Δεν είναι λίγοι, ειδήμονες και μη, όσοι θεωρούν τον Karlheinz Stockhausen εμπνευστή (ή και υπαίτιο) για ουκ ολίγες αποκλίσεις/εκτροχιασμούς από τη νόρμα και τη φόρμα τόσο της κλασικής μουσικής, όσο και της σύγχρονης σύνθεσης. Όπως και να 'χει, με το μυαλό στο εξαιρετικό αφιέρωμα που έλαβε χώρα και πάλι στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών το 2012 –εκείνη τη φορά στον John Cage (υπό την επικεφαλίδα Musicircus)– κατευθύνθηκα προς το εξαιρετικής αρχιτεκτονικής κτήριο της Λεωφόρου Συγγρού, λίγο μετά το απόγευμα της περασμένης Κυριακής.
Το σκέλος της Open Day (εκδηλώσεις και έκθεση με ελεύθερη είσοδο για το κοινό στους περισσότερους χώρους της Στέγης), είχε ώρα έναρξης στις 4 το απόγευμα, με προβολές φιλμ σχετικών με το έργο και τη ζωή του Stockhausen σε δύο φουαγιέ· και με πραγματικά δεκάδες έργα να εκτελούνται από διάφορα μουσικά σύνολα, ανάλογα με τις απαιτήσεις της εκάστοτε σύνθεσης, κυριολεκτικά σε κάθε σημείο του κτηρίου, ακόμα και στους ανελκυστήρες!
Η ιδιαιτερότητα τόσο στη φόρμα όσο και στη συχνή χρήση διάφωνων διαστημάτων κατά τρόπο τουλάχιστον μηχανιστικό, εμμονικό και εν τέλει, εκούσια αιχμηρό, κατέστησε αδύνατον –κατά την ταπεινή μου γνώμη– στους περισσότερους να ακούσουν συνεχόμενα για 7(!) και πλέον ώρες μουσικά έργα τόσο παράδοξα για τον μέσο ακροατή. Παρ’ όλα αυτά, για κάποιον που γνωρίζει λίγα παραπάνω για την ιστορία και το έργο αυτού του τόσο «σπουδαίου συνθέτη, πρωτεργάτη της ηλεκτρονικής μουσικής και ανανεωτή της μουσικής γραφής και σκέψης» (διαβάζουμε στο κείμενο του σχετικού φυλλαδίου/προγράμματος), σίγουρα η Κυριακή ήταν μια ημέρα γιορτής: ένα φαντασμαγορικό ταξίδι στο «σύμπαν» του Stockhausen που όμοιό του δεν έχουμε βιώσει στη χώρα μας. Τα εύσημα πρέπει ν' αποδοθούν στην άρτια και ενδελεχή επιμέλεια του συνθέτη και μουσικολόγου Ανάργυρου Δενιόζου.
Αφού προσπάθησα να απορροφήσω ένα σημαντικό μέρος των μεγάλου ενδιαφέροντος φιλμ, αλλά και να ρίξω μια συνοπτική ματιά στην έκθεση βιβλίων και παρτιτούρων του συνθέτη, στάθηκα σε 3-4 εκτελέσεις μουσικών έργων και αφέθηκα στην κάθε τονική διάθεση, ρυθμική αγωγή και αρμονική προσέγγιση. Τι ξύλινα και χάλκινα, τι έγχορδα, τι βαρύτονοι και άρπες, τι κρουστά (πολλά κρουστά!), τι ηλεκτρονικά και «λεκτικές συνθέσεις», χρησιμοποιώντας ομιλία ή αφήγηση, συνθέτοντας με τρόπο αποσπασματικό τη λεγόμενη «διαισθητική μουσική», αλλά και ινδιάνικα τραγούδια για μεσόφωνους! Όλα τα είχε ο μπαξές. Ομολογουμένως, η επιλογή των έργων είχε γίνει με σκοπό τον πλουραλισμό και την ξενάγηση στη γκάμα των συνθέσεων του Stockhausen –ό,τι πρέπει δηλαδή για κάποιον που ερχόταν σε επαφή για πρώτη φορά με το έργο του. Όλοι δε οι συντελεστές φαίνονταν καταρτισμένοι σε μεγάλο βαθμό και οι ανάλογες πρόβες πρέπει να έγιναν με ευλαβική επιμέλεια εκ μέρους τους. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στον μουσικό διευθυντή των περισσοτέρων συνόλων Ανδρέα Λεβισιανό, ο οποίος φαινόταν να κατέχει εις βάθος τα μουσικά κείμενα που διηύθηνε.
Και για πότε πήγε 9 η ώρα... Όσοι είχαν παραμείνει στη Στέγη –και δεν ήταν και λίγοι– έσπευσαν στον 5ο όροφο για την προγραμματισμένη συναυλία της βραδιάς στη μικρή σκηνή, τη μόνη με αντίτιμο εισιτηρίου. Να σημειωθεί πως τόσο η οργάνωση όσο και η τήρηση του προγράμματος ήταν άψογη, κάτι στο οποίο μας έχει άλλωστε συνηθίσει ο εν λόγω χώρος. Παρ’ όλα αυτά, η συναυλία ξεκίνησε περίπου 25 λεπτά αργότερα από την ανακοινωμένη ώρα έναρξης.
Στην αρχή, το Refrain No. 11 (1959), στην πρώτη του εκδοχή, με πιάνο, celesta (δυστυχώς από συνθεσάιζερ, όχι ό,τι δεν θα το ενέκρινε ο συνθέτης...), βιμπράφωνο και κάποια μικρά κρουστά, με 3 μουσικούς επί σκηνής. Με αναφωνήσεις από τους συντελεστές ανάμεσα στα μουσικά σχήματα, θέματα πολύ μινιμαλιστικά, ως ένα αρχέγονο ambient-πριν-το-ambient, και μεγάλες παύσεις, η ατμόσφαιρα σίγουρα οικοδομήθηκε χωρίς πολύ κόπο· κρατώντας την προσοχή του κοινού σχεδόν ψυχαναγκαστικά. Επιπλέον, παρατηρήθηκαν κινησιολογικές διαφοροποιήσεις, γεγονός που μάλλον αναγραφόταν στην παρτιτούρα των εκτελεστών, ενώ η όλη σύνθεση θύμιζε διάλογο μεταξύ των συγγενικών ηχοχρωμάτων των οργάνων που είχαν επιλεγεί από τον Stockhausen, αλλά και των ίδιων των μουσικών μεταξύ τους (μαζί με τα επιφωνήματά τους, άλλοτε μαζί, άλλοτε χώρια). Σαν σποραδικές βελονιές από τα όργανα, με όλα να λειτουργούν ως κρουστά, λιγότερο διατονικά.
Στη συνέχεια, ένας πιανίστας. Σε μια σύνθεση του 1961, γεμάτη διάφωνα διαστήματα σε επαναλαμβανόμενο τέμπο και μοτίβα, με δυναμικές να διαφοροποιούνται, εμμονικούς τόνους να δίνουν τη σειρά τους σε απέριττες μελωδικές γραμμές και με νότες μεγάλης αξίας, οι οποίες συχνά-πυκνά διακόπτονταν από τα πρότερα επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Ατονική αταξία κι εδώ, με το πιάνο να λειτουργεί κατά την κρίση μου περισσότερο ως κρουστό, παρά ως μελωδικό όργανο.
Ακολούθησε το Zyklus No. 9 (1959) με έναν κρουστό περικυκλωμένο από βιμπράφωνο, ξυλόφωνο, δύο γκονγκ, τρίγωνα-κάλαντα και ό,τι άλλο κρουστό μπορεί να φανταστείτε. Το μουσικό κείμενο εδώ έμοιαζε τέτοιο που ο ακροατής δεν μπορούσε να αντιληφθεί εάν επρόκειτο ή όχι για αυτοσχεδιασμό. Επειδή τα λογιών-λογιών κρουστά τοποθετήθηκαν γύρω από τον μουσικό, η κινησιολογία ήταν σαφώς συμβολική και ιδιαίτερα σημαντική –απ’ όσο φαινόταν– για το εν λόγω έργο. Με ατμόσφαιρα που διαταρασσόταν από απότομα ξεσπάσματα στα διάφορα κρουστά και με glissandi σε βιμπράφωνο και ξυλόφωνο, το έργο ήρθε στην ολοκλήρωσή του με ένα δυνατό χτύπημα σε ένα τύμπανο τραχύ, αλλά σχετικά μπάσο συχνoτικά.
Και να σου, επανέρχεται μια έτερη μουσικός στο πιάνο, για μια αντίστοιχη με τη δεύτερη στη σειρά σύνθεση, το ίδιο ατονική και μινιμαλιστική. Όπως και η προηγούμενη της αντίστοιχης φόρμας, μοιάζει να συνοδεύει κάποιες αδιόρατες εικόνες ή κάποιο φιλμ που προβάλλεται κάπου αλλού ή στο υποσυνείδητο ή, έστω, κατά τη διάρκεια εναλλαγών μεταξύ συναισθημάτων, σκέψεων, διαθέσεων. Πρόκειται για μια μουσική διάλεκτο με συνέπεια, η οποία όμως περιστρέφεται γύρω από την έκπληξη, την απομάκρυνση από κάθε τι το συμβατικό ή σχηματικό, αλλά και την αυτοματοποιημένη εμμονή. Ατονικά αρπίσματα σε διαφορετικό τέμπο, ακανόνιστες παύσεις, ατμόσφαιρα, έκπληξη και –εν τέλει– μια κάποια μυσταγωγία. Κι ενώ πλησιάζαμε προς το διάλειμμα, ήδη η πληροφορία ήταν πλούσια και μεστή. Οι 3 μουσικοί της αρχικής σύνθεσης της συναυλίας επέστρεψαν και εκτέλεσαν μια δεύτερη εκδοχή, αυτή τη φορά ελαφρώς πιο ζωηρά και με πιο σαφείς κορυφώσεις.
Μετά το διάλειμμα αναρωτιόμουν πόσο μπορεί κάποιος να κρατήσει ενεργή την προσοχή του απένταντι σε ένα τέτοιο μουσικό έργο, που ξεδιπλωνόταν ζωντανά μπροστά του, μέσα από τις εξαιρετικές εκτελέσεις των συνόλων. Πήρα λοιπόν βαθιά ανάσα και βούτηξα και πάλι στον βυθό του Karlheinz Stockhausen, για το δεύτερο μέρος της συναυλίας. Τρεις συνθέσεις πολύ διαφορετικές στα ηχοχρώματά τους από εκείνες του πρώτου μέρους, ωστόσο με σαφείς αναφορές στο ύφος και στην τεχνοτροπία της γνώριμης γραφής του δημιουργού.
Η πρώτη περιελάμβανε 10 όργανα επί σκηνής (άρπα, φλάουτο, κλαρινέτο, μπάσο κλαρινέτο, όμποε, πιάνο, τρομπέτα, τρομπόνι, βιολί και τσέλο), τα οποία εκτέλεσαν μία πραγματική «αντίστιξη» ενώπιόν μας: ο τίτλος του έργου, Kontra-Punkte No.1 και γράφτηκε μεταξύ 1952 και 1953. Με αξιοσημείωτες δυναμικές, σποραδικές τονικές πινελιές, ελάχιστες μεγάλες αξίες στις νότες και μελαγχολική διάθεση, ο τίτλος της σύνθεσης τιμήθηκε δεόντως. Το δεύτερο έργο περιελάμβανε 5 ξύλινα πνευστά, άλλοτε όλα μαζί, άλλοτε ένα προς ένα, με κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες μελωδικές γραμμές· θέματα φευγαλέα, μα και επακόλουθα διάφωνα ξεσπάσματα, όλα να μου φέρνουν στο μυαλό το χάος της μεταβιομηχανικής περιόδου, το οποίο κι αποδόθηκε εξαίσια.
Τέλος, τη σκηνή κατέλαβε μια ορχήστρα δωματίου με ποικίλα όργανα, εκτελώντας το πιο ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μου έργο της βραδιάς. Κι αυτό λόγω κυρίως του γεγονότος πως τα ηχοχρώματα ήταν πραγματικά πλούσια και η ατμόσφαιρα λιγότερο πνιγηρή από τις ατονικές διαφωνίες των προηγούμενων συνθέσεων. Με pizzicati αποφασιστικά στα έγχορδα, με όμποε «βάλσαμο» και με τον κάθε μουσικό να εκτελεί με τη σειρά του ένα θέμα σε σόλο εν είδει cadenza (τύπος σολιστικού αυτοσχεδιασμού, κυρίως στην κλασική μουσική), το μουσικό κείμενο έμοιαζε ομολογουμένως πιο βατό, χωρίς να χάνει τον ηρωισμό του ή να ξεφεύγει από την τεχνοτροπία του Stockhausen. Μια σύνθεση πραγματικά απολαυστική για κάποιον που αρέσκεται στη διατονική μουσική, με τις σωστές δόσεις «αλητείας» στις αποκλίσεις της και με ένα φινάλε θριαμβευτικό –με σαλπίσματα επικών εντάσεων που όμως παρέθεσαν ό,τι πιο μελωδικό ακούσαμε εκείνο το βράδυ. Το κόρνο, νευρικό μα και σθεναρό, έφερε την ολοκλήρωση της σύνθεσης, αλλά και του αφιερώματος στον μεγάλο πρωτοπόρο της σύγχρονης μουσικής.
Με έντονα συναισθήματα, ένα μυαλό σε σύγχυση από το μέγεθος και την ευρύτητα των πληροφοριών που εισέπραξα, αλλά και την επιθυμία να αφήσω όλο αυτόν τον μουσικό πλούτο να καταλαγιάσει μέσα μου, κατευθύνθηκα προς το όχημά μου, με σαφή διάθεση για απομόνωση και περισυλλογή. Σίγουρα για τις επόμενες ώρες δεν θα άκουγα κάτι άλλο, εκτός από τους ήχους του περιβάλλοντος. Όμως και τούτοι, πώς θα μπορούσαν να λείψουν από την παλέτα του Karlheinz Stockhausen! Ένα πραγματικά μνημειώδες, καλαίσθητο, υπέροχα οργανωμένο, αλλά και βασανιστικά πληθωρικό αφιέρωμα σε μια μουσική ιδιοφυΐα του περασμένου, αλλά και τούτου του αιώνα.
{youtube}x8QjgK5n0Ig{/youtube}