Να ξεκαθαρίσουμε κάτι από νωρίς: το (καλτ) στάτους που έχουν λάβει οι Δαιμόνοι τις δύο δεκαετίες και βάλε της ύπαρξής τους, δεν εξαγνίζει τα ανομήματα του παραμυθένιου δυισμού τους. Ούτε, βέβαια, η μετενσαρκωμένη επιτυχία τους παραμερίζει το επιφανειακό –μεταξύ άλλων– των χαρακτήρων τους. Κι ακόμα περισσότερο, το γεγονός πως παίζουν μόνοι τους στα σχεδόν ανύπαρκτα χώματα της εγχώριας ροκ όπερας, μπορεί να εξωραΐζει τον γουαναμπισμό τους, ωστόσο δεν μαζεύει διόλου την απόσταση απ’ τα εμφανή ηχητικά τους πρότυπα. Δοθέντων, προφανέστατα, όλων των τότε χωροχρονικών περιορισμών και των δικαιολογιών που προκύπτουν απ’ αυτές. Δοθείσας και της βαθειάς εγγραφής στο συναισθηματικό μνημονικό πολλών εξ ημών, που πλέον έχουμε καβατζάρει τα τριάντα και όσο να το κάνεις συγχρονιζόμαστε αυτοστιγμής με το λαρύγγι της κυρίας Βίσση στο «Σκέψεις μακάβριες συνέχεια με κυνηγούν…».
Αλλά ας επιχειρήσουμε να διαχωρίσουμε τα εγγενή απ’ τα υπόλοιπα, όσο αυτό είναι δυνατόν κι όσο επιτρέπεται. Γενικώς, η νέα παράσταση είναι άλλη κλάση, άλλη κατηγορία. Και μέχρι ενός σημείου βεβαίως μιλάει το χρήμα: Βουκουρεστίου, Παλλάς, τεσσαράκοντα ευρώπουλα το κεφάλι και άλλα τινά… Τόπο πιάνει όμως; Η εκμετάλλευση και των τριών διαστάσεων της σκηνής απ’ τον Γιάννη Κακλέα είναι η πιο άμεσα αισθητή σκηνοθετική παρέμβαση. Υπό αυτή την έννοια, τα σκηνικά –πέραν της όψης και της χρηστικότητάς τους– διαπλέκονται με τη ίδια τη ροή της ιστορίας και τη διαμορφώνουν ενεργητικά. Οι δε παράλληλες δράσεις που προκύπτουν, αφήνουν μια μη γραμμική αίσθηση, σωτήρια για όσους έχουν θέμα με τη συνήθη γραμμικότητα του σανιδιού.
Το ίδιο δεν ισχύει όμως για τα τρικ με τα νερά και τις φωτιές, αν και βρίσκονται εκεί ακριβώς για να εντείνουν την όλη κινηματογραφική λογική. Τουτέστιν, άνοιξε κύριος ευχαρίστως τις κάνουλες της βρόχας, κάψε και τη μάγισσα αληθοφανώς να χαρεί το πόπολο, αλλά, αν είναι να βγάλεις τη μισή παράσταση με το σίνθι ολ όβερ στα ακουστικά μας συστήματα, μήπως θα έπρεπε να ξανασκεφτείς την ιεράρχηση και τη μοιρασιά; Μήπως; Μερικά έγχορδα παραπάνω δεν θα μας χαλούσαν θαρρώ, ούτε λίγο περισσότερος φυσικός όγκος. Αν και γινόταν εμφανές πως η ενορχηστρωτική επικαιροποίηση (ή τελοσπάντων διαφοροποίηση) δεν υπήρξε προτεραιότητα. Μονάχα τη «μοντερνιά» των φιλτραρισμένων φωνητικών του Μαμωνά στα εισόδεια του δεύτερου μέρους κατέγραψα ξεκάθαρα, η οποία στο κάτω-κάτω προέκυψε για πρακτικούς λόγους, καθώς ο Παναγιώτης Πετράκης άφησε τον άρχοντα του σκότους για να μπει στο σώμα του Ντάνιελ. Α, και τη σφήνα του μυθικού πλέον “Empire State of Mind” του Jay-Z που μια χαρά εφάρμοσε με τον νεοϋορκέζικο χωροχρόνο του βου μέρους και τις α-λα-Fame φιλοδοξίες του θιάσου μέσα στον θίασο.
Αν κάτι ήταν επίσης εμφανές, είναι πως, ακόμα και στα δύο χιλιάδες δεκατρία, η ημεδαπή δεν διαθέτει ολοκληρωμένους εξασκητές του είδους. Η Εβελίνα Παπούλια, η οποία υποτίθεται –κι όχι μόνο δηλαδή– ότι το έχει κι έτσι κι αλλιώς, προσωπικά μου φάνηκε σταθερά υπερβολική, φωνή και σώμα, ακόμα και μέσα απ’ τα μαύρα κατάστιχα ενός χαρακτήρα όπως η Μάγισσα/Λόα. Ειδικά δε στο φωνητικό μέρος δεν ένοιωσα ποτέ αυτή την επιμονή στις ψεύτικες, που στο κάτω-κάτω δεν συγκαταλέγονται στα προτερήματά της. Όχι πως η Μάγισσα/Λόα δεν έλαβε μορφή και περιεχόμενο. Μάλιστα, δεδομένης και της έντασης του χαρακτήρα, αλλά όχι μόνο εξ αιτίας της, αν κάτι μου είχε εντυπωθεί έντονα στη έξοδο ήταν η θηλυκιά της μανία για αγάπη και για εκδίκηση.
Εκείνο που δεν περίμενα ούτε με μάγια, είναι να φορέσει η Άννα Βίσση το πιο ατυχές –φάση βασίλισσα της νύχτας– κοστούμι της παράστασης, αν και η απόσταση απαιτεί επιφυλάξεις. Γιατί, κατά τ’ άλλα, ανοίχθηκε με τη γνώση της εμπειρίας και κατάφερε να μην παρασυρθεί σε παρακινδυνευμένες διαδρομές για τα χρόνια που κουβαλάει η φωνή της και για το εκ των πραγμάτων περιορισμένο ερμηνευτικό της πλαφόν στα της ηθοποιίας. Κι αν τα πατήματά της στον χώρο έβγαζαν ολίγη από πίστα, νομίζω πως εν τέλει δεν αδίκησε (και πάλι) τη Βασίλισσα/Ροζάνα. Όσο για τη γωνία του τριγώνου που απομένει, παρεμπιπτόντως καλοζυγισμένη η νέα σκηνή με την τριάδα να δημιουργεί ανάλογου αριθμού κάδρα, θαρρώ πως ο Παναγιώτης Πετράκης περισσότερο το ήθελε παρά το μπορούσε –αν και κατά πως φάνηκε ο χρόνος του έργου λειτουργούσε συνεχώς υπέρ του.
Να ξεκαθαρίσουμε και κάτι τελευταίο: έξι ήμασταν, το ευχαριστηθήκαμε κι οι έξι. Δίχως τούτο να σημαίνει πως δεν νοιώσαμε κάπως, μόλις συνειδητοποιήσαμε ότι αυτό παίζει να είναι και το καλύτερο δείγμα εγχώριας γραφής τέτοιου τύπου μέχρι και τις μέρες μας.
Υ.Γ.: Ευχαριστίες στις κυρίες Αθανασοπούλου και Κάντζα, σέβη στον κύριο Γκένα, που μου δάνεισαν ευχαρίστως μάτια, αναμνήσεις, ιδέες.
{youtube}U1ekYrOtg0Q{/youtube}