Μπορεί να υπήρχαν άδειες θέσεις στην πλατεία της αίθουσας «Χρήστος Λαμπράκης» την Τρίτη και τα θεωρεία να ήταν μόνο σποραδικώς γεμάτα, ωστόσο έπεσε τέτοιο χειροκρότημα και ήχησαν τόσα δυνατά «μπράβο!», που ο Θεόδωρος Κουρεντζής γύρισε στη σκηνή για 3 encore. Μέτρησε βέβαια και το γεγονός ότι μέχρι το κανονικό φινάλε της βραδιάς είχε δώσει μια σχεδόν άριστη συναυλία, είχες όμως και την αίσθηση πως το κοινό βρισκόταν στο Μέγαρο κυρίως για εκείνον και δευτερευόντως για το έργο του Ζαν-Φιλίπ Ραμώ: ότι δηλαδή θα είχαν έρθει ακόμα κι αν το πρόγραμμα έγραφε γκαλά σε κάτι εντελώς άγνωστο.
Μία πολύ χαρακτηριστική στιγμή της συναυλίας, που τουλάχιστον στη δική μου μνήμη άφησε έντονο αποτύπωμα, ήταν το φινάλε του πρώτου μέρους με το "Contredance En Rondeau" από την όπερα Οι Βορεάδες: ο Κουρεντζής οδήγησε τη MusicAeterna σε ένα υποδειγματικό, σταδιακό σβήσιμο, το οποίο βρέθηκε σε απόλυτο συντονισμό με τον φωτισμό του Μεγάρου, που μειωνόταν κι εκείνος τμηματικά, μέχρι που έσβησε εντελώς για λίγα δευτερόλεπτα, ακολουθώντας κατά πόδας την τελευταία νότα. Και δεν ήταν το μόνο στιγμιότυπο όπου τα φώτα συμμετείχαν στα σκηνικά δρώμενα, αφού και στην έναρξη με το "Κοντσέρτο αρ. 5, La Cupis, σε ρε ελάσονα" επιλέχθηκε να φωτιστούν μόνο οι παρτιτούρες του μαέστρου και των οργανοπαιχτών που θα το έπαιζαν, αφήνοντας την υπόλοιπη ορχήστρα στο ημίφως.
Δεν έχει κάποιο νόημα να σχολιάσω την αρτιπαιξία της MusicAeterna ή του ίδιου του Θεόδωρου Κουρεντζή. Ή να πω για τη χαρακτηριστική του παρουσία στο πόντιουμ, με τις ζωηρές, ενθουσιώδεις και αντισυμβατικές για τους παλιούς τρόπους κινήσεις του –αν και ήταν πιο εγκρατής συγκριτικά με την περσινή του εμφάνιση (δες εδώ). O Κουρεντζής το έχει επιβάλλει αυτό και έχει αγαπηθεί εξ αιτίας του, καθώς πολλοί (κι εγώ ανάμεσά τους) το αποκωδικοποιήσαμε ως μια σωματοποίηση του μουσικού συναισθήματος άκρως βιωματική· και όχι ως ένα φορετό στυλ, που θα επέτρεπε την προσαρμογή σε μια λόγια πραγματικότητα με πιο ποπ ανησυχίες. Άσχετα αν συμβαίνει κι αυτό.
Αλλά και το έργο του Ζαν-Φιλίπ Ραμώ, το έφερε κι εκείνο στα δικά του μέτρα ο διαπρεπής συμπατριώτης μας. Η συναυλία βασίστηκε βέβαια στην πρόσφατη δισκογραφική εμπειρία, αφού πάνε μόλις κάτι μήνες που Κουρεντζής και MusicAeterna κατέθεσαν την ηχογραφημένη τους άποψη στον επιφανή Γάλλο συνθέτη, με το άλμπουμ The Sound Of Light. Άποψη που στη συναυλία του Μεγάρου ενσαρκώθηκε κυρίως σε κομμάτια σαν τα "Χορός Ριγκοντόν 1 & 2" (από το ηρωικό παστοράλ Ναΐς), "Χορός Ταμπουρέν 1 & 2" (από τη λυρική τραγωδία Δάρδανος) ή στο σακόν "Οι Άγριοι" (από την όπερα-μπαλέτο Αρχοντικές Ινδίες): ό,τι είχε την επιλογή να παιχτεί ή πιο αργά ή πιο γρήγορα, επιταχύνθηκε· κι ό,τι μπορούσε να τραβηχτεί στην υπερβολή του, τραβήχτηκε.
Αυτή η υπερβολή ομολογουμένως δεν είναι για κάθε γούστο, κατά τη δική μου πάντως κρίση εμπεριέχει και πρωτότυπη μουσική σκέψη, μα και αρμόζει στον Ραμώ και γενικότερα στον ατίθασο καλπασμό των εξάρσεων του γαλλικού μπαρόκ. «Στέκεσαι γυμνός απέναντί του και είναι οδυνηρό», σχολίασε ο ίδιος ο Κουρεντζής για το πώς είδε τον Γάλλο συνθέτη. Ίσως δεν θα ήθελαν όλοι να σταθούν τσίτσιδοι απέναντι στον άνθρωπο που περιγράφηκε ως «ο πιο αγενής, ο πιο απαίσιος και ακοινώνητος της εποχής του», αλλά –αν τέλος πάντων έτσι επιλέξεις– φαντάζομαι κι εγώ ότι κάπως έτσι πρέπει να ηχεί. Και η συγκεκριμένη οπτική ήταν απολαυστική και να την ακούς μα και να τη βλέπεις εκεί στη σκηνή του Μεγάρου, ωθώντας το κοινό στο παραλήρημα που περιγράφηκε πιο πάνω.
Βεβαίως υπήρχαν και οι άλλες στιγμές, οι πιο λεπτοσμιλεμένες, οι χαρακτηριζόμενες από αβρό, αριστοκρατικό λυρισμό. Η ορχήστρα διέπρεψε και σ' αυτές, αλαφρώνοντας τον τόνο της, χωρίς εντούτοις να εκπέσει στη μελούρα. Και όπου περιλαμβανόταν τραγούδι, ανέλαβε η Nadine Koutcher (η οποία επίσης συμμετείχε στο The Sound Of Light). Αν παρατηρήσατε όμως εκείνο το «σχεδόν» που κόλλησα στο «άριστη» στην εισαγωγή, πάει στη Λευκορωσίδα σοπράνο. Μια τεχνικά πολύ σωστή και εκπαιδευμένη τραγουδίστρια, μα μικρομεσαίου διαμετρήματος ως φωνή, που δεν φαίνεται να έχει ακόμα εντοπίσει σωστά πού τελειώνει το στυλ και πού ξεκινά η πιο προσωπική αφήγηση μιας επιλεγμένης άριας. Ακόμα και η καλύτερη στιγμή της –η άρια "Tristes Âpprets, Pâles Flambeaux", από την όπερα Κάστωρ Και Πολυδεύκης– ήρθε ως αποτέλεσμα μιας κεντρικής επιλογής από την πλευρά του Κουρεντζή, παρά οφειλόταν στο δικό της αποτύπωμα: ήταν δηλαδή θέμα διεύθυνσης να κινηθεί προς την ενδοσκοπική απόδοση της Agnès Mellon με τους Arts Florissants (1993), αποφεύγοντας τον τυποποιημένο δωρισμό προπολεμικών ερμηνειών –λ.χ. της Jane Laval (1931).
Πάντως η Koutcher ήταν εκείνη που έκλεψε τελικά την παράσταση κατά τη διάρκεια του δεύτερου encore, όταν ...έδιωξε τον Κουρεντζή από το πόντιουμ, στέλνοντάς τον ανάμεσα στους υπόλοιπους MusicAeterna –«συμβιβάστηκε» με ένα ευμεγέθες μπαρόκ τύμπανο, το οποίο πέρασε με λωρίδα στον ώμο του– για να αναλάβει εκείνη τη διεύθυνση της ορχήστρας. Υποδειγματικά το έκανε, προσδίδοντας έτσι και μια χιουμοριστική διάσταση στην όλη εμπειρία. Μακάρι να μπορούσα να πάω στο Μέγαρο και την επόμενη μέρα, να έβλεπα τι θα έκανε αυτός ο λαμπρός Έλληνας μαέστρος με το Ρωμαίος Και Ιουλιέτα του Προκόφιεφ.
{youtube}PGkC94O3r3g{/youtube}