Το κοινό που παραμέρισε πιο πρόθυμα κι από τα νερά της Ερυθράς Θάλασσας ενώπιον του Μωυσή, όταν κατέβηκε ο Π.Ε. Δημητριάδης από τη σκηνή κατά τη διάρκεια της “Πρωινής Διερώτησης”· το γαμημένο το μπλουζάκι Motörhead που κακώς δεν έβαλα, γιατί δική τους συναυλία θύμιζε η φρενίτιδα της πρώτης σειράς κατά τη διασκευή στο “Lithium” των Nirvana· η ντισκομπάλα του Six d.o.g.s., η οποία απόκτησε (ίσως για πρώτη φορά) νόημα όσο χορεύαμε εκστασιασμένοι στους ρυθμούς του ελληνοποιημένου “I Will Survive”, που ήρθε και κόλλησε αναπάντεχα –μα τόσο ταιριαστά– στο “Τραγούδι Με Ανάστροφο Μήνυμα”· η Πηνελόπη Γερασίμου να κάνει ένα απίστευτο σάλτο, να με ποδοπατά και να σωριάζεται ανάσκελα στο πάτωμα μπροστά μου για χατίρι ενός ακόμα σούπερ ντούπερ ροκ (φωτογραφικού) στιγμιότυπου· το μπουζούκι του Στέφανου Μπόγδου να μετατρέπει σε ατόφιο ζεϊμπέκικο το “Χωρίς Επίκληση”· οι χίπστερ που έμειναν κάγκελο όταν παίχτηκε το “Είναι Το Κάτι Που Μένει” του Τόλη Βοσκόπουλου.
Όλα αυτά γυρίζουν ανάκατα στο κεφάλι μου καθώς προσπαθώ ν’ αποτιμήσω μια πολύτιμη συναυλιακή εμπειρία, ένα λάιβ για το οποίο θα ζαλίζουμε τους οικείους μας για πολλά, πολλά χρόνια. Χωράνε νομίζετε τέτοιες στιγμές σε μια κόλλα Microsoft Word; Χωράει όλος εκείνος ο πανικός, όταν ένα τιγκαρισμένο Six d.o.g.s. ξελαρυγγιαζόταν και σχιζοφρενιαζόταν τραγουδώντας το “Άλλη Μια Νύχτα Σύγχυσης Και Γέλιου”, ενόσω ο Π.Ε. Δημητριάδης βρισκόταν σ’ ένα ακόμα εκστατικό stage diving; Έχω δει κι άλλες φορές ζωντανά τους Κόρε.Ύδρο. (εξαιρετικές οι μνήμες από το ’10 στο Gagarin), όμως προχθές η παρέα από την Κέρκυρα βρέθηκε σε μια απίστευτη στιγμή. Απόδειξη, ότι παρασύρθηκε και η ίδια: από ένα σημείο και μετά δεν είχε καμία σημασία πότε θα τελείωνε αυτό το λάιβ –θα τελείωνε όταν– ενώ χάθηκε και η ανακοινωμένη διάκριση για δύο μέρες στην Αθήνα με διαφορετικές setlist, καθώς η μία έμπαινε στην άλλη.
Οφείλω ωστόσο μέσα στην παραζάλη του ενθουσιασμού να δώσω τα εύσημα σε αυτήν την κάπως νέα εκδοχή των Κόρε.Ύδρο. Ναι, έλειψε η απόμακρη φιγούρα του Αλέξανδρου Μακρή στη γνώριμη θέση πίσω από το πιάνο, μα στη θέση του βρισκόταν ένας αληθινά ενθουσιώδης αντικαταστάτης, ο Δημήτρης Παγανός, ο οποίος έφτασε στην Αθήνα προετοιμασμένος στην εντέλεια, συμβάλλοντας –με το παίξιμο μα και τα τατουάζ του– στο πιο ροκ από ποτέ προφίλ των Κερκυραίων. Το ίδιο έκαναν και τα τύμπανα του Άγγελου Σερσέμη: ήξερε πότε ήταν η στιγμή για κοπάνημα και πότε όφειλε να αποσυρθεί σε πιο διακριτικό ρόλο. Παντελής Πέτρου στο μπάσο και Κυριάκος Πέτρου στο βιολί στάθηκαν επίσης εξαιρετικά, ενώ ειδική μνεία αξίζει στα παθιασμένα βολτ που εξαπέλυσε από την ηλεκτρική του ο Μάριος Πλασκασοβίτης. Χωρίς αυτήν τη σθεναρή ραχοκοκαλιά πίσω του, ο χαρισματικός Π.Ε. Δημητριάδης θα είχε βρεθεί μετέωρος, ειδικά στις πιο αυθόρμητες στιγμές του λάιβ.
Προσπαθώντας να θυμηθώ κι άλλα στιγμιότυπα, ανασύρω το χαρακτηριστικό κωλοδάχτυλο του Δημητριάδη στα “Βράδια Της Κρίσης”, εκεί στο «μαζί τα φάγαμε απ’ τον κώλο μωρό μου», την καταπληκτική εκτέλεση του “Τώρα Που Δεν Έχω Κανέναν” –που ήρθε κατόπιν της παραγγελιάς ενός κυρίου από το κοινό– τη συγκίνηση με την οποία τραγουδήσαμε με στόμα ένα το “Όχι Πια Έρωτες” και το “Μη Με Ρωτάς” (από τον πρώτο-πρώτο δίσκο τους, Αν Όλα Τέλειωναν Εδώ). Στα λίγα αρνητικά σημεία, από την άλλη, θα σημειώσω ότι το “Όταν Είμαι Μαζί Σου/Όταν Είσαι Μαζί Μου” –με γυναικεία φωνητικά από μια κοπέλα από το κοινό– παραήταν υποτονικό και χλιαρό φινάλε για ένα τέτοιο λάιβ. Κι επίσης, ότι θεσπέσια η έκπληξη με το “Είναι Το Κάτι Που Μένει” του Βοσκόπουλου (για όσους τέλος πάντων δεν βάζουμε τη μαρμελάδα στ’ αυτιά), όμως o Δημητριάδης δεν το ερμήνευσε καλά. Στάθηκε περισσότερο ως δήλωση λοιπόν, παρά ως αποτέλεσμα.
To λάιβ άνοιξε ο Παν(αγιώτης) Παν(ταζής), παρέα μ’ έναν μπασίστα, έναν ντράμερ και τη Nefeli Walking Undercover (Νεφέλη Λιούτα) στο βιολί. Δεν ξέρω –δεν νομίζω, για να είμαι ακριβής– ότι ήταν η πιο ταιριαστή support επιλογή για τους Κερκυραίους, καθώς ο ήχος του είναι έκδηλα ηλεκτρονικός. Προσωπικά, πάντως, με κέρδισε σχεδόν από την αρχή και τον παρακολούθησα με μεγάλο ενδιαφέρον.
Γιατί είχε την αύρα του αθηναϊκού αστικού τοπίου η μουσική που έβγαινε από τα διάφορα σίνθια, πετάλια και σαμπλαριστές του Pan Pan, ενώ τα φυσικά όργανα (μπάσο και βιολί, τα τύμπανα ήταν ηλεκτρονικά) έμπαιναν πολύ μελετημένα στο όλο μείγμα, κομίζοντας ζεστασιά και λυρισμό. Κι ενώ όταν πρωτάκουσα τη φωνή του σκέφτηκα ότι έχει κάμποσες φυσικές αδυναμίες ώστε να υποστηρίξει με τον πρέποντα τρόπο όλο αυτό το εγχείρημα, βρήκα ότι διέθετε μεγάλη ερμηνευτική πειθώ –κυρίως όταν αφηγούταν ή όταν ράπαρε τους στίχους. Σημείωσα επίσης ότι γράφει καλό ελληνικό στίχο, με κάτι από την κληρονομιά των 3 πρώτων Στέρεο Νόβα δίσκων να πλανάται στο τοπίο· και θα σύστηνα να την ακολουθήσει πιο γενναία τη συγκεκριμένη διαδρομή, καθώς επιτυγχάνει πιο καίρια τον στόχο σε σύγκριση με τα αγγλόφωνα κομμάτια.
Ακόμα κι αν η καταιγιστική εμφάνιση των Κόρε.Ύδρο. δεν βοήθησε ώστε να μείνει ιδιαίτερα στη μνήμη το σετ του Pan Pan, γεγονός παραμένει πως έκανε το support για μια συναυλία που ενδέχεται να μείνει ως σημείο αναφοράς για μια γενιά μουσικόφιλων. Μπορεί οι 40άρηδες να μην το πιάνουν καθόλου και οι 30άρηδες να επιδεικνύουν έναν μάλλον δυσκοίλιο ενθουσιασμό, σημαντική μερίδα ωστόσο των 20άρηδων που ασχολούνται με τα μουσικά πράγματα απέδειξαν για ακόμα μία φορά ότι ακολουθούν φανατικά το γκρουπ και ξέρουν απέξω κι ανακατωτά τους στίχους των τραγουδιών του. Κι αυτή η φορά είχε κάτι που δεν το είχε καμία άλλη.
{youtube}NNqjDgWfrY8{/youtube}