Όταν έφτασα στο Bios στις 10+30, είχε σχετικά λίγο κόσμο. Σκηνικό που δεν άλλαξε κατακλυσμιαία έπειτα, σε καμία όμως περίπτωση δεν μείωσε το κέφι των περίπου 120 ανθρώπων που μαζευτήκαμε να ακούσουμε τους Μέντα και τους Voyage Limpid Sound. Πόσες φορές αλήθεια κάνουμε κέφι σε συναυλίες ντόπιων σχημάτων; Και δεν μιλάω για το κάτσε-να-σπρώξω-τώρα-που-ανεβαίνει-λίγο-η-ένταση πνεύμα, μα για το ατόφιο εκείνο κέφι το οποίο σε κάνει να σπας το διαφορικό απροσχημάτιστα και πέρα από τυπολογίες. Διότι αυτό ακριβώς συνέβη το βράδυ του Σαββάτου.
Τα προμηνύματα βέβαια υπήρχαν, ακόμα κι αν δεν έγιναν αντιληπτά από όλους. Στην οθόνη ας πούμε πίσω από τις μπάντες –σε αυτό ντε το ηλεκτρονικό πάνελ που θυμίζει ελληνικό αεροδρόμιο των 1970s– αναγραφόταν κατά ριπάς το σενάριο του θρυλικού THX 1138. Και καθώς διαβάζαμε τις ατάκες του Ρόμπερτ Ντυβάλ προς την αποτρόπαια α-λα-1984 κοινωνία που είχε στήσει γύρω του σεναριακώς και σκηνοθετικώς ο George Lucas, πρώτα οι Voyage Limpid Sound κι έπειτα οι Μέντα βάλθηκαν να αποδείξουν γιατί πρέπει να διασκεδάζουμε σε τούτες τις μέρες του ζόφου.
Το κουαρτέτο των Voyage Limpid Sound δεν το είχα ξαναδεί ζωντανά και δεν είχα γενικότερα άποψη για το Scott Walker/Beach Boys/Long John Baldry υβρίδιό τους. Κιθάρα, μπάσο, πλήκτρα, ντραμς και μια βαθιά φωνή (του μπασίστα) αποτίσανε φόρο τιμής σε όλους τους παραπάνω με μοναδικό μπρίο και με καλαίσθητη λογική πάνω στη λευκή 1960s ρυθμολογία της ανατολικής ακτής των Η.Π.Α. Άψογοι, αν και θα προτιμούσα (προσωπικά) τον ηγήτορα του μικροφώνου με μια πουκαμίσα βελάδα σε στιλ swinging London ή μ' ένα λαχούρι μεγατόνων και όχι με το κλασικό μαύρο t-shirt, καθώς δεν κόλλαγε καθόλου με την up-tempo μελωδικότητα της μπάντας. Υπήρξαν επίσης κάποια μικρά ζητήματα ήχου, αλλά διορθώθηκαν γρήγορα.
Αντιθέτως, οι Μέντα εμφανίστηκαν κατάλληλα ενδεδυμένοι σύμφωνα με τον κώδικα της μουσικής τους: βερμούδες (στο μικρόφωνο), καρό πουκάμισα (στην κιθάρα), όρθια κοτσίδια (στα πλήκτρα), σοφιστικέ street-wise καπέλα (στα ντραμς). Και έδωσαν τα ρέστα τους, παρουσιάζοντας αυτό που ξέρουν πολύ καλά να κάνουν, ένα συμπίλημα δηλαδή των indie pop και alternative μελωδιών που χαρακτήρισαν τα 1990s. Σε κανένα σημείο του λάιβ δεν ακούστηκαν όμως παρωχημένοι, μην παρεξηγιόμαστε. Στο τρίτο μάλιστα τραγούδι –εκεί όπου άρχισαν να ζεσταίνονται και ξεκίνησε και η επί σκηνής κινησιολογία– απολαύσαμε ατόφιο μουσικό ιδρώτα. Τα πλήκτρα και τα τύμπανά τους ήταν επίσης εκείνα που έπρεπε, αφομοιώνοντας το μετα-psych rock κρεσέντο που ακολούθησε την έκρηξη της acid: στιβαρό το ταμπούρο, χωρίς φιοριτούρες τα πρώτα.
Διατηρώ βέβαια ενστάσεις για τον στίχο των Μέντα. Φρονώ ότι, αν ξέφευγε από τυποποιημένα λεκτικά σχήματα περιγραφής συναισθημάτων κι εσώκλειε περισσότερο σκάψιμο στην καθημερινότητα, θα παράγονταν θαυμάσιες σημαδούρες εκτόνωσης, επικουρικές των ενορχηστρώσεων. Αλλά το Σαββατόβραδο τους άνηκε πέρα από κάθε δική μου υποσημείωση: ένταση, πάθος και καλά παιξίματα ήταν η αιτία που ο κόσμος χειροκρότησε, χόρεψε, κουνήθηκε, έσειε την κεφαλή του. Που τράβηξε, γενικώς, μια γερή γλειψιά από το δροσιστικό all-fun παγωτό το οποίο πρόσφερε η μπάντα.
Το να ανέβουν σύσσωμοι οι Voyage Limpid Sound στη σκηνή του Bios στο τέλος ώστε να τραγουδήσουν το "Fun Fun Fun" με τη μουσική συνοδεία των Μέντα ήταν λογικό επακόλουθο. Let the good times roll, babe…