Σε γενικές γραμμές, ήταν επιτυχημένη η εμφάνιση του Monsieur Minimal στο Six d.o.g.s., στην οποία παρουσίασε για πρώτη φορά ζωντανά τα τραγούδια από το νέο, 4ο στη σειρά, άλμπουμ του. Ο κόσμος που μαζεύτηκε μπόλικος, το κέφι αρκετό (ειδικά προς το τέλος), ενώ και ο ίδιος ο Χρήστος Τσιτρούδης φάνηκε ενθουσιώδης. Υπήρξαν όμως κάποια επιμέρους ζητήματα, τα οποία δεν επέτρεψαν κατά τη γνώμη μου στη βραδιά να απογειωθεί, φτάνοντας σε κάτι αξιοσημείωτο.
Όπως μας εξήγησε εξ αρχής ο τραγουδοποιός, ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν επί σκηνής με το τρίο (μπάσο, τύμπανα, τρομπέτα) το οποίο τον συνόδευσε το βράδυ της Παρασκευής. Κι αυτό φάνηκε αρκετά, όχι τόσο σε λάθη των μουσικών (ήταν ελάχιστα), όσο στο μεταξύ τους δέσιμο. Αλλά και ο ίδιος ο πρωταγωνιστής δεν έμοιαζε ιδιαίτερα σίγουρος στην επαφή του με το νέο υλικό, πράγμα βέβαια απόλυτα αναμενόμενο. Τέλος, η ένταση και η ποιότητα του ήχου δεν βοήθησαν καθόλου στο να ακούσουμε σωστά τα τεκταινόμενα. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το δεύτερο-τρίτο τραγούδι κιόλας αναγκάστηκα να μετακινηθώ προς το πίσω μέρος της αίθουσας, καθώς, όσο βρισκόμουν μπροστά, τα αυτιά μου δέχονταν σφυροκόπημα που δεν θα άντεχα για πολύ.
Παρότι αδικήθηκαν ποικιλοτρόπως, πάντως, τα νέα τραγούδια του Monsieur Minimal κατάφεραν σε πολλές περιπτώσεις να ξεπεράσουν τις εκάστοτε αντίξοες συνθήκες και να λάμψουν. Ήταν αρκετές μάλιστα οι φορές κατά τη διάρκεια της βραδιάς που σκέφτηκα ότι αυτός ο τύπος έχει πολύ καλή επαφή με ό,τι ονομάζουμε «ποπ μουσική», αλλά κι ένα αισθητήριο το οποίο του επιτρέπει να στήνει τραγούδια με σωστές αναλογίες μεταξύ απλότητας/αμεσότητας και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος. Σε κάθε περίπτωση, ξέρει με τους ρυθμούς του να «κουρντίζει» τα σώματα: δεν υπήρξε στιγμή στο δίωρο παρά κάτι που κράτησε το λάιβ στην οποία να μην έβλεπες κορμιά να δονούνται και χέρια να σηκώνονται στον αέρα.
Το ρεπερτόριο που ακούστηκε είχε φυσικά στο επίκεντρο τα τραγούδια από το High Times, ακούστηκαν όμως και παλαιότερα κομμάτια, τα οποία έγιναν δεκτά με σαφώς περισσότερη θέρμη. Ειδικά προς το τέλος, με την "Πάστα Φλώρα" και το "Κολ Γκερλ", υπήρξε ιδιαίτερος ενθουσιασμός στο κοινό. Νωρίτερα, ανέβηκε στη σκηνή και ο παραγωγός Eliot, ο οποίος συνόδευσε τον Minimal σε μερικά κομμάτια (έχουν άλλωστε συνεργαστεί και στο παρελθόν). Το κλείσιμο ήρθε με την επανάληψη κάποιων εκ των τραγουδιών του High Times (το “Stars” ήταν ανάμεσά τους) και την αποχώρηση του καλλιτέχνη εν μέσω θερμών χειροκροτημάτων.
Πέρα από τα συν και τα πλην της βραδιάς, περισσότερο στέκομαι σε έναν προβληματισμό που μου δημιουργήθηκε καθώς έβλεπα τον Monsieur Minimal να πατάει τα κουμπάκια του λάπτοπ κάθε που ήταν να ξεκινήσει το επόμενο τραγούδι –θέτοντας έτσι σε κίνηση τα προηχογραφημένα μέρη. Σκεφτόμουν λοιπόν πόσο «άχαρο» είναι να «πρέπει» ένας καλλιτέχνης να αναπαράγει επί σκηνής μέχρι κεραίας όλα τα ηχητικά μπλοκ των ηχογραφήσεών του, παρότι στουντιακή και συναυλιακή συνθήκη απέχουν μεταξύ τους αρκετά. Ομολογώ ότι δεν βρήκα ιδιαίτερα επιτυχημένη τη συνύπαρξη της τελειότητας των προηχογραφημένων μερών με την «τραχύτητα» των ερμηνειών του Τσιτρούδη, και αναρωτήθηκα αν θα ήταν καλύτερα τα πράγματα στην περίπτωση που είχε ακολουθηθεί μια πιο λιτή, αλλά περισσότερο «ζωντανή» προσέγγιση.
Τους συλλογισμούς μου αυτούς ήρθε να επικυρώσει μια στιχομυθία σε ανύποπτο σημείο της βραδιάς: όταν ο Minimal ρώτησε «θέλετε να ακούσετε το “Candy Face”, μια ειλικρινής φωνή από το ακροατήριο του αποκρίθηκε: «βάλ’ το να παίξει!».
Φωτογραφία 3: Πηνελόπη Γερασίμου