Μέσα στον Φεβρουάριο κυκλοφόρησε η νέα δουλειά των Μέντα, με τον τίτλο Téléphérique, την οποία και μας παρουσίασαν ζωντανά το βράδυ της Παρασκευής από τη σκηνή του Six d.o.g.s. Ευκαιρία λοιπόν για μια γνωριμία με τον καινούργιο τους μουσικό εαυτό, μιας και το Téléphérique τους φέρνει σε ένα σημαντικά διαφοροποιημένο περιβάλλον συγκριτικά με το «ορθοκανονικό» ποπ/ροκ παρελθόν τους.
Με μια κάποια καθυστέρηση, το αθηναϊκό κουαρτέτο εμφανίστηκε στη σκηνή λίγο μετά τις 22:30. Ύστερα από τις πρώτες ευχαριστίες προς το κοινό (ακολούθησαν αρκετές ακόμα) τα αναλογικά συνθεσάιζερ άρχισαν να λαλούνε και η διαδρομή με το τελεφερίκ των Μέντα είχε ξεκινήσει. Δεν θα την έλεγα συναρπαστική αυτή τη διαδρομή, είχε όμως κάποιες ενδιαφέρουσες στάσεις.
Οπωσδήποτε τα συνθεσάιζερ έφτιαχναν ένα κλίμα –ένα συγκεκριμένο κλίμα, φορτωμένο με όλες τις συνδηλώσεις που κουβαλά η χαρακτηριστική ηχητική υφή της αναλογικότητας. Και ομολογώ πως, έστω κι αν μάλλον δεν ήταν ο κανόνας, υπήρχαν σημεία όπου οι Μέντα χειρίστηκαν καλά αυτό το κλίμα, αφενός δίνοντάς του τον απαιτούμενο χώρο, αφετέρου τροφοδοτώντας το με κάποιες γερές μελωδίες, που έκλειναν το μάτι στην κληρονομιά του Jean-Michel Jarre. Σε άλλα πάλι σημεία, ο αχός των συνθεσάιζερ επέβαλλε την παρουσία του, η φροντίδα του μηνύματος υποσκελιζόταν από τη δύναμη του μέσου, με αποτέλεσμα οι Μέντα να έχουν στα χέρια τους ένα καλοδουλεμένο φόντο, χωρίς όμως κεντρική εικόνα.
Η λάιβ εκτέλεση ήταν ακριβής, αυστηρά μετρονομημένη (εξ ου και τα ακουστικά που φορούσε ο ντράμερ), δεδομένου ότι έτρεχε παράλληλα με κάποια προηχογραφημένα. Ίσως αυτό να έκανε το ζήτημα «συναυλία» κάπως ψυχρό ή, για να ακριβολογώ, να το απέτρεπε από το να γίνει θερμότερο –αν και αναγνωρίζω το ενδεχόμενο αυτή η κρίση να εμπίπτει απλώς στις προσωπικές μου εμμονές (περίπτωση στην οποία, εννοείται, πάω πάσο). Πάντως αισθανόμουν ότι το πράγμα κάπως δεν έρεε, κολλούσε σε ωραίες μεν ιδέες που δεν αναπτύσσονταν πάντοτε επαρκώς (ή που αντιθέτως αφήνονταν να ξεχειλώσουν), σε τέμπο και ρυθμούς που δεν ξέφευγαν εύκολα από έναν σχετικά αργό και κομματάκι απλοϊκό μέσο όρο, ακόμα και στην ελάχιστη διακοπή για τα ευχαριστήρια μεταξύ των κομματιών.
Με τις όποιες, τέλος πάντων, ενστάσεις, αλλά και με κάποια θετικά συμπεράσματα, το Τελεφερίκ έφτασε στο τέλος του (δεν πρέπει να διαρκεί πολύ πάνω από μισάωρο). Ακολούθησε ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα για να μεταφερθούν εκτός σκηνής οι δύο από τους τρεις σταθμούς των συνθεσάιζερ, καθώς θα ακολουθούσε ένα σετ με επιλογές από την υπόλοιπη δισκογραφία των Μέντα.
Εδώ τα πράγματα άλλαξαν άρδην –όχι απαραίτητα προς το καλύτερο. Κατ' αρχάς ενεργοποιήθηκε ο τραγουδιστικός χαρακτήρας της μπάντας με τον Νίκο Παπαδημητρίου να αναλαμβάνει, εκτός του μπάσου, και τα βασικά φωνητικά. Ο Κώστας Βλάχας, χωρίς πλέον τα πληκτροφόρα μπροστά του, επικεντρώθηκε στην εξάχορδη, ο Δημήτρης Λαϊνάς εξακολούθησε να χειρίζεται τα συνθεσάιζερ, και ο Πάνος Γαλάνης (αν και πλέον χωρίς ακουστικά στα αυτιά) το σετ των ντραμς.
Τώρα οι Μέντα ήταν μια τυπική ποπ/ροκ μπάντα που πάσχιζε να αποφύγει το στερεοτυπικό. Με κάπως τετραγωνισμένη λογική, με μια ποπ που ορισμένες φορές κατέπεφτε στην αφελή εναλλακτικότητα και χωρίς πολλές εκπλήξεις στους δρόμους που επέλεγαν, γρήγορα ξέμειναν από καύσιμα και κρατιόνταν μόνο από κάποιες λειτουργικές μελωδίες και από έναν ορισμένο παλμό, τον οποίον όντως διατηρούσαν πάνω στο σανίδι. Αυτά και έσωσαν κάπως την παρτίδα.
Χειροκροτήθηκαν στο τέλος από το κοινό που μισογέμισε το Six d.o.g.s., αν και αυτό το χειροκρότημα απείχε αρκετά από τη ζητωκραυγή. Προσωπικά, πάντως, μου μένει ως θετικό το γεγονός της τομής που αποφάσισαν να κάνουν με το Téléphérique και ότι μέσω αυτής βρέθηκαν σε ορισμένες στάσεις απ’ όπου μπορούν να γονιμοποιήσουν αρκετές προοπτικές.
{youtube}kMc2pj8I0SQ{/youtube}