Ήδη από τον προηγούμενο δίσκο (Grippy Grappa) είχα πραγματικά την περιέργεια να δω αυτούς τους ιδιότυπους και άξιους Κύπριους, καθώς πολλές φορές επιλέγω να βάλω συνθέσεις του στο ραδιόφωνο ως μια επιλογή που –αντικειμενικά– μπορεί να ικανοποιήσει μεγάλο εύρος ακροατών, μιας και συνδυάζει τόσες πολλές εκφάνσεις παλαιότερου και νεωτεριστικού ήχου. Και το ότι θα ήταν η πρώτη συναυλία των Monsieur Doumani στην Αθήνα έκανε το πράγμα ακόμα πιο ενδιαφέρον, ειδικά τώρα, που ο καινούργιος δίσκος (Sikoses) και έχει βγει και έχει λάβει θετικότατες κριτικές.
Το Άλικο, ως χώρος, έχει το θετικό ότι η μπάντα βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τους θεατές, τελικά όμως αυτό δεν λειτουργεί σωστά, για μια σειρά από λόγους. Βλέπεις πρώτα-πρώτα σερβιτόρους να πηγαινοέρχονται, όπως και διάφορους που έχουν καθυστερήσει να έρθουν να ψάχνουν πού να κάτσουν, πράγματα τα οποία σε αποσπούν από τη μουσική. Κάτι τέτοιο είναι βέβαια απόλυτα ταιριαστό σε περιπτώσεις που μια μπάντα προσφέρει γλέντι για πιοτά και μεζέδες, αλλά η περίπτωση των Monsieur Doumani δεν είναι τέτοια, κατά τη γνώμη μου. Κάτι που έκανε τη διαφορά μέσα μου τη βραδιά του Σαββάτου.
Ο κόσμος –που σαφώς είχε έρθει στο Άλικο για να τους αποθεώσει– έψαχνε σημεία στο πρόγραμμα για να χτυπήσει παλαμάκια σε up tempo ρυθμούς. Όταν ξεκίνησε επίσης ο Αντώνης ο Αντωνίου να παίζει, στην αρχή του σετ, με έναν παραμορφωτή του οποίου το gain ανοιγόκλεινε, αυτό πέρασε απαρατήρητο από την πλειονότητα των παρευρισκομένων, που συνέχισαν αμέριμνοι το κουβεντολόι τους: χρειάστηκε ένα μεγάλο ssssss από τους φίλους του γκρουπ που κάθονταν στο μπαρ, μετά από πάροδο τουλάχιστον 2 λεπτών, για να καταλάβουν τι γίνεται. Και δεν έφταιγε ότι δεν ακουγόταν εκείνο που έκανε ο Αντωνίου· πολύ απλά ήταν κοινό απαίδευτο σε τέτοιου είδους ηχητικές εισαγωγές, το οποίο μόνο αν κούρδιζε ο μπαγλαμάς θα λάμβανε το σήμα της εκκίνησης.
Οι ίδιοι οι Monsieur Doumani, τώρα, χειρίστηκαν με αρκετό άγχος αλλά και κέφι την εμφάνισή τους. Σαφώς και χρειαζόταν σε μερικές φάσεις, ενδιάμεσα των τραγουδιών, να μας τροφοδοτούν με επεξηγήσεις στίχων και καταστάσεων ένεκα της χρήσης κυπριακής ντοπιολαλιάς, αλλά αυτό ποτέ δεν κατάντησε κουραστικό. Δεν χρειαζόταν όμως σε καμία περίπτωση να ρωτάνε αν περνάμε καλά και αν όλα βαίνουν καλώς. Θέλαμε άλλωστε να ακούσουμε αυτό το ψυχεδελικό folk τους με την ισχυρότατη κυπριακή σφραγίδα ατόφιο, με ξεσπάσματα ήχου και όχι τσιτάτων.
Και από ένα σημείο κι έπειτα, νομίζω πως τα ψυχωμένα μα και σε σημεία υπερβολικώς θεατρικά φωνητικά πήραν τα ηνία της εμφάνισης, καταδικάζοντας έτσι το όλο σετ σε πανήγυρη, τη στιγμή που στους δίσκους προκύπτει ήχος πολύ πιο ενδελεχής, ο οποίος δεν αρκείται στο σμίλεμα μιας ωραίας ατμόσφαιρας και αξιοποιεί πιο ωραία την εκφραστική φωνή του Αντωνίου. Μέσα στο άγχος τους, δηλαδή, έχω την εντύπωση πως ξέχασαν ότι το μισό τουλάχιστον που τους κάνει αρεστούς –σε κάποιους τουλάχιστον από μας– είναι ο ήχος των οργάνων. Ήταν κρίμα λοιπόν να τα σκεπάζουν τα φωνητικά, ειδικά εφόσον οι χειριστές τους αποδείχθηκαν τόσο καλοί: ο Άγγελος Ιωνάς στην κιθάρα υπήρξε πραγματικός στυλοβάτης, ενώ και ο Δημήτρης Γιασεμίδης, όταν ξεπερνούσε έναν κάποιον ναρκισσισμό, διέθετε πολύ σωστές δυναμικές, ειδικά στο τρομπόνι.
Θα προτιμούσα λοιπόν να είχα δει τους Monsieur Doumani με κώδικα που να τους αρμόζει, ώστε να μετρηθούν με το αυτί και όχι με το ποτήρι. Γιατί το Σάββατο στο Άλικο, «μετρητής» της βραδιάς ήταν το πιοτό. Και προσωπικά δεν μπορώ να ακούσω ένα τέτοιο ειδικά συγκρότημα, ενώ γύρω ίπτανται τυροπιτάκια και μεζεκλίκια. Έχουμε βέβαια πίστη στη συγκεκριμένη μπάντα, το έχει αποδείξει πως διαθέτει τσαγανό. Την επόμενη φορά όμως που θα έρθουν από τα μέρη μας, θα πρέπει να τεθεί υπό περισσότερη σκέψη ο κώδικας επικοινωνίας με το κοινό.
{youtube}IDmYXmfws1A{/youtube}