Το Deteriorate Sound Festival μας συστήθηκε ως ένα τριήμερο όπου «μουσικοί και συγκροτήματα από ένα ευρύ φάσμα του πειραματικού ήχου διασταυρώνουν ιδέες». Και μολονότι η προσέλευση στην πρώτη βραδιά ήταν μικρή –φέρνοντας ως συνεπακόλουθο μία κάπως ψυχρή ατμόσφαιρα– βρέθηκε ο τρόπος να δικαιολογηθεί του λόγου το αληθές, καθιστώντας αυτήν ακριβώς τη «διασταύρωση» αρχικώς εφικτή και έπειτα ορατή δια γυμνού οφθαλμού.
Για να συμβεί βεβαίως κάτι τέτοιο, πρέπει πρώτα-πρώτα να υφίστανται οι ίδιες οι ιδέες. Όπερ σημαίνει, να έχουν οι μουσικοί που παρουσιάζουν το έργο τους διαμορφωμένες προτάσεις σε όσα ζητήματα αφορούν στη σύνθεση της μουσικής ή στη γενικότερη υπόστασή της ως μορφή λόγου. Ανεξάρτητα από το πόσο ρηξικέλευθες ή μη είναι τούτες οι προτάσεις –και πριν ακόμα εξετάσουμε την ικανότητα μετάδοσής τους– το σημαντικό είναι να υπάρχουν. Διότι αυτό προϋποθέτει σκέψη επί του αντικειμένου: επί της μορφής, της σύστασης ή επί της ίδιας της έννοιας της μουσικότητας.
Από εκεί, η υπαγωγή της μουσικής στο βασίλειο του ήχου μοιάζει ως ένα λογικό βήμα. Η πλήρης δηλαδή αποδόμηση της νότας στο πρωταρχικό επίπεδο της συχνότητας –κατά κάποιον τρόπο η κατ’ αρχήν απαλλαγή του ήχου από την αισθητική της βαρύτητα και έπειτα η εκ νέου οργάνωση του ακαλλιέργητου ηχητικού χώρου σε μουσικό. Παίρνω παράδειγμα από την εξαιρετική ωριαία εμφάνιση του Νίκου Κυριαζόπουλου. Από το πόσο καθαρά δημιουργούσε τις διαδικασίες για αυτόν τον «μεταβολισμό» των συχνοτήτων σε νότες, από το πώς οι ακατέργαστοι βιομηχανικοί ήχοι των γεννητριών του αποκτούσαν σταδιακά μουσικότητα, ακόμα και μελωδικότητα. Και το πώς εν τέλει το όλο πράγμα γινόταν ένα μουσικό κείμενο με ένα σχετικά συνεκτικό συναισθηματικό νόημα.
Έπειτα από το σετ του Κυριαζόπουλου, στη σκηνή βγήκαν οι Θοδωρής Ρέλλος & Γιάννης Αναστασάκης, ο πρώτος σε βαρύτονο σαξόφωνο και φλάουτο, ο δεύτερος πρωταρχικώς στα πετάλια και δευτερευόντως στην κιθάρα. Από ’δω και πέρα, η βάση θα βρισκόταν στη διαχείριση της υπάρχουσας μελωδικότητας και όχι τόσο στις διαδικασίες εξεύρεσής της. Το θέμα ξεκινούσε από τα πνευστά του Ρέλλου και διακλαδιζόταν στην πληθώρα των εφέ του Αναστασάκου (συναντώντας σε ένα μέρος του σετ και την κιθάρα του). Ανακυκλωνόταν, παραμορφωνόταν, τύχαινε τέλος πάντων της αρμόζουσας έντονης διαχείρισης, για να γίνει τελικά ένα αυτόνομο όργανο, το οποίο επικοινωνούσε εκ νέου με το αντιστοίχως περιπετειώδες παίξιμο του Ρέλλου. Το σκηνικό συμπλήρωναν τα αποσπάσματα από κείμενα του Phillip K. Dick τα οποία απήγγειλε ο Ρέλλος (ακούστηκαν τα «Μηχανή» και «Αράχνη» στο πρώτο και στο τελευταίο μέρος του σετ αντιστοίχως) και η διασκευασμένη όπερα του Henry Purcell στο τέλος. Κι εδώ πάντως το μουσικό κείμενο έμοιαζε να ψάχνει τις αναφορές του στον ίδιο του τον εαυτό, συνθέτοντας τη δυναμική του από το πώς η μουσική μεταχειριζόταν τον θόρυβο και αντιστρόφως.
Η πρώτη μέρα του φεστιβάλ έκλεισε με τους Sancho 003 και τη δική τους απάντηση σε –τηρουμένων όλων των αναλογιών– παρόμοια με τα αμέσως παραπάνω ερωτήματα. Αν και μάλλον όχι στην καλύτερή τους μέρα (έχοντας συν τοις άλλοις να αντιμετωπίσουν και τις συνέπειες της σημαντικά καθυστερημένης έναρξης του όλου event για τα δεδομένα μιας Δευτέρας), οι Φώτης Σιώτας & Κώστας Παντέλης κατάφεραν εντούτοις να καταδείξουν το διαπεραστικό των μελωδικών τους θεμάτων και τους ευφυείς τρόπους με τους οποίους αυτά μπλέκονται και μεταλλάσσονται.
Είναι βεβαίως αντιληπτό πως η όλη συνθήκη δύναται να λειτουργήσει με διαφορετική δυναμική όταν συμβαίνει σε μια κάπως πιο ζωηρή και ζεστή ατμόσφαιρα. Στο κάτω-κάτω, μια συναυλία –εκτός από έκθεση καλλιτεχνικών ιδεών– ενέχει πάντα και μια σχέση δούνε και λαβείν μεταξύ εκείνων που βρίσκονται πάνω στη σκηνή με όσους βρίσκονται κάτω. Ακόμα κι έτσι, πάντως, η βραδιά σου έδινε τα απαραίτητα ερεθίσματα για να επικεντρωθείς στο πρώτο σκέλος, στις ιδέες που πέφτανε στο τραπέζι. Κι εκεί διέκρινες τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις, καθεμιά με τις δικές της επισημάνσεις στα ζητήματα της μουσικής πράξης, με τα δικά της συν και τα δικά της πλην, όλες όμως με σαφή αντίληψη και θέση πάνω στο προκείμενο.
Σημ.: η φωτογραφία των Sancho003 ανήκει στη Σμαρώ Μπότσα και προέρχεται από προγενέστερο live τους
{youtube}d9jIb4eJkMc{/youtube}