Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω με μια τελείως υποκειμενική διάθεση. Μετά από τις ταραγμένες συντεταγμένες των προηγούμενων ημερών (που έτσι κι αλλιώς δεν έχουν τελειώσει) η παράδοση του Ηρωδείου –με την έννοια της σταθερής αξίας– ήταν για μένα μια ευχάριστη ανάπαυλα. Το αρχαίο θέατρο, με τις κλασικές δυσκολίες που παρουσιάζει (πλάτη που βασανίζεται σε περιπτώσεις μακρόσυρτων συναυλιών, ενοχλητικοί στην αισθητική παρακαθήμενοι), αποτελεί και φρονώ θα συνεχίσει να αποτελεί μια όαση, ακριβώς λόγω του κλέους του ίδιου του οικοδομήματος: αν η συναυλία/δρώμενο που τύχει να παρακολουθήσετε εκεί είναι άνω του μετρίου, (πήχη τον οποίον πέρασε με χαρακτηριστική άνεση η Άλκηστις Πρωτοψάλτη την Πέμπτη), δεν μπορούν να σας χαλάσουν τη διάθεση μήτε τα παραπάνω, μήτε οι κακοί φωτισμοί, σημείο που χαρακτηριστικά κηλίδωσε την εν λογω συναυλία.
Το sold-out ήταν δεδομένο κι έτσι δεν είχαμε μεγάλες καθυστερήσεις στην έναρξη, ακριβώς επειδή δεν υπήρχαν τα γνωστά στίφη που προσπαθούσαν να αγοράσουν εισιτήρια την τελευταία στιγμή. Κυριολεκτικά δεν έπεφτε καρφίτσα στο Ηρώδειο, ακόμα και στις πάνω και κάθετες στην ορχήστρα θέσεις –στα «αυτιά» δηλαδή της εξέδρας. Το δε χειροκρότημα στην έναρξη ήταν όχι μόνο για την απλή και ωραία είσοδο της Πρωτοψάλτη, αλλά και για τον διευθυντή της 60μελούς Ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων, Λουκά Καρυτινό. Η Πρωτοψάλτη έχει πια μεγάλη συναυλιακή πείρα στον συγκεκριμένο χώρο κι αυτό μεταφράζεται σε άνετη επί σκηνής κίνηση, μα και σε απλότητα συμπεριφοράς. Ευχαριστούσε ας πούμε τον κόσμο σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας με παροιμιώδη αμεσότητα, εισπράττοντας σε πολλές περιπτώσεις επιφωνήματα όχι μόνο τύπου «μπράβο», αλλά και φράσεις οι οποίες έδειχναν ότι διατηρεί ένα απόλυτα πιστό κοινό.
Αλλά δεν ήταν αποκλειστικά η αγάπη του κόσμου προς την πρωταγωνίστρια της βραδιάς το εφαλτήριο για να τη χειροκροτήσεις στο Ηρώδειο. Η τραγουδίστρια κινήθηκε σε θαυμάσιους ρυθμούς ερμηνείας. Και τονίζω τη λέξη ερμηνεία, διότι για πολλοστή φορά σε συναυλία της Πρωτοψάλτη διαπίστωσα τη σωστή άρθρωσή της και τον ορθό τονισμό λέξεων και φράσεων –λίγες ελληνικές φωνές το πράττουν– ενώ παράλληλα δόθηκε η ευκαιρία να ανακαλύψεις ξανά νοήματα και έννοιες ακόμα και σε γνωστότατες στιγμές της. Τρανό παράδειγμα το τραγούδι της Λίνας Νικολακοπουλου και του Σταμάτη Κραουνάκη "Η Δουλειά", όπου ανάγλυφα μεταφέρθηκε η σημερινή μέγγενη ενός ζεύγους, αλλά και η ελπίδα της αλήθειας της αγάπης μεταξύ των εραστών. Και μπορεί στο "Διθέσιο" να θέλαμε να ακούσουμε τη φωνή της σε καθαρή μουσικότητα στο ρεφραίν (προτίμησε να το κάνει ένα δυνατό spoken word), όμως η φωνή της παραμένει αναντίρρητα σε πολύ υψηλά επίπεδα.
{youtube}2kj4cOpKVu8{/youtube}
Οι ενορχηστρώσεις του Κώστα Παπαδούκα (ο οποίος κάθισε στο πιάνο για τις ανάγκες της συναυλίας) κινήθηκαν ικανοποιητικά ακόμα και σε ναρκοπέδια τύπου "Ο Άγγελός Μου", που δεν θέλει πολύ για να γίνει «άσμα ηρωικό και πένθιμο» ως προς τον στόμφο, ενώ επιτυχής κρίνεται και η επιλογή όχι πολλών απότομων και δραματικών δυναμικών στα βιολιά και γενικότερα στα έγχορδα. Σε απόλυτα ηλεκτρικά τραγούδια όπως το "Διθέσιο" μπορεί να μην βρέθηκε η χρυσή τομή, όμως η απουσία του λαϊκού και βαλκανικού ρεπερτορίου της Πρωτοψάλτη από τη setlist έδωσε την ευκαιρία στον Παπαδούκα να φτιάξει ενίοτε μέχρι και ενορχηστρώσεις στα όρια του Burt Bacharach (χωρίς να φτάσει βέβαια προς τις πιο swinging στιγμές του τελευταίου). Η οδός ήταν λοιπόν αυτή του ευρωπαϊκού στυλ που επιλέγεται (σοφά) στη μεταγραφή τραγουδιών προς πιο ώριμες και μεγάλων χώρων ερμηνείες. Στο ίδιο το ρεπερτόριο τώρα, μπορεί να μην αποφεύχθηκαν κάποια crowd darlings (όπως τα "Ave Maria" και "Canzone Arrabbiata"), είχαμε όμως και μερικές θαυμάσιες επιλογές, όπως το αειθαλές και πάντα συγκινητικό "Του Μικρού Βοριά" και τη "Μαριάνθη Των Ανέμων".
Δικαίως λοιπόν η Πρωτοψάλτη καταχειροκροτήθηκε και στα δύο μέρη της συναυλίας, που χωρίστηκε με ένα 15λεπτο διάλειμμα και μια αλλαγή ενδυμασίας από μεριάς της: από μια στιλάτη γαλάζια τουαλέτα σε ένα σαφώς πιο άνετο, καλοκαιρινό και απλό στη φόρμα του φόρεμα. Σε βοήθειά της είχε δε όχι μόνο τη συγκροτημένη διεύθυνση του Καρυτινού (ο οποίος έδωσε ειδική έμφαση στην ερμηνεία των εγχόρδων), αλλά και της 44μελούς και σωστής σε πολλά σημεία μικτής χορωδίας GraduArti, ενός πολύ καλού ντράμερ (Μανώλης Τόμπρος) όπως κι ενός σωστού ηχολήπτη (Ζαχαρίας Σταμούλος) –ουδόλως τυχαίως είναι συνεργάτης της επί 25 έτη. Με εξαίρεση έτσι τα τύμπανα, που ακούγονταν έντονα στα αριστερά και μόνο της τελικής μίξης, έφτιαξε έναν ήχο απόλυτα εναρμονισμένο στην περίσταση, με λειασμένες τις γωνίες στις μεσαίες, όπως αρμόζει δηλαδή σε ανάλογες ενορχηστρωτικές προσεγγίσεις.
Κάτι που σε καμία περίπτωση δεν έγινε από τον φωτιστή της παράστασης. Εκτός του ότι πολλές φορές παρέδωσε τις αλλαγές μεταξύ των τραγουδιών σε επώδυνες και απόλυτα άτεχνες βεντάλιες αλλοπρόσαλλου χρωματισμού, ενίοτε απεφάνθη ότι η σκηνή του Ηρωδείου πρέπει να ντύνεται με τα νέον φώτα που συνηθίζουν να περιβάλλουν την πραμάτειά τους τα στούντιο στην Πειραιώς... Ντροπή κύριοι, λίγη παίδευση και ενασχόληση με το αντικείμενο, εξαιτίας και του χώρου μα και της συγκεκριμένης ερμηνεύτριας, επιβαλλόταν.
{youtube}fnqq2tbqrl0{/youtube}