Αλλιώς το είχα αφήσει το Gazarte την τελευταία φορά που το είχα επισκεφθεί, κι αλλιώς το βρήκα τώρα. Η αίθουσα συναυλιών του γνωστού πολυχώρου υπέστη δραστική ανακαίνιση στο μεταξύ κι έγινε ακόμα καλύτερη, νομίζω. Στο τέλος μάλιστα της εμφάνισης της Σαβίνας Γιαννάτου και των Primavera En Salonico την Κυριακή το βράδυ, προσπαθούσα να σκεφτώ σε ποιον άλλο αντίστοιχο χώρο στην Αθήνα θα μπορούσε να βιωθεί η συγκεκριμένη βραδιά το ίδιο αποτελεσματικά. Και δεν κατάφερα να βρω κάποιον...
Και, ξέρετε, η μουσική που έπαιξαν εκείνο το βράδυ οι Primavera En Salonico ζητά (και αξίζει, βέβαια) την απόλυτη συγκέντρωση του ακροατηρίου. Όχι μόνο επειδή η συγκεκριμένη ομάδα παίζει με ακουστικά όργανα –δεν μπορεί, δηλαδή, να κρυφτεί πίσω από εφέ και παραμορφώσεις– αλλά και γιατί το μεταξύ τους κόλπο βασίζεται σε λεπτομέρειες και ισορροπίες που είναι εύκολο να χαθούν στο λεπτό, έτσι και από κάτω αρχίσει η οχλαγωγία. Όσοι βρέθηκαν την Κυριακή στο Gazarte προφανώς τα γνώριζαν όλα αυτά πολύ καλά.
Τραγούδια με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη είχαν να μας παρουσιάσουν η Σαβίνα Γιαννάτου και οι συνεργάτες της στη συγκεκριμένη περίσταση, πολλά από τα οποία υπάρχουν και στον ολοκαίνουργιο δίσκο τους, που κυκλοφόρησε από την ECM (σε ελληνική διανομή από τη Μικρή Άρκτο). Τραγούδια από τη Θεσσαλονίκη, τραγούδια για τη Θεσσαλονίκη, τραγούδια από τις διάφορες παραδόσεις που διασταυρώθηκαν στην πόλη διαμέσου των αιώνων: ελληνικά, εβραϊκά, ποντιακά, βουλγάρικα, τουρκικά, αρμένικα, σέρβικα –ακόμα κι ένα ιρλανδέζικο! Τραγούδια από τον 19ο αιώνα κυρίως, ειδωμένα μέσα από το εκτελεστικό πρίσμα 6 σπουδαίων μουσικών και ερμηνευμένα με γνώση και αρτιότητα από τη Γιαννάτου.
Η σκηνική εικόνα των 7 ανθρώπων ήταν απατηλά στάσιμη: οι μουσικοί σε ημικύκλιο, έκαναν τις ελάχιστες κινήσεις που απαιτούνταν για τον χειρισμό των οργάνων τους· η Γιαννάτου επίσης, πέραν των στιγμών που χρησιμοποίησε το ντέφι της, υπήρξε λιτή κινησιολογικά. Όμως η ένταση δεν έλειψε όποτε χρειάστηκε, ενώ η εμβάθυνση από πλευράς μουσικών –αλλά και η προσήλωση των ακροατών που προανέφερα– ήταν τέτοιες, ώστε πραγματικά η όλη ατμόσφαιρα παρέπεμπε πολλές φορές σε κάποιου είδους τελετουργία. Τελετουργία της οποίας τον ρυθμό κράταγαν τα κρουστά του καθισμένου οκλαδόν Κώστα Θεοδώρου και το κοντραμπάσο του Μιχάλη Σιγανίδη, για να ξεδιπλωθούν επί αυτού οι μελωδίες και οι αρμονίες από το βιολί του Κυριάκου Γκουβέντα, το ακορντεόν και το κανονάκι του Κώστα Βόμβολου, την κιθάρα και το ούτι του Γιάννη Αλεξανδρή και το νέι του Χάρη Λαμπράκη.
Παρότι είχαμε να κάνουμε σχεδόν αποκλειστικά με τραγούδια, ήταν τα οργανικά μέρη τους που αναδείχθηκαν σε πρωταγωνιστές στο μεγαλύτερο μέρος της συναυλίας –και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, με τους συγκεκριμένους μουσικούς; Αυτό, άλλωστε, φαινόταν να το αναγνωρίζει και η Γιαννάτου: κάθε που τελείωνε ένα κομμάτι γύριζε προς το μέρος τους αποδίδοντας τα εύσημα, ενώ στις στιγμές που ξέφευγαν προς ελευθεριάζουσες καταστάσεις ή απογειώνονταν σε εξωφρενικών απαιτήσεων ορχηστρικά μέρη, τους κοίταζε με ένα χαμόγελο που μαρτυρούσε πόσο πολύ το ζούσε και το απολάμβανε και η ίδια. Ήταν και εκείνης η απόδοση σπουδαία, όμως, καθώς ερμήνευσε μεστά και με άνεση. Φρόντισε επίσης να προλογίζει το κάθε τραγούδι και να μας εξηγεί τους στίχους του, ενώ πού και πού πέταγε και μερικά πολύ εύστοχα, χιουμοριστικά σχόλια.
Αυτή ήταν η δεύτερη ζωντανή παρουσίαση του Songs Of Thessaloniki στο ελληνικό κοινό. Είχε προηγηθεί η συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης το προηγούμενο βράδυ, ενώ θα ακολουθήσουν εμφανίσεις σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις. Έχοντας παρακαλουθήσει τα 100 (και κάτι) λεπτά της επί σκηνής παρουσίας της Σαβίνας Γιαννάτου και των Primavera En Salonico στο Gazarte, κάτι τέτοιο δείχνει απολύτως κατανοητό: ο μουσικός αυτός θησαυρός, με τον τρόπο που καναλάρεται μέσα από τη σύμπραξη των συγκεκριμένων 7 ανθρώπων, δεν είναι υπόθεση μόνο της Θεσσαλονίκης ή της Ελλάδας, αλλά του κόσμου όλου.