Ομολογώ πως η λατρεία που διαπίστωνα τριγύρω μου για τους Κόρε. Ύδρο. με άφηνε μέχρι πρότινος με ένα κάποιο ερωτηματικό. Συμφωνούσα βεβαίως πως ο Παντελής Δημητριάδης είναι εκ των ευφυέστερων στιχουργών της εγχώριας ποπ/ροκ, όπως επίσης και για το ότι υπάρχει γενικώς μια ευχέρεια στο να γράφονται δυνατά τραγούδια –όμως μέχρις εκεί. Φταίει μάλλον που δεν είχα δει ποτέ (μέχρι την προηγούμενη Πέμπτη) τη ζωντανή εκδοχή του κερκυραϊκού γκρουπ, καθώς επάνω στο σανίδι το όλο πράγμα αποκτά την επιπλέον διάσταση με την οποία διαλύονται ερωτηματικά και επιφυλάξεις.
Υπάρχει μια ορμή σ’ αυτό που συμβαίνει, μια δύναμη για την οποία πολλές φορές σκεφτόμουν πως δεν προκύπτει απλώς από το άθροισμα των παραγόντων. Όπως εν πολλοίς συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις λατρείας, ο ορθολογισμός από μόνος του δεν φτάνει για να εξηγήσει. Εκεί λοιπόν που γύρω μου γινόταν ο χαμός, εγώ προσπαθούσα να ακούσω με το μυαλό και τα κουκιά δεν έβγαιναν.
Βεβαίως, οι στίχοι παρέμεναν εξαιρετικοί στη λεπτή τους ισορροπία μεταξύ ιλαρότητας και θανάσιμης σοβαρότητας, βλέποντας όμως το πράγμα ψυχρά, ούτε η φωνή του Δημητριάδη διέθετε πολλά πέραν της αναμφισβήτητης ιδιο-τροπίας της, ούτε η μουσική έλεγε κάτι που δεν έχεις ακούσει ξανά και ξανά τα τελευταία 20 (και βάλε) χρόνια. Χώρια που αυτή η τελευταία δεν φάνηκε και ιδιαιτέρως πρόθυμη να ακολουθήσει το «σπάσιμο» των τυπικών κανόνων, στο οποίο επανειλημμένως προχωρούσε ο περφόρμερ Δημητριάδης –και η σιδερόβεργα με την οποία ο ίδιος κακομεταχειριζόταν την κιθάρα του δεν αρκεί ή τέλος πάντων δεν αρκεί πάντα. Καλοβαλμένα όλα βεβαίως και ταιριαστά μεταξύ τους, αλλά μέχρις εδώ είμαστε σε ό,τι θα χαρακτηριζόταν ως μια απλώς καλή συναυλία. Ο γενικός παροξυσμός τον οποίο αντιλαμβανόμουν τριγύρω, δεν προέκυπτε…
Προφανώς, ο συγκεκριμένος τρόπος ακρόασης ήταν ο λανθασμένος –ή, εν πάση περιπτώσει, ο μη ενδεδειγμένος. Εδώ συνέβαινε κάτι παραπάνω, κάτι που στην τελική δεν κατορθώνουν τη σήμερον και πολλοί. Οι Κόρε. Ύδρο. εμφανώς επεμβαίνουν στο θυμικό των ακροατών τους και μάλιστα καταλυτικά· η ένταση που βγαίνει από στίχους και μουσική, το πάθος της από σκηνής ερμηνείας τους, διαχέεται προς τον κόσμο και επιστρέφει διπλό και τρίδιπλο. Βεβαίως είναι τα τραγούδια, τα οποία επιτρέπουν μια κάποιας μορφής ταύτιση, είναι όμως και η αμεσότητα των τρόπων των Κερκυραίων, χωρίς την οποία το όλο πράγμα θα χανόταν στη θολή «καλλιτεχνική» του διάσταση. Αν κάτι οφείλω να παραδεχθώ, είναι ότι η δεύτερη αθηναϊκή βραδιά των Κόρε. Ύδρο. στο Six d.o.g.s. –παρότι εκείνη με το «βαρύ» πρόγραμμα, σε αντίθεση με την πρώτη, που περιλάμβανε το «ελαφρύ»– ήταν η πιο εγγενώς εξωστρεφής συναυλιακή περίσταση στην οποία έχω βρεθεί εδώ και αρκετά χρόνια.
Κατά τα λοιπά, τα έγραψε προχθές και ο Χάρης Συμβουλίδης, σχολιάζοντας την εμφάνιση της Τετάρτης. Από την πλευρά μου δεν έχω πολλά να προσθέσω. Ίσως μόνο το γεγονός ότι η συναυλία της Πέμπτης ξεκίνησε αρκετά πιο χλιαρά σε σχέση με τις διηγήσεις που άκουγα περί των πεπραγμένων της προηγουμένης. Λογικό, υπό μία έννοια· υπήρχαν τραγούδια που έπρεπε να παιχτούν προκειμένου να «κλείσει ο κύκλος τους» και τυπικά, υπήρχε ενδεχομένως και μια σχετική κόπωση από το πολύωρο σετ της Τετάρτης. Η βραδιά πήρε πάντως μπροστά σχετικά γρήγορα, ώστε όταν παίχτηκαν τα «σουξέ» –τύπου “Όχι Πια Έρωτες”, “Άλλη Μια Νύχτα Σύγχυσης Και Γέλιου”, “Τα Βράδια Της Κρίσης” ή “Χειραψία”– να γίνουν δεκτά με την ανάλογη φρενίτιδα. Εννοείται πως κι εκείνη η δήλωση του Δημητριάδη στην αρχή, ότι το πρόγραμμα της Πέμπτης δεν θα περιλάμβανε εκστατικές βουτιές στο κοινό, δεν πρέπει να κράτησε την αλήθεια της για παραπάνω από 30-40 λεπτά...
Πριν από τους Κερκυραίους είδαμε τον Κτίρια Τη Νύχτα. Υπήρχε μια απορία (τουλάχιστον στο μυαλό μου) πώς όλο αυτό το ηχητικό κολάζ των δίσκων του θα μπορούσε να σταθεί σε μία σκηνή· μου φαινόταν δηλαδή πως η μουσική του ακούγεται καλύτερα όπως ακριβώς γράφεται –στην οικειότητα της οικιακής, κατά μονάς ακρόασης. Ομολογουμένως, η απάντηση που δόθηκε ήταν πειστική: έχοντας μπροστά του πεταλάκια, λουπιέρες και παραμορφωτές, ο Κτίρια Τη Νύχτα έντυσε τα τραγούδια του με ένα σαφώς πιο εμποσθοβαρές μπιτ, ενοποιώντας πολλές φορές ή επεκτείνοντας τα σύντομα ηχητικά κολλάζ που συνοδεύουν τους ευρηματικούς στίχους του. Υποστήριξε έξυπνα τις συνθέσεις του, έδεσε όμορφα τις αφηγήσεις του με τα σπασμένα του μπιτ και με σιγουριά μπορώ να πω ότι στάθηκε ένα σκαλί παραπάνω από τον διεκπεραιωτικό ρόλο που πολλοί αποδίδουν στο «σαπόρτ».
{youtube}0_MfdIvgdYY{/youtube}