Στα αυτιά μου ερχόταν ένα σούσουρο για την τελευταία μέρα του 3ου Πανοράματος Ελληνικής Τζαζ –και μάλιστα από διαφορετικές μεριές– που έδειχνε να την αναδεικνύει στην πλέον ενδιαφέρουσα του φετινού φεστιβάλ. Το σούσουρο αυτό είχε ως πρωταγωνιστή τον Κώστα Θεοδώρου, κάτι που προσωπικά μου έκανε εντύπωση. Όχι βέβαια διότι βρίσκω πως υπολείπεται σε τεχνική (καθόλου μα καθόλου), αλλά γιατί, όπως και να το κάνουμε, ήταν η παρουσία του Tom Arthurs που έκανε το όλο σκηνικό πιο ελκυστικό, καθώς πρόκειται για μια αξιοσημείωτη περίπτωση της σύγχρονης αγγλικής τζαζ. Και θα το αποδείκνυαν όσα έλαβαν χώρα την Κυριακή, στη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών.
Το κουαρτέτο των μουσικών φάνηκε συνεπές στο ραντεβού του, εμφανιζόμενο λίγο μετά τις 9, χωρίς περιττές παράτες ή εισαγωγικά σημειώματα. Από την αρχή όμως κιόλας της συναυλίας, παρατηρήσαμε το σωστό μεν, στιλιζαρισμένο δε παίξιμο του Κώστα Θεοδώρου. Το λέω αυτό επειδή η κινησιολογία με την οποία οδήγησε τη μπάντα στην πρώτη σύνθεση που ακούσαμε δεν φάνηκε ανάλογη της έναρξης ενός λάιβ: θα ταίριαζε σε έναν μουσικό που βρισκόταν αρκετή ώρα πάνω στη σκηνή και είχε ήδη εμπλακεί με την εσωτερική ζέση που συνήθως δημιουργεί ο αυτοσχεδιασμός στους εκτελεστές. Κατά τα άλλα, φάνηκε πραγματικά καλός στο κοντραμπάσο, με έμπειρο attack στις χορδές όταν έπρεπε και με θαυμάσιο βιμπράτο. Υπήρξε δε κινητικός και σε διαφορετικά πόστα αλίευσης ήχων, χρησιμοποιώντας με επιτυχία ηλεκτρονικό υπολογιστή, κρουστά και κλασική κιθάρα –αν και με μία ακόμα επισήμανση εδώ, ότι η τελευταία έμεινε αγκυλωμένη σε επίπεδο αυτοσχεδιασμού και δεν παρουσίασε ελευθεριότητα, σε αντίθεση με τις διαδρομές της σε παραφθαρμένα φλαμέγκο και λάτιν μονοπάτια, που ενίοτε υπήρξαν εξαιρετικές.
Αποκάλυψη της βραδιάς, εντούτοις, ήταν ο φέρων και παίζων το μπαγιάν, ο λιτός και πολλές δυναμικές στον ήχο του Σταμάτης Πασόπουλος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τέταρτη (αν θυμάμαι σωστά) σύνθεση, πέτυχε μια τόσο ιδιότυπη συχνότητα υψηλής στάθμης, ώστε τόσο στα δικά μου αυτιά, όσο νομίζω και σ' εκείνα του Θεοδώρου –γιατί ήταν χαρακτηριστικό το βλέμμα του προς τον ηχολήπτη– ακούστηκε ως παραμόρφωση και ανάδραση. Ο Αντώνης Ανισέγκος, πάλι, ήταν (όπως πάντα άλλωστε) πλήρης στο πιάνο. Δεν ακούστηκε δηλαδή μήτε μισή παραπάνω νότα απ' ό,τι επέτρεπε το μουσικό υλικό του λάιβ ή έκρινε ο ίδιος πως έπρεπε να ακουστεί, όταν δε κλήθηκε από τη μούσα του να προβεί σε αυτοσχεδιασμό έκανε μια επιτόπου τροποποίηση σε χορδές κι έπαιξε με κατεστραμμένα πλήκτρα, τα οποία παρείχαν όμως θαυμάσιες διαφορετικότητες. Μόνη διαφωνία ότι δεν χρειαζόταν το σάρωμα των χορδών στο τέλος του αυτοσχεδιασμού του, διότι κάτι τέτοιο παρέπεμψε σε μία εύκολη λογική που μοχλεύουν εσχάτως παίκτες από άλλους ηχητικούς χώρους, με σαφώς μικρότερη αξία του Ανισέγκου.
Όσο για τον Άγγλο προσκεκλημένο της βραδιάς, ο Tom Arthurs αποδείχθηκε ένας τρομπετίστας με πολύ καλό έλεγχο του οργάνου του. Οι δυναμικές του ήταν αξιολογότατες, ενώ το παίξιμό του άντλησε από μεγάλο φάσμα ήχων και σχολών. Έτσι απολαύσαμε και τη γαλλική σχολή αυτοσχεδιασμού των 1980s, και την ευρωπαϊκή λογική των '00s, αλλά κι έναν μακρινό απόηχο της μεσογειακής άπλας. Βέβαια, ενώ ο Arthurs πειραματίζεται με δυναμικές και ήχους, ουσιαστικά παραμένει σε μονοπάτια τα οποία έχουν ήδη χαραχθεί: φρονώ λοιπόν ότι περισσότερη ελευθερία εκ μέρους του θα έδινε ακόμα πιο θαυμαστά αποτελέσματα.
Κι αυτή η τελευταία παρατήρηση μάλλον μένει ως ηχητικός άξονας της βραδιάς: ακούσαμε δηλαδή σαφώς καλή μουσική την Κυριακή στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, αλλά όχι τολμηρή. Ο Θεοδώρου οδήγησε τη μπάντα σε μερικές καλές ζώνες ήχου και στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, οι οποίες συμπεριέλαβαν και αναφορές στην παράδοση και στοιχεία αυτοσχεδιασμού, έχω όμως την εντύπωση ότι –ως ατμόσφαιρα– το new age νίκησε τελικά στα σημεία τους υπόλοιπους ηχητικούς φάρους.
Το κοινό που σχεδόν γέμισε την αίθουσα του 5ου ορόφου της Στέγης αποθέωσε το κουαρτέτο, προτρέποντάς το σε encore. Έτσι κι έγινε, θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι δεν αρμόζει σε οπαδούς ενός μουσικού με το προφίλ του Θεοδώρου να συμπεριφέρονται λες και βρίσκονται σε μπουζουκλερί, με αλλεπάλληλα μπράβο που αποθέωναν το πρόσωπο και όχι τον παραγόμενο ήχο. Έδωσαν έτσι μια αίσθηση σέχτας, ξένης ως προς τη λογική με την οποία στήθηκε το Πανόραμα Ελληνικής Τζαζ, μα και απομονωτικής των υπόλοιπων θεατών σε επίπεδο δημοκρατικής ακοής.
{youtube}0zZdvKnquQM{/youtube}