Η προχθεσινή Παρασκευή δεν ήταν εύκολη μέρα. Είχε προαπαιτούμενα, που τα ψήφισαν όσοι συνήθως καταψήφιζαν τέτοια πράγματα και δεν τα ψήφισαν όσοι συνήθως ψήφιζαν ανάλογα πολυνομοσχέδια· κατά συνέπεια, είχε και κέντρο Αθήνας κλειστόν λόγω συγκεντρώσεων και με έφαγε έτσι το άγχος ότι θα έβρισκα τους Tidal Dreams να παίζουν ήδη, φτάνοντας στο Κύτταρο. Το οποίο γέμισε, αλλά χαλαρά –ίσως μια διαφορετική Παρασκευή να είχε περισσότερο κόσμο. Ένα όμως είναι το σίγουρο: φύγαμε όλοι χαρούμενοι στο τέλος. Ακόμα και όσοι κρατήσαμε τους προβληματισμούς μας.
Ευτυχώς τους Tidal Dreams τους πέτυχα πάνω που ανέβαιναν στη σκηνή. Και μην το πάρετε αυστηρώς επαγγελματικά αυτό το «ευτυχώς». Γιατί θα ήταν πραγματικά κρίμα να μην είχα δει μια τόσο καλολαδωμένη μεταλλική μηχανή να κάνει δικό της το Κύτταρο και να λαμβάνει ενθουσιώδες χειροκρότημα, ακόμα και από ανθρώπους που δεν τους είχαν ξανακούσει. Μπορεί να εντόπιζες μια παλαιομεταλλική γραφικότητα στην εμφάνιση του μπασίστα ή στο παντελόνι του μπροστάρη –και στο όλο του μανογουορικό παράστημα– όμως αμφότεροι στάθηκαν εξαιρετικά στα πόστα τους, υπηρετώντας μια μπάντα βουτηγμένη στους Dio και στο αγνό heavy metal των 1980s, η οποία είχε να παρουσιάσει γοργόφτερες ηλεκτρικές κιθάρες και αξιόλογο δικό της υλικό. Μέρος του, μάλιστα, ήταν ολοκαίνουριο.
Αν πρέπει να παραπονεθείς για κάτι, είναι τα περίπου 50 λεπτά διάρκειας του σετ. Μπορούσαν να τα υποστηρίξουν, καμία αντίρρηση· αλλά 50 λεπτά παραμένουν πολλά για support εμφάνιση. Κι έπειτα, εκείνη η γκάιντα... Ποιος δεν γούσταρε, όταν την είδε στα χέρια του τραγουδιστή τους, Νεκτάριου Σανταμούρη; Όμως πρέπει να σκεφτούν έναν πιο οργανικό τρόπο ένταξής της, αν δεν τη θέλουν απλά ως φαντεζί γαρνιτούρα. Τη χρειάζονταν βέβαια και για τη διασκευή στο "Rebellion (The Clans Are Marching)" των Grave Digger, τη μόνη τους στιγμή που δεν μου άρεσε: όσο μελετημένη ήταν η εκδοχή τους στο "Children Of The Damned" των Iron Maiden, τόσο αγύμναστη τους βγήκε αυτή, έστω κι αν το κομμάτι είναι αγαπημένο.
Οι πρωταγωνιστές τώρα της βραδιάς, κάπου δεν τα υπολόγισαν καλά με τους χρόνους και βγήκαν περίπου στις 23.30, 25 λεπτά μετά την κάθοδο των Tidal Dreams –άρα με καθυστέρηση. Από τη στιγμή που σκόπευαν να παίξουν γύρω στις 2 ώρες, ήταν αργά· και είχε σαν αποτέλεσμα να αδειάσει αισθητά το Κύτταρο από τη 1 κι έπειτα (άλλωστε η Παρασκευή ήταν εργάσιμη), κάτι που ήταν κρίμα και για ένα live το οποίο βιντεοσκοπήθηκε, αλλά και για μια μπάντα που έδωσε τον καλύτερό της εαυτό. Ενώπιον μάλιστα απροσδόκητων παρευρισκομένων. Ενώ δηλαδή περίμενα μάζωξη 35άρηδων/40άρηδων, είδα μεν και τη γενιά αυτή, είδα όμως και κάμποσα φρέσκα αγόρια και κορίτσια, πολύ μικρά για να έχουν ζήσει τον μύθο από πρώτο χέρι. Τα παλικάρια λ.χ. δίπλα μου με τα μπλουζάκια Iron Maiden με τα οποία ξελαρυγγιαστήκαμε να τραγουδάμε «Δίχως γεύση το ψωμί, κι η ελπίδα μακρινή», θα έβαζα στοίχημα πως ήταν αγέννητα όταν βγήκε εκείνος ο ιστορικός, πρώτος δίσκος.
Οι Εξόριστοι του 2015 είναι ένα καλοκουρδισμένο ρολόι με Α και Ω τον Δημήτρη Κατή και γρανάζια τους υπόλοιπους –τον ξεσηκωτικό Βαγγέλη Ευαγγέλου (rhythm guitar), τον επιβλητικό Rich Melville (μπάσο), τον ενθουσιώδη Ορφέα Σιέρρα (ντραμς) και τον καταπληκτικό Στέλιο Μαργαριτόπουλο (πλήκτρα). Ο δε Κατής έπαιξε με ουσία, φανερώνοντας αξιοζήλευτο εκτελεστικό επίπεδο. Απέφυγε μάλιστα την οποιαδήποτε φανφάρα: στο μεγαλύτερο κομμάτι του live καθόταν στη δεξιά γωνιά της σκηνής και είχε μάτια μόνο για την κιθάρα του, δίνοντας τη σκηνή στους συνοδοιπόρους και αρκούμενος στον ρόλο του «αφανή ηγέτη». Μόνο προς το τέλος έκανε μια μίνι επίδειξη δεξιοτεχνίας και πάλι όμως με άποψη, βάζοντας π.χ. στο παιχνίδι το κοινό ή μέσω ενός διασκεδαστικού call-and-response, που έστησε με τον Μαργαριτόπουλο.
Και στην εμπροσθοφυλακή, ο Φίλιππος Μοδινός. Ο γιος του Τζον Μοδινού και της Τζένης Δριβάλα, ένας τενόρος γαλουχημένος στον κόσμο της όπερας και μάλλον ο μόνος Έλληνας τραγουδιστής που μπορεί να υποστηρίξει το σακάκι σε μια εγχώρια metal συναυλία. Έχει ζυμώσει τη δική του σχέση πια με το κοινό των Εξόριστων –το έδειξε άλλωστε το πάρε/δώσε του με τις μπροστινές σειρές– και στάθηκε με ένα σπάνιο μείγμα σεμνότητας και δυναμισμού. Προλογίζοντας το μόνο νέο τραγούδι που ακούσαμε την Παρασκευή, την "Ιστορία Ενός Ήρωα" (από έναν επερχόμενο δίσκο), μας μίλησε για την εμπειρία που βίωσε πριν μια πενταετία, όταν είδε σειρές κόσμου στο πρώτο του live με τους Εξόριστους να τραγουδούν κάθε στίχο, συμπληρώνοντας πως ήταν οι fans που ζήτησαν να έχει συνέχεια η μπάντα και αυτή λοιπόν είναι η συνέχεια, άσχετα με το αν μας θυμίζει τον πρώτο εκείνο δίσκο ή όχι.
Και περισσότερο απ' όλα, ήταν ίσως στην "Ιστορία Ενός Ήρωα" όπου ο Μοδινός έπαιξε πραγματικά «εντός έδρας»: διαθέτει μια εξαιρετική φωνή, που –καλώς εχόντων των πραγμάτων και με τα κατάλληλα τραγούδια– θα λάμψει σε μια νέα Εξόριστη εποχή. Αλλά στην αναμέτρησή του με το παρελθόν (όπως συμβαίνει με κάθε ερμηνευτή που καλείται στο μικρόφωνο μπάντας με δεδομένη ιστορία) σημείωσε νίκες, σημείωσε όμως και ήττες. Στο "Κάνω Μια Ευχή", λ.χ., μια φωνή σαν τη δική του βρίσκει πεδίον δόξης λαμπρό· η "Άννα" (με όλο το respect προς τον Στέλιο Καρπαθάκη) ήταν λες και είχε γραφτεί για τα δικά του μέτρα και σταθμά· το "Αίμα Και Στάχτες" το είπε εξαιρετικά· στις δε "Βάρβαρες Φωνές", αμφιβάλλω αν τα έχει καταφέρει άλλος frontman των Εξόριστων να σταθεί τόσο τονικά σταθερός σε ζωντανή περίσταση.
Αλλά σε καθοριστικά έπη του ρεπερτορίου τους, ήταν η δική τους ορμή και οι μνήμες απ' όταν τα αποστήθιζες στίχο-στίχο που έκαναν την τρίχα να σηκώνεται, όχι η επίδοση του Μοδινού. Ο οποίος στη μεταλλική εξίσωση «έπος μαζί και οδυρμός», έχει σίγουρα συλλάβει την πρώτη διάσταση, μα του διαφεύγει κάπου η δεύτερη. Τα "Σύνορα Παντού" λ.χ. ενέχουν μια οργή, μια διαμαρτυρία, πριν κορυφώσουν στο ρεφρέν, το οποίο δεν είναι μονάχα πεδίο για κορώνες, μα και ένα ρεσάλτο απελπισμένης διαφυγής –κάτι άριστα αποδοσμένο σε συναισθηματικό επίπεδο από τον πρώτο διδάξαντα Χρήστο Αβράμη. Αλλά και στην αϊρονμεϊντενική σάγκα "Το Σπαθί Του Νικητή" απαιτείται η αυτογνωσία της βαθιάς τραγικότητας του πρωταγωνιστή, που δεν αποκωδικοποείται στη βάση καμίας εμπειρίας από το Δυτικοευρωπαϊκό μελόδραμα. Αναλόγως, στο "Δόξα Και Τιμή" χρειάζεται μια κάποια πολεμοχαρής έπαρση, με εντελώς metal καταβολές.
Για κάποιους έτσι από μας, τους παλιότερους fans, ορισμένα πράγματα μάλλον δεν θα επαναληφθούν ποτέ όπως τα έχουμε αποτυπωμένα στις μνήμες και στις καρδιές μας. Οφείλουμε όμως να δώσουμε το χέρι σε αυτόν τον παλιό φίλο που ανασκουμπώνεται και οδεύει για νέες περιπέτειες και να του ευχηθούμε κάθε καλή τύχη. Άλλωστε εν έτει 2015, οι Εξόριστοι είναι μια ζωντανή μπάντα, όχι γκρουπ που παίζει μπάλα στο νοσταλγικό κύκλωμα.
{youtube}qPcYaZeY3DA{/youtube}