Η διπλή sold-out εμφάνιση του Γιάννη Πάριου στο Κατράκειο συνοδεύτηκε και χαρακτηρίστηκε όχι μόνο από τα στίφη (κυριολεκτικά) που κόπιασαν στο υψιπετές θέατρο της Νίκαιας μαζί με τους θαυμαστούς σε ετοιμασίες περίοικους –οι οποίοι, με περίσσεια πείρα, κατέφθαναν με καρεκλίτσα και μπύρες (ή κρασί σε περιπτώσεις)– στρατοπεδεύοντας στον ευνοϊκό για τους μη έχοντες εισιτήριο περίβολο του αμφιθεατρικού χώρου, αλλά και από το πλευράς ερμηνευτή χιούμορ.
Είναι ασφαλώς γνωστό ότι, ειδικά τα τελευταία χρόνια, ο Πάριος διανθίζει την παρουσία του πάνω στη σκηνή με έναν αρκούντως πηγαίο ποταμό αστεϊσμών, είτε με το κοινό, είτε με την εκάστοτε μπάντα του. Όμως αφενός δεν ξεφεύγει ποτέ, ώστε να καταντήσει χονδροειδές το ανά περίπτωση αστείο που πετάει, αφετέρου αποτελεί γηγενή ακίδα μίας γενικότερης αμεσότητας, η οποία δεν στερείται μήτε χαμόγελου προς τους θεατές, μήτε ενδύεται κάποιον σοβαροφανή, βλαχομπαρόκ μανδύα.
Κατά τα άλλα, βέβαια, με τον δικό του πολύ ιδιαίτερο τρόπο, ο Γιάννης Πάριος παραμένει αυστηρός. Με έναν σχεδόν θαυμαστό τρόπο, θα έλεγα, μεταμορφώνεται από πάνθηρα σε γουργουρίζον γατάκι και μετά σε ανθοφορούσα γαζέα για να μεταλλαχθεί έπειτα εκ νέου –εν ριπή οφθαλμού και με απόλυτη αυτοκυριαρχία– σε αιλουροειδές που κυριαρχεί με την κίνηση του. Διότι μπορεί μεν τα χρόνια να έχουν γράψει στο σώμα του με κάποια κιλά, όμως η κίνησή του παραμένει συνεχής και μάλιστα εκτός των όποιων ορίων του θέτει η εκάστοτε σκηνή. Το τεράστιο κύκλοτρο του Κατράκειου, για παράδειγμα, το περπάτησε πόντο προς πόντο: στάθηκε σε πολλά σημεία της αιχμής του, μιλώντας προσωπικά ή τραγουδώντας προσωπικά στις θαυμάστριές του, χόρεψε σε άλλα, μετακίνησε δεκάδες φορές το σκαμπώ του, ακόμα και σε απειροελάχιστες αποστάσεις.
Ο Πάριος δεν άφησε μήτε μισό περιθώριο αμφισβήτησης για τη ροή της συναυλίας. Δεν άφησε δηλαδή κανένα λεπτό να πάει χαμένο, ρισκάροντας να κάνει το πρόγραμμα κοιλιά. Επέλεξε δε μερικά τραγούδια (έπαιξε σημειωτέον διαφορετικό σετ από αυτό της Παρασκευής) να τα περιδιαβεί μόνο με ένα κουπλέ και δυο ρεφρέν, ενώ άνοιξε και μικρά αφιερώματα στον Τσιτσάνη, στον Θεοδωράκη και στον Βαρδή –ερμηνεύοντας θαυμάσια τους δύο τελευταίους– παραδίδοντας εν τέλει αυτό ακριβώς που εκείνος ήθελε και όχι το κοινό. Το οποίο, σχεδόν εκνευριστικά, ζητούσε ήδη από το πρώτο μισάωρο τα νησιώτικα, με τον Πάριο από τη μία να διαβεβαιώνει με χιούμορ πως δεν θα τα ξεχάσει, από την άλλη να τα τοποθετεί τελικά στο σημείο που έκρινε ο ίδιος ότι έπρεπε να παιχτούν.
Όμως μαζί με τα σουβλάκια που ψήνονταν στο εντευκτήριο του θεάτρου πλημμυρίζοντας τσίκνα όλη τη βορειοδυτική κερκίδα, μαζί με αφιερώσεις μέσω κλήσεων από τους θεατές προς άλλους που δεν βρίσκονταν στο Κατράκειο, μαζί με τα νάτσος/τσιπς/κεφτεδάκια (μα την Παναγία, ακριβώς από πίσω μου), μαζί με την επιτακτική ανάγκη δεκάδων κυριών για λίκνισμα, υπήρχε από το κοινό προς τη σκηνή μια αδιόρατη πιεστικότητα προς την ευκολία.
Προφανώς, δηλαδή, η καλαίσθητη αφίσα της συναυλίας, τα συμπαθέστατα φώτα, η ετοιμοπόλεμη ορχήστρα (που μπορούσε να ξεκινήσει το οποιοδήποτε τραγούδι μόνο με το όποιο νεύμα του πρωταγωνιστή της βραδιάς), η επί ώρες παραμονή του Πάριου στη σκηνή –ξεκίνησε στις 9+25 και τελείωσε μεταμεσονυχτίως– η εύστοχη επιλογή ιταλικών τραγουδιών προ της εμφανίσεώς του (γνωστό κόλλημά του άλλωστε το κλασικό καντσόνε της γειτονικής χώρας), δεν ικανοποιούσαν τον κόσμο και την τάση του για ταχυφαγία. Έγινε έτσι γρήγορα φανερό ότι, μεταξύ ενός καλοψημένου ροσμπίφ και μιας σκυλοτροφής, υπήρχε προτίμηση προς τη δεύτερη.
Το ότι ο Γιάννης Πάριος έδειξε να το γνωρίζει, ήταν ο παράγοντας που τελικά τιθάσευσε τα πράγματα στο Κατράκειο σύμφωνα με το δικό του ταμπεραμέντο, αντί να τα αφήσει να παρασυρθούν προς την αισθητική της εγχώριας λαϊκής Δεξιάς ή προς εκείνη τέλος πάντων της πασοκικής πέργολας της δεκαετίας του 1980. Κάτι που σαφώς μετριέται στα υπέρ του, αφού έτσι απέδειξε πως δεν είναι απλά ένας μεγάλος τραγουδιστής ο οποίος κρατεί σε σημαντικό ποσοστό το μέταλλο της φωνής του, αλλά ότι με τα χρόνια η πείρα μετουσιώθηκε όχι μόνο σε γνώση, μα και σε σοφία. Εύγε μέγιστε τροβαδούρε του έρωτα, δικαίωσες την αναμονή μας γι' αυτή τη συναυλία, προβάλλοντας πως στίγμα της πορείας σου δεν είναι η λυσσομανής καψούρα, όσο ο ευειδής, γεμάτος αρώματα έρωτας. Το απέδειξε άλλωστε και ο προσεγμένος τρόπος με τον οποίον ερμήνευσε κάθε κυριολεκτικά στίχο από τα τραγούδια που διάλεξε να πει στο σετ του Σαββάτου.
Στο Κατράκειο, λοιπόν, ο Γιάννης Πάριος έβαλε τη βούλα του στην εξήγηση του φαινομένου της Αγάπης. Αρνούμενος τα γκαζώματα και τα τετακέ της παραδόπιστης λαγνουργίας, αυτής που ανθεί όχι μόνο στις χειμερινές πίστες, μα και στις μεγάλες υπαίθριες συναυλίες της καλοκαιρινής σαιζόν.
{youtube}qO_TvEQFMXc{/youtube}