόραν, αγγίζοντας επιδερμικά την κατάσταση και ξύνοντας μόνο την επιφάνεια. Επιπλέον, με την "Πολιτικη Τοποθέτηση", τον "Χορτάτο" και τον "Τιμονιέρη", ο Αλκίνοος δεν φοβάται να γίνει σκωπτικός και καταγγελτικός, χωρίς όμως ποτέ να φανεί ακαλαίσθητος.
Παράλληλα, συνοδεύει και υπογραμμίζει τους αγκαθωτούς στίχους με μουσικές υφές πότε αιχμηρές και πότε ειρωνικά βελούδινες. Έχοντας μέσα στην (όχι και τόσο μικρή τελικά) βαλίτσα του το πιο πετυχημένο και ουσιαστικό πολιτικό άσμα των τελευταίων χρόνων –την "Πατρίδα", από τον δίσκο Νεροποντή του 2009– ο Ιωαννίδης έρχεται να βγάλει ανερμάτιστους όσους τον θέλουν ως λυγμικό έντεχνο τροβαδούρο. Κι έτσι καταφέρνει να συγκινεί πολύ πιο διαπεραστικά και βαθιά.
Συνυπολογίζοντας το διάλειμμα στο μέσον της, η συναυλία κράτησε περί τις 3,5 ώρες, με ένα χορταστικό encore, πλούσιο σε διασκευές, που αν δεν είχαν ξαναπαιχτεί σε παλιότερες περιοδείες θα ξάφνιαζαν με την ατυπικότητά τους: "Στην Κ." (Παύλος Σιδηρόπουλος), "Νεοέλληνας" (Τζίμης Πανούσης), αλλά και "Remember Tomorrow" (Iron Maiden), ακούστηκαν και εκτιμήθηκαν εξίσου από το κοινό. Ένα κοινό αρκούντως συγκεντρωμένο και ανοιχτό στα ερεθίσματα της επιδραστικής μουσικής του καλλιτέχνη και της μπάντας του. Κατά τη διάρκεια του live, επίσης, ήταν πολλές οι στιγμές που ο Ιωαννίδης είχε χιουμοριστικό ραπόρτο με τους συγκεντρωμένους στο Κύτταρο, με ειλικρινή κι όχι δύσκαμπτο τρόπο.
Δυστυχώς, όμως, μόνο ως αρνητικό μπορώ να εκλάβω το γεγονός ότι, σε αυτό το κοινό, το πρόσφατο υλικό του τραγουδοποιού δεν ήταν οικείο. Λίγοι δηλαδή ήταν όσοι τον συνόδεψαν στα καινούρια τραγούδια. Ακόμα κι έτσι, πάντως, οι νέες προσπάθειες του Αλκίνοου φάνηκε να εκτιμούνται. Αποδεικτικό αυτού, η σημαίνουσα (και κατανυκτική) στιγμή της εκτέλεσης της "Μικρής Βαλίτσας" μπροστά από το μικρόφωνο και a cappella, αφιερωμένης στις χιλιάδες προσφύγων που περνούν τα σύνορα της χώρας μας.
{youtube}5gmpE3jbCWc{/youtube}