Με περίσσια διάθεση έσπευσα να απολαύσω για ακόμα μία φορά την πλούσια οπτικοακουστική παράσταση του Γιώργου Χριστιανάκη «Μια εποχή στην Κόλαση», βασισμένη στο ομώνυμο έργο ενός απ' τους κορυφαίους Γάλλους ποιητές, του Αρθούρου Ρεμπώ. Πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που εγκατέλειψε την ποίηση σε πολύ νεαρή ηλικία (20 χρονών), μα και τούτο τον μάταιο κόσμο μόλις στα 37 του χρόνια. Το πόνημα του Χριστιανάκη παρουσιάστηκε τελευταία φορά κάποιους μήνες νωρίτερα στον ίδιο χώρο, λίγο πριν την επέτειο των γενεθλίων του ποιητή, στα τέλη Οκτωβρίου. Μόνη βασική διαφορά με τη συναυλία της Δευτέρας, η παρουσία του Μπάμπη Παπαδόπουλου στις ηλεκτρικές κιθάρες –τη θέση του οποίου επάνδρωσε επάξια ο Κώστας Παντέλης, συμπληρώνοντας μία ούτως ή άλλως πολύ δυνατή ορχήστρα.
Αξίζει ν' αναφέρουμε τους συντελεστές: Γιώργος Χριστιανάκης (πιάνο, πλήκτρα, κρουστά, αφήγηση), Κώστας Παντέλης (κιθάρες), Φώτης Σιώτας (βιολί, βιόλα), Μιχάλης Βρέττας (βιολί), Τάσος Μισυρλής (τσέλο), Βασίλης Μπαχαρίδης (τύμπανα, κρουστά), Χρήστος Χαρμπίλας (ηλεκτρονικά, κρουστά), Τίτος Καργιωτάκης (κονσόλα ήχου, μπάσο, λούπες), Γιάννης Πειραλής (visuals), Βαγγέλης Χαχόλος (τεχνικός ήχου stage). Επίσης, στα έμμετρα ποιήματα του κειμένου του Ρεμπώ ακουγόταν η προηχογραφημένη φωνή του Γιάννη Αγγελάκα, ενώ η εξαιρετική μετάφραση του κειμένου ανήκει στον Χριστόφορο Λιοντάκη.
Λίγο μετά τις 9 και 45, λοιπόν, κοινό και μουσικοί έλαβαν τις θέσεις τους στο φιλόξενο Τριανόν. Η διάρκειας περίπου μιάμισης ώρας –άνευ διαλείμματος– παράσταση ήταν από το πρώτο λεπτό μεστή νοημάτων, εικόνων, ηχοχρωμάτων, κυματομορφών και συναισθημάτων. Η ορχήστρα, σε πλήρη φόρμα και συντονισμένη με το κείμενο, επέτρεψε στο έργο να αποδοθεί φυσικά και ανεπιτήδευτα, αιχμαλωτίζοντας την προσοχή των θεατών, καθώς η «κολασμένη» διήγηση του Ρεμπώ ξεδιπλωνόταν ενώπιόν μας ασυγκράτητη.
Το οπτικό υλικό που προβαλλόταν στην κινηματογραφική οθόνη, αν και αφαιρετικό, έδεσε αρμονικά με τη μουσική, τις ηλεκτρονικές λούπες και τα ηχητικά τοπία που διαδέχονταν το ένα το άλλο, ανάλογα πάντα με το εκάστοτε μέρος του έργου. Λειτουργώντας κατά τη γνώμη μου σε τρία επιμέρους επίπεδα (μουσικό, οπτικό, αφηγηματικό), τα οποία ενοποιούνταν ανύποπτα στην κυρίαρχη νοηματική και συναισθηματική φόρτιση που έφερε το κείμενο, η παράσταση κύλησε με απόλυτη συνοχή. Καθώς το ένα επίπεδο συνόδευε, κολάκευε ή αποδομούσε το άλλο, εναλλάξ και χιαστί, έφεραν καθένα το δικό του βάρος και τη δική του νοηματική και συναισθηματική αξία, συνεισφέροντας αβίαστα στο τελικό αποτέλεσμα του ακρο-θεάματος.
Όσον αφορά στη μουσική κατεύθυνση του εγχειρήματος, ο Χριστιανάκης αποδείχθηκε για ακόμα μία φορά πιστός στις ηλεκτρονικές και μεταβιομηχανικές παλέτες, με τις οποίες υπηρετεί την αναγκαία θεατρική αφηγηματικότητα, αλλά και τους ιδιότυπους, εκρηκτικούς παροξυσμούς των συνθέσεών του. Δεν είναι τυχαίο πως πρόκειται για έναν περίφημο και ακούραστο δημιουργό soundtracks για θεατρικές παραστάσεις. Αυτό που έκανε λοιπόν επί σκηνής, ήταν να συνδυάσει επιτυχημένα τα αγαπημένα του μέσα.
Στ' αυτιά μου και με κλειστά τα μάτια (κυριολεκτικά), οι αβυσσαλέοι υπόηχοι, οι σπαρακτικοί συριγμοί, τα «κατεστραμένα» beats των Nine Inch Nails και άλλων industrial ογκόλιθων, η noir διάθεση των Massive Attack –που υπερθεμάτιζε το μυστήριο, την προσμονή και την αβεβαιότητα– μα και η μεγαλοπρέπεια και η επική διάσταση των Archive, ηχούσαν ατμοσφαιρικά, καταστροφικά και φίνα. Επιπλέον, το ντελίριο, η παραίσθηση, η εσχατολογία του λόγου του Ρεμπώ ταίριαξαν ταμάμ με την επιληπτική, post-techno αισθητική της κατάθεσης του Χριστιανάκη. Και την ίδια στιγμή, οι εικόνες ενός καμένου, εγκαταλειμμένου κόσμου, παρήλαυναν στο κινηματογραφικό πανί.
Η παράσταση «Μια εποχή στην Κόλαση (Αρθούρος Ρεμπώ)» αποτελεί ένα οπτικοακουστικό θέαμα ολκής. Μεστό, αρχέγονο, μία πραγματική πρόκληση σε όλες τις αισθήσεις, του οποίου ο απόηχος δύναται να αφήσει στον δέκτη κάτι παραπάνω από τον αριστοτελικό «έλεο και φόβο». Τι κι αν ορισμένες φορές οι εντάσεις των ηχητικών καταιγίδων και η ανυπόφορη strobo επίθεση του visual μέρους της παράστασης, επεδείκνυαν μια θαρρείς σαδιστική τάση προς το κοινό; Αυτό που είχαμε μπροστά μας ήταν ένα σύγχρονο πολυθέαμα με συνοχή και συνέπεια, που συνδέει τον Ρεμπώ και τη σύντομη μα δαιμονική νεότητά του με τον Δάντη, αναφορικά με την εγγύτητα των εικόνων της Κόλασής του με τούτο εδώ το έργο.
Αλλά οι αισθητικές και νοηματικές «γέφυρες» δεν σταματούν εδώ: το post-industrial στοιχείο και η αφαιρετική μουσικότητα του Χριστιανάκη φέρνουν όλα τα νοήματα, τις εικόνες, τις περιγραφές και τους εφιάλτες του Ρεμπώ στο σήμερα, και τους καλωδιώνουν στην πρίζα της σύγχρονης καθημερινότητας. Η δε μετάφραση του Λιοντάκη –μνημειώδης, περίτεχνη και ακριβής όπως είναι– ρίχνει φως στις πτυχές του τώρα που μοιραζόμαστε πλέον όλοι μας, κοινές με τα οράματα και τις παραισθήσεις του Γάλλου ποιητή. Και μ' έναν Αγγελάκα να απαγγέλει τα έμμετρα μέρη του κειμένου του Ρεμπώ από κάποια άλλη χρονική στιγμή, έναν διαφορετικό τόπο (με τη βοήθεια πάντοτε της τεχνολογίας), πώς να μην νιώσουμε τούτο το project ως soundtrack συνοδευτικό της παγκόσμιας γεωπολιτικής και ιστορικοκοινωνικής κατάστασης που βιώνουμε εν έτει 2016;
Οι καλλιτέχνες του καιρού τους, όπως ο Χριστιανάκης, αντλούν τα υλικά και τα εκφραστικά τους μέσα από την ίδια τη ζωή. Κι όσο πιο ταπεινά, αυθεντικά και αβίαστα την αφουγκράζονται, τόσο πιο φυσικά την αποτυπώνουν και την αποδίδουν. Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι θα επιστρέψουμε για μία ακόμη «Εποχή στην Κόλαση» και πως θα δοθεί και πάλι η ευκαιρία στο κοινό που δεν έχει ακόμα απολαύσει αυτήν την παράσταση, να τη ζήσει από κοντά.
{youtube}jGPEbW6N6wo{/youtube}