Η ιστορική σημασία και το εκτόπισμα των Last Drive για την εγχώρια μουσική πραγματικότητα, όπως και όλη η τυπολατρία που τα συνοδεύει, δεν έχουν χώρο σε ένα κείμενο γύρω από την πρώτη μέρα των ζωντανών εορτασμών που έστησαν στο Gagarin, με σημαδούρα τα 30 χρόνια από τον σχηματισμό τους (1983). Μέχρι εδώ τα νέα ήταν ευπρόσδεκτα, αλλά όχι και συγκλονιστικά για όποιον καχύποπτο μουσικόφιλο δεν τσιμπάει με κάλπικους συναισθηματισμούς και δεν είναι υποχρεωμένος να έχει βιώσει την έκρηξη των αγγλόφωνων ροκ συγκροτημάτων στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όσων έδωσαν σκυτάλη στη σκηνή των 1990s –η οποία με τη σειρά της δεν ευτύχησε να έχει αντάξιους συνεχιστές, καθώς αυτοί μάτωσαν τελικά κάτω από ένα σύστημα αθροιστικών αξιών και στρατολόγησης ταλέντων.
Όμως οι Last Drive αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν κάτι πολύ περισσότερο από ένα επετειακό λάιβ: έστησαν μια γιορτή για τα τραγούδια που έγραψαν από τα γεννοφάσκια τους· έκαναν ένα ανοιχτόκαρδο, γενναίο και τίμιο «πάρτι», κοιτώντας στα μάτια το κοινό, με τη συντροφιά (όχι απλά τη συμμετοχή) παλιών καλών φίλων από μια μακρινή εποχή, όταν τα media δεν τους έβρισκαν ελκυστικούς. Αν υπήρχε ένας σκηνοθέτης να κινηματογραφήσει αυτό το διήμερο και να το κυκλοφορήσει σε μια οικονομικής διάρκειας ταινία, θα είχαμε στα χέρια μας ό,τι πλησιέστερο θα μπορούσε να γεννήσει η ελληνική σκηνή στο The Last Waltz που σκηνοθέτησε ο Σκορσέζε για το κύκνειο επί σκηνής άσμα των The Band.
Ο Αλέξης Καλοφωλιάς, ο Γιώργος Καρανικόλας, ο Χρήστος Μιχαλάτος και ο Στέφανος Φλώτσιου δεν υπέκυψαν στην όποια μεγέθυνση του μύθου τους. Σαν πρώην ακούσιοι εκφραστές της εσωτερικής καταχνιάς των 20άρηδων του 1985 –το αντίδοτο των οποίων δεν ήταν ποτέ η μουσική της μάζας των συνομηλίκων– ξεκίνησαν με τη "Misirlou", το "Blood From A Stone", το "A Glass Of Broken Dreams" και το "Butterfly 69" (μεταξύ άλλων), σε ένα σωτήριο 20λεπτο με εκτελέσεις αψεγάδιαστες, προϊόν θεόσταλτης ενέργειας, εξοντωτικής πρόβας και σπάνιας αυτοδιάθεσης, άριστο παράδειγμα αφοσίωσης στην υπηρεσία του τραγουδιού.
Με τον Κωστή Αναγνωστόπουλο των Eels και Distortion Tamers παρουσίασαν κατόπιν μια αφοπλιστικά βρώμικη εκτέλεση του αριστουργηματικού "Every Night", καθώς και μια διασκευή σε Alan Vega. Με την Εύα Κολόμβου και την Άντα Λαμπάρα των Nonmandol έπαιξαν το "Valley Of Death" και το "Hell To Pay", ενώ ο Γιώργος Χλωρός και οΣωτήρης Θεοχάρης των ANFO άστραψαν και βρόντηξαν με το "No Fun" των Stooges και το "I'm Not Like Everybody Else" των Kinks. H MaryJane από τις MeanieGeanies και ο Δημήτρης Δημόπουλος από τους Sound Explosion βοήθησαν στο "Night Of The Phantom", ενώ ο Μπάμπης Δαλλίδης των ιστορικών Villa 21 στο "Chain Train", λίγο πριν ανέβουν ο Argyμε τον Αντρέα Λάγιο των Nightstalker για λίγη καλή, καθαρόαιμη κιθαριστική ένταση και αβίαστο heagbanging.
Τον άχαρο ρόλο του ενδιάμεσου σετ στο αναγκαστικό διάλειμμα ξεκούρασης της μπάντας μετά από δύο ώρες στη σκηνή ανέλαβαν οι συμπαθέστατοι Fred & ToodyCole των DeadMoon. Όμως μετά από ένα άριστα δεμένο σετ, με τόση αναπάντεχη ενέργεια, το αγαπητό ντουέτο άλλαξε την ταχύτητα της βραδιάς και –χωρίς να φταίει καθόλου– προκάλεσε κοιλιά στη ροή της. Η επιστροφή κατόπιν των Last Drive δεν διέθετε τον ίδιο παλμό με το πρώτο μέρος, καθώς το σχήμα είπε πολυφορεμένες διασκευές σαν το "Knockin’ On Heaven’s Door" και το "Gimme Shelter": αφήνοντας εκτός τον συναισθηματικό αντίκτυπο στην καρδιά κάθε παλιοροκά, τέτοιες επιλογές στερούνται το στοιχείο της έκπληξης και της περιπέτειας.
Πέρα πάντως από κάθε όριο ηλικίας κι ανεξάρτητα από κάθε στεγανό ροκ αισθητικής ή κάθε φιλοσοφική στάση απέναντι στην αμαρτωλή εγχώρια μουσική ιστορία των τελευταίων 50 χρόνων, η στιγμή που οι Last Drive διασκεύασαν Τρύπες αποτελεί ανάμνηση πολύτιμη, μα και μια μαρτυρία ιστορικής συγκυρίας. Και όχι μάλιστα μόνοι, αλλά μαζί μ' έναν Γιάννη Αγγελάκα που για λίγο ξέχασε την αλλεργία του στο ρεύμα και αναβίωσε τον πρόγονο της σημερινής του περσόνας, με το "Ακούω Την Αγάπη" και το "Ταξιδιάρα Ψυχή" ν' ακούγονται όπως στα χρόνια που οι Τρύπες γκρέμιζαν το Ρόδον. Το encore με τα "BabyIt’sReal", "TheBadRoads", "GoneGoneGone" και "Overloaded" ήταν μία επιπλέον εκρηκτική επένδυση σε μια τρίωρη εξτραβαγκάντζα της οποίας η δύναμη μετρήθηκε σε βλέμματα ευδαιμονίας και χαμόγελα.
Αυτό που συνέβη στο Gagarin το Σάββατο δεν ήταν λοιπόν ένας επικήδειος του ροκ παρελθόντος, ούτε μια γιορτή νοσταλγίας στημένη από τα φαντάσματα των αλητήριων 1980s. Ήταν μια βραδιά με χαμόγελο για το πέρασμα του χρόνου, μια πρόποση σε χαμένα όνειρα και μια φευγαλέα ονειροπόληση για το πώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα αν είχαμε μια πραγματικά δυνατή ροκ κοινότητα στη χώρα μας. Αν υπήρχε δηλαδή μια φυλή με αυτόφωτους καλλιτέχνες, η οποία θα ξέφευγε από τη μιζέρια του χειροποίητου και τον αυτισμό της καμουφλαρισμένης οδύνης και θα είχε τη δυναμική να χτίσει ένα κίνημα. Για κάποιες ώρες, ζήσαμε την ψευδαίσθηση. Και ήταν πιο αληθινή από ποτέ...
{youtube}zPb0qkw0Nfg{/youtube}