Βράδυ Δευτέρας και, κατηφορίζοντας τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, αναρωτιέμαι πόσα χρόνια έχω να βρεθώ σε δημόσιο χώρο που ν' αντηχεί από αυθόρμητα και ζεστά γέλια και πόσες φορές η μαγεία της οθόνης καταφέρνει, σε δευτερόλεπτα, να εξαφανίσει τις εντάσεις μιας κουραστικής μέρας. Πολλά! Στη δική μου περίπτωση βέβαια δεν θα χρειαζόταν αρκετή προσπάθεια για το δεύτερο, μιας και τα τελευταία χρόνια η ενασχόλησή μου με τις βωβές ταινίες –τόσο σε μουσικό, όσο και σε οργανωτικό επίπεδο– έχει γίνει σχεδόν μονομανία· κάτι που με καθιστά τον αυστηρότερο κριτή τους. Κι αν μιλήσουμε για κριτική μεγάλης διοργάνωσης, όπως αυτή που ακολουθεί, τρέμε Roger Ebert!
Με αυτές ακριβώς τις σκέψεις ανηφόρισα προς το Ηρώδειο τη Δευτέρα, αναρωτώμενη για την τύχη του χιονοδαρμένου Χρυσοθήρα (The Gold Rush, 1925) του Τσάρλι Τσάπλιν, μιας από τις αγαπημένες μου βωβές ταινίες –σχεδόν ιερή τη θεωρώ– η οποία θα συνομιλούσε ζωντανά με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, στην πρώτη συναυλία της τελευταίας για το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών. Μαρτύρησα όμως εξ αρχής τις διαθέσεις με τις οποίες κατέβηκα, μετά το πέρας της προβολής.
To Ηρώδειο, λοιπόν, μετατράπηκε σε θερινό σινεμά και μεταφέρθηκε νοητά στη χιονισμένη Αλάσκα, εν μέσω Πυρετού του Χρυσού. Ωραία του πάει του βράχου το πανί, σκέφτηκα –και το μυαλό άρχισε να οργιάζει, σκεπτόμενο μελλοντικές προβολές. O Χρυσοθήρας, το βωβό αριστούργημα του Τσάπλιν που ο ίδιος μνημόνευε στα τελευταία χρόνια της ζωής του ως το «αγαπημένο του δημιούργημα», προβλήθηκε υπό τη μουσική διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη, σε μουσική Τσάπλιν και μεταγραφή του Timothy Brock για ζωντανή εκτέλεση. Να σημειωθεί πως η ίδια εκδοχή παρουσιάστηκε τον Φεβρουάριο του 2011 στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, από την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης σε μουσική διεύθυνση Κριστόφ Έσερ, στο πλαίσιο της ενότητας «Μουσική και Κινηματογράφος» (και σε πάμπολλες άλλες περιστάσεις, με διαφορετική ζωντανή επένδυση: βλέπε Φεστιβάλ Βωβού Κινηματογράφου Κακογιάννη, Φεστιβάλ Θρησκευτικής Μουσικής Πάτμου, κ.ά.).
Πέρα από τις δικές μου προτιμήσεις, ο Χρυσοθήρας συγκαταλέγεται στις καλύτερες ταινίες στην ιστορία του σινεμά, αποτελώντας σημείο αναφοράς για τη βωβή περίοδό του. Eίναι ένα ραφιναρισμένο απόσταγμα των χαρακτήρων του Τσάπλιν από ταινίες όπως το Χαμίνι, ο Σαρλό Στρατιώτης και μιας συλλογής σκηνών που έχουν εντυπωθεί για πάντα στις κινηματογραφικές μας μνήμες. Δεν είναι τυχαίο που ξαφνικά οι οθόνες των κινητών τηλεφώνων, μαζί και του δικού μου, φώτισαν στην αριστουργηματικά χορογραφημένη σκηνή με τα ψωμάκια· μια σκηνή που, αν και δεν διεκδικεί τον τίτλο της παρθενογεννημένης –o Roscoe Arbuckle την είχε προβάρει για πρώτη φορά στο Rough Ηouse του 1917– έχει άρρηκτα συνδεθεί με τον Τσάπλιν.
Η κινηματογραφική ιστορία λέει πως η ιδέα του Χρυσοθήρα μπήκε στο μυαλό του Τσάπλιν καθώς παρατηρούσε κάποιες στερεοσκοπικές φωτογραφίες που απεικόνιζαν χρυσοθήρες στο Κλοντάικ και στο Chilkoot Pass το 1897 (να, κάτι σαν αυτό), ενώ διάβαζε ένα βιβλίο για τις τραγικές περιπέτειες μιας ομάδας μεταναστών στα χιόνια της Σιέρα Νεβάδα (Donner Party Disaster, 1846), οι οποίοι αναγκάστηκαν να φάνε τα μοκασίνια τους και τους νεκρούς συντρόφους, στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν. Οι εικόνες τον συνεπήραν κι άρχισε να δίνει σάρκα και οστά σε μία από τις μεγαλύτερες και γλυκόπικρες βωβές κωμωδίες, έχοντας το πλήρες σενάριο στο μυαλό του. Η παραγωγή της ταινίας ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 1923 και ολοκληρώθηκε τον Μάϊο του 1925, με την πρεμιέρα να λαμβάνει χώρα στο Grauman’s Egyptian Theatre του Χόλυγουντ στις 26 Ιουνίου 1925, σημειώνοντας τεράστια εμπορική επιτυχία.
Επιστροφή όμως στο χαρτί του σεναριογράφου Τσάπλιν και στο πανί. Σύμφωνα με τα Chaplin Studios, η ιστορία είχε ως εξής:
«Ο Μοναχικός Χρυσοθήρας, ένας γενναίος ανθρωπάκος, που αναζητά τη δόξα και το χρήμα μαζί με τους αποφασισμένους άνδρες που διέσχισαν το πέρασμα του Chilkoot Pass με προορισμό το άγνωστο, στην ξέφρενη αναζήτηση του χρυσού που κρυβόταν στον ερημότοπο της Αλάσκας. Μοναχικός, με την ψυχή του να οδηγείται από μεγάλες φιλοδοξίες, η άκακη υπομονή του και τα αταίριαστα ρούχα του τον κατέστησαν στόχο των αστείων των συντρόφων του και των ανελέητων δυσκολιών του παγωμένου Βορρά».
Και κατέληγε:
«Η φήμη της επιτυχίας των δυο συνεταίρων έχει διαδοθεί κι οι ρεπόρτερ παίρνουν το πλοίο για να πετύχουν συνεντεύξεις. Ο Μοναχικός, από τη φύση του καλός, συμφωνεί να φορέσει τα παλιά του ρούχα για μια φωτογραφία. Σκοντάφτοντας στη σκάλα του καταστρώματος, πέφτει στην αγκαλιά της Georgia, η οποία επιστρέφει στην Αμερική ως επιβάτης τρίτης θέσης. Οι ρεπόρτερ διαισθάνονται μια ιστορία αγάπης και ρωτούν την κοπέλα ποια είναι. Ο μοναχικός ψιθυρίζει στο αυτί της Georgia, η οποία γνέφει ότι συμφωνεί. Χέρι-χέρι, ποζάρουν για τις φωτογραφίες ενώ οι ρεπόρτερ αναφωνούν με ενθουσιασμό: «Τι φανταστικό εξώφυλλο θα γίνει αυτό!».
Το 1942 ο Τσάπλιν αποφασίζει να μοντάρει μια νέα βερσιόν της ταινίας κόβοντας κάποιες σκηνές, τροποποιώντας άλλες –εμφανίζεται π.χ. η νέα σκηνή με το φιλί στο τέλος– αφαιρώντας τις παλιές κάρτες τίτλων και αντικαθιστώντας τις με τη δική του φωνή σε ρόλο αφηγητή. Μείωσε επίσης τη συνολική διάρκεια μέσω ενός πιο σφιχτοδεμένου μοντάζ, κυρίως όμως δημιούργησε με τη βοήθεια του συνθέτη Max Terr και του James Fields τη νέα μουσική του φιλμ, η οποία ήταν μάλιστα υποψήφια για Όσκαρ το 1943 (έχασε από το Now Voyager του Max Steiner). Συμπεριλαμβάνοντας αρκετά γνωστά κλασικά θέματα για να περιγράψει την αγάπη του πρωταγωνιστή προς την Georgia, όπως το "Evening Star" από τον "Tannhäuser" του Βάγκνερ, το "Sleeping Beauty Waltz" του Τσαϊκόφσκι, το "Flight Of The Bumble Bee" του Rimsky-Korsakov και το "Intermezzo" του Μπραμς. Το νέο score ταξίδεψε στον χρόνο και παραδόθηκε το 1992 από τη λονδρέζικη Photoplay Productions στον έμπειρο μαέστρο Carl Davis για μια νέα δημιουργία, με σκοπό να στηθούν προβολές με ζωντανή συνοδεία ορχήστρας. To 2006 ο Χρυσοθήρας βρίσκεται στα ικανά χέρια του συνθέτη και μαέστρου Timothy Brock –έχει ενορχηστρώσει άλλες 12 ταινίες του Τσάπλιν– και κάπως έτσι η κόπια φτάνει και στο Ηρώδειο, γυαλισμένη κι απαστράπτουσα.
Το γεγονός πως ο ίδιος ο Τσάπλιν έγραφε τη μουσική στις ταινίες του δεν είναι γνωστό στο ευρύ κοινό και αποτέλεσε το βασικό θέμα συζήτησης στα σκαλάκια του Ηρωδείου. Να συμπληρώσω λοιπόν φωναχτά στους ψιθύρους πως, αν και δεν υπήρξε επαγγελματίας μουσικός, ήταν άριστος αυτοσχεδιαστής στο πιάνο, με εκπληκτικό μουσικό κι αισθητικό κριτήριο και με σαφή γνώση της μουσικής φόρμας. Γεννούσε τις μελωδίες του στο πιάνο, φαντασιωνόταν μια σειρά ηχητικών εφέ –όπως πυροβολισμούς, λόξυγγα, γδούπους– κι επαγγελματίες ενορχηστρωτές αναλάμβαναν κατόπιν να αποτυπώσουν στο χαρτί τις μελωδικές του εικόνες. Η μουσική αποτελούσε για τον Τσάπλιν βασικό συστατικό των ταινιών του, που μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά ή θετικά τις σκηνές, την επιτυχία των εικόνων και τη μετάβαση των συναισθημάτων προς το κοινό.
Ο Timothy Brock αναφέρει ότι:
«η μουσική αυτής της ταινίας περιλαμβάνει όλα όσα αγαπώ περισσότερο στη γραφή του Τσάπλιν. Είναι τόσο εξαιρετικά ελεύθερη και, στα αυτιά μου, είναι από τις βαθύτερες και σκοτεινότερες μουσικές ταινίας του. Λέει επίσης πολλά για το στάδιο στο οποίο βρισκόταν ο Τσάπλιν, ως συνθέτης, το 1942. Είχε γράψει τη μουσική του Μεγάλου Δικτάτορα 2 χρόνια νωρίτερα και δεν θα συνέθετε τον κύριο Verdoux πριν περάσουν άλλα 5. Το μόνο που μπορεί κανείς να υποθέσει είναι ότι χωρίς την πίεση των προθεσμιών για έναν συνθέτη μουσικής ταινίας, τόσος χρόνος αποτελεί μια παρότρυνση προς τη λεπτομέρεια και τη φινέτσα. Και αυτή η μουσική δείχνει σαφώς τι είναι ικανός να κάνει ένας συνθέτης όταν του δίνουν το χρόνο που χρειάζεται. Τον Τσάπλιν απασχολούσε η μουσική που δεν ήταν απλά κατάλληλη, αλλά που φόρτιζε τη σκηνή με το απαιτούμενο περιεχόμενο. Ναι, στη μουσική του Χρυσοθήρα υπάρχει μουσική χιονοθύελλας, μουσική πάλης, μουσική αγάπης, μουσική κέντρου χορού. Όμως υπάρχει και μουσική γραμμένη για το λόξυγγα, την πείνα, τον ύπνο, το φαγητό, τις παραισθήσεις, τον χιονοπόλεμο, την υποψία, την ταπείνωση, την περηφάνια και την αδιαφορία. Όλα αυτά αποτελούν στοιχεία-κλειδιά τόσο της ταινίας όσο και της μουσικής του. Σε αυτήν τη μουσική για ταινία υπάρχουν τα συνήθη στοιχεία των έργων του Τσάπλιν. Τα σκοτεινά και μελαγχολικά κομμάτια των εγχόρδων, το πολύχρωμο όμποε και τα σόλο του φαγκότο, η πανταχού παρούσα άρπα και η καθαρή, άγρια δύναμη των χάλκινων. Όμως εδώ η γραφή έχει περισσότερα στοιχεία μιας έκθεσης με ελεύθερη ροή της έκφρασης και της κίνησης, και η διάθεση και ο χαρακτήρας μπορούν να αλλάξουν απροειδοποίητα».
Το ιστορικό βάρος της ταινίας, η σημαντικότητα που προσέδιδε ο Τσάπλιν στην ίδια τη μουσική του και το γεγονός πως η ζωντανή συνοδεία μιας βωβής ταινίας απαιτεί χειρουργικό συντονισμό εικόνας και ήχου –ειδικά όταν πραγματοποιείται από ορχήστρα η οποία δεν ειδικεύεται σε τέτοιου είδους εκτελέσεις– ήταν φορτία που συγκεντρώθηκαν στην άκρη της μπαγκέτας του Μίλτου Λογιάδη. Και παρά τις κάποιες μικρές συγχρονιστικές αστοχίες και τις στιγμιαίες παραφωνίες των χάλκινων, η συνολική εντύπωση ήταν πως τόσο ο μαέστρος, όσο και οι μουσικοί της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, αγκαλιάσανε με αγάπη τον Χρυσοθήρα. Καταφέρανε έτσι να πετάξουν λίγη από τη χρυσόσκονή του στα σχεδόν γεμάτα σκαλάκια του Ηρωδείου και στον κόσμο που έφυγε με την προσμονή της επανάληψης αυτής της εμπειρίας στο κοντινό μέλλον.
Και είναι κι ο Τσάπλιν ο δημιουργός που, όσο κανένας άλλος, είχε (και έχει) την εκπληκτική ικανότητα να σε μεταφέρει στον ασπρόμαυρο βωβό μαγικό του κόσμο, κάνοντάς σε να χάνεις την αίσθηση του χωροχρόνου, γελώντας με παιδική αθωότητα. Και είναι κι αυτό το Ηρώδειο βέβαια, που όλα τα μαγεύει…
{youtube}nt-_DXC-aik {/youtube}