Άλλη μια Τρίτη Παράλληλη στο θέατρο Πόρτα, αυτή τη φορά με ένα νέο (αν δεν κάνω λάθος) πρότζεκτ του δραστήριου Τηλέμαχου Μούσα, τους Kobane Quintet. Επί σκηνής, η Νάσια Γκόφα στο τραγούδι, ο Χρυσόστομος Μπουκάλης στο κοντραμπάσο, ο Αλέξανδρος Κασαρτζής στο τσέλο, ο Νίκος Γιούσεφ στο μουσικό πριόνι και ο ίδιος ο Μούσας με την ηλεκτρική του κιθάρα, το θέρεμιν, το μουσικό πριόνι και τα …μάγουλά του!
Κατά δήλωσή του, το γκρουπ τοποθετείται εκεί όπου «η τζαζ συναντά το μπαρόκ». Ενδιαφέρουσα συνάντηση ομολογουμένως, τουλάχιστον ως προς τις δυνατότητες που φαίνεται να εμπεριέχει. Στην πράξη, βέβαια, κάτι τέτοιο δεν έχει πολλή σημασία (αν έχει καθόλου), καθώς δεν είναι οι τυπολογίες που συναντιούνται, αλλά οι κώδικες με τους οποίους ενσωματώνονται.
Ως προς αυτό, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μία λιγάκι στερεοτυπική αντιμετώπιση του ζητήματος από το κουιντέτο. Αναφέρομαι κυρίως στην επιλογή της πρώτης ύλης, καθώς, πέρα από κάποια κομμάτια του Μούσα, τα τραγούδια που επιλέχθηκαν ήταν από εύκολα αναγνωρίσιμα έως τετριμμένα: λ.χ. το “Caravan” της Ella Fitzgerald, το “Summertime” της Billie Holiday, το “Take Five” του Dave Brubeck (το οποίο, παρεμπιπτόντως, ακούσαμε σε μια κάπως περίεργη εκτέλεση, με τα μάγουλα του Μούσα να χρησιμεύουν ως κρουστά, το στόμα του ως ηχείο και το μπάσο του Μπουκάλη να τα συνοδεύει), το πολυτραγουδισμένο “Autumn Leaves”, η “Λίμνη Των Κύκνων” του Τσαϊκόφσκι ή το “Lamento Della Ninfa” του Μοντεβέρντι.
Υπάρχει ένα σεβαστό στοίχημα στο να χειρίζεται κανείς τόσο γνωστά κομμάτια. Κι η αλήθεια είναι ότι οι Kobane Quintet δεν έμεναν τόσο στην αυστηρή τους τυπολογία, τα κάνανε επαρκώς «δικά τους» –εξαρχής, βέβαια, το να εμπλέκεται ένα μουσικό πριόνι ή ένα τσέλο σε κάποιο τζαζ standards, δεν είναι και ό,τι πιο συνηθισμένο. Βρίσκανε λοιπόν τις ισορροπίες τους μέσα σ’ αυτό το συνήθως γνώριμο περιβάλλον, πλάθοντάς το στα μέτρα τους και δίνοντάς του τις δικές τους ανάσες. Υπάρχει, ωστόσο, ένα δεδομένο ταβάνι σε όλο αυτό: πόσο πρωτότυπος ή πόσο «εσύ» μπορείς να γίνεις όταν εκτελείς μία από τις πιο αναγνωρίσιμες μελωδίες στη Δυτική μουσική, το βασικό δηλαδή θέμα της “Λίμνης Των Κύκνων”;
Σε ορισμένα σημεία της, πάντως, η συναυλία ήταν εξαιρετική –ίσως εκεί όπου οι αναφορές γίνονταν λιγότερο ευδιάκριτες και η εστίαση μεταφερόταν περισσότερο στο εσωτερικό του σχήματος. Κυρίως το τρίο των Μούσα, Μπουκάλη & Κασαρτζή (όταν ο πρώτος ασκούταν στην κιθάρα) είχε μεταξύ του ένα πολύ γόνιμο αλισβερίσι, με διακριτικές δυναμικές, αλλά και με μία ιδιαίτερη συναισθηματική ζωντάνια. Από κοντά, βέβαια, και ο δεξιοτέχνης Γιούσεφ, όπως και η Γκόφα: σαφώς επαρκής, αν και ίσως όχι τόσο ευρηματική.
Για να είμαι ειλικρινής, οι κάποιες καλές εντυπώσεις μετριάστηκαν από ορισμένες «επιτελεστικές επιλογές» του Μούσα. Για παράδειγμα, δεν αντιλήφθηκα ακριβώς γιατί επέλεξε να πιάσει το ηλεκτρικό πριόνι (ευτυχώς μόνο σε ένα κομμάτι), απ’ τη στιγμή που φαινόταν δια γυμνού οφθαλμού ότι δεν το χειρίζεται με την επιδεξιότητα με την οποία χειρίζεται την κιθάρα. Ιδίως όταν δίπλα του είχε έναν παίκτη σαν τον Γιούσεφ και η παρουσία του δεύτερου πριονιού μάλλον μπέρδευε τα πράγματα, παρά προσέθετε κάτι σ’ αυτά (όταν και όσο, τέλος πάντων, ακούστηκαν μαζί). «Τι σε κόφτει εσένα;» θα μου πείτε, «έτσι αισθάνθηκε ο καλλιτέχνης». Σωστό κι αυτό…
Έπαιξαν πάντως και encore, παρόλο που δεν είχαν προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο –κάτι που σίγουρα καταμετριέται στα θετικά. Πιάστηκαν λοιπόν από ένα θέμα του Κασαρτζή και το ρεφραίν απ’ το “Fragile” του Sting και έστησαν ένα αυτοσχέδιο παιχνιδάκι μεταξύ τους. Έτσι μας αποχαιρέτησαν και έλαβαν ως απάντηση το (δίκαιο, σ’ έναν βαθμό) χειροκρότημα από το ακροατήριο της μισογεμάτης πλατείας του θεάτρου Πόρτα.
{youtube}BlpCT6ILatE{/youtube}