Αν η τελευταία εντύπωση είναι αυτή που μετράει, έφυγα από το Fame αληθινά δυσαρεστημένος. Σκεπτόμενος ότι έχασα άσκοπα 2,5 ώρες από τη ζωή μου, ότι επιβεβαιώθηκαν οι (περισσότερες) χειρότερες υποψίες μου, ότι το μιούζικαλ κύλησε (περίπου) όπως το είχα φανταστεί. Αποδομώντας βέβαια τα πράγματα, βάζοντάς τα σε τάξη, τηρώντας τους κανόνες ψυχραιμίας και νηφαλιότητας ενός κριτικού, τα θετικά στοιχεία δεν τα λες λίγα. Το θέμα είναι λοιπόν γιατί το Fame απέτυχε να θεμελιωθεί πάνω στα ευδιάκριτα συν του, επιτρέποντας στα πλην να πάρουν το πάνω χέρι, με τόσο έκδηλο μάλιστα τρόπο.

 Fame_2

Ξεκινώντας από τα βασικά, το Fame ανεβαίνει σε μια αίθουσα υπερ-κατάλληλη για έναν τέτοιον σκοπό. Μεγάλη, με ευρύχωρα καθίσματα, καλή οπτική προς τη σκηνή (όσο πίσω κι αν κάθεσαι), με εξαιρετική ακουστική, η «Αντιγόνη» δεν σου επιτρέπει κανένα παράπονο. Άντε να πεις για τις τουαλέτες, ότι σε περίπτωση πολυκοσμίας δημιουργούνται μεγάλες ουρές, άντε να πεις και για εκείνα τα τρία προειδοποιητικά της έναρξης «κουδούνια», τα οποία στέλνουν λίγο την ψυχή στην Κούλουρη έτσι ως ηχούν ξαφνικά και με βροντή, σαν κύμβαλα αλαλάζοντα.

 Fame_3

Προχωρώντας στα απαραίτητα, το Fame διαθέτει καλή σκηνοθεσία. Η Θέμις Μαρσέλλου το έχει σκεφτεί σε βάθος και επένδυσε σε ένα λιτό μα λειτουργικό σκηνικό, το οποίο σου δημιουργεί την αίσθηση ότι βρίσκεσαι όντως σε μια σχολή, όσο το φόντο πίσω αλλάζει είτε ενισχύοντας αυτή την εντύπωση, είτε θυμίζοντάς σου πως τόπος του μιούζικαλ είναι η Νέα Υόρκη. Απλά μα καίρια πράγματα, που έκαναν τη δουλειά τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, συνεπικουρούμενα από τους εύστοχους φωτισμούς του Τάσου Ζαφειρόπουλου. Αναρωτήθηκα μόνο αν η ορχήστρα παραήταν στριμωγμένη στη γωνία δεξιά, αν μπορούσε να έχει μια σπιθαμή επέκτασης «συνορεύοντας» με τη μεταλλική σκάλα, αλλά αυτά δεν μπορώ να τα ξέρω. Ξέρω πάντως ότι ήταν μια άξια ορχήστρα, με καλούς μουσικούς (ξεχώρισα το σαξόφωνο του Δημήτρη Καραγάνη και την τρομπέτα του Φάνη Βερνίκου) και έμπειρο μαέστρο: ο Νίκος Πλατύραχος έχει ως τώρα άφθονα διαπιστευτήρια και στάθηκε στο ύψος του τη Δευτέρα το βράδυ, τόσο ως διευθυντής της ορχήστρας, όσο και ως ενορχηστρωτής της παράστασης. Όμορφα βρήκα επίσης τα κοστούμια της Χριστίνας Κωστέα, γιατί απέδιδαν πετυχημένα –με ζωηρά, όμορφα χρώματα– τα νιάτα των πρωταγωνιστών, όντας προσαρμοσμένα στην ταυτότητα του κάθε ενός μα δημιουργώντας συνάμα κι ένα ευχάριστο στο μάτι σύνολο όταν έβλεπες όλο τον θίασο μαζί. Τέλος, οι χορογραφίες του Αλέξανδρου Γιαννή ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν το μιούζικαλ: χορογραφίες Fame, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.   

 Fame_5

Υπήρχαν επίσης δύο ευχάριστες εκπλήξεις. Πρώτον, η Θέμις Μαρσέλλου πέτυχε κάτι που προσωπικά θεωρούσα αδύνατον: έβαλε ταιριαστούς ελληνικούς στίχους στο "Fame" της Irene Cara, κρατώντας ατόφιο το πνεύμα του μα βρίσκοντας και το μονοπάτι για να το «ελληνοποιήσει» χωρίς να ξενίζει. Μου άρεσε επίσης, να σημειώσω, και ως κυρία Μάιερς: έπαιξε τον ρόλο με πειθώ. Η δεύτερη έκπληξη ήταν η Demy. Μια τραγουδίστρια την οποία μέχρι πρότινος είχα ταυτίσει με αδιάφορα ποπ χιτάκια του συρμού (τύπου "Πόσες Χιλιάδες Καλοκαίρια"), όμως στο Fame μου αποκαλύφθηκε ως αληθινή πρωταγωνίστρια: πήρε επ' ώμου τον κεντρικό ρόλο της Κάρμεν Ντίαζ, έπαιξε λες και ήταν επαγγελματίας ηθοποιός και τραγούδησε εξαιρετικά, αποδίδοντας όλη τη φιλοδοξία που απαιτούσε ο ρόλος μα κρατώντας συνάμα κι εκείνο το άγουρο, κοριτσίστικο υπόβαθρο που τελικά πρόδωσε την Κάρμεν, ωθώντας την σε ένα πρόωρο, τραγικό τέλος. Τα συγχαρητήριά μου, έμεινα ειλικρινά εντυπωσιασμένος. Ε, την Αλέκα Κανελλίδου δεν θα τη βάλω στις εκπλήξεις, να μου επιτρέψετε... Ήταν δεδομένο ότι θα της ταίριαζε γάντι ο ρόλος της διευθύντριας της Ακαδημίας και τον έπαιξε με την πρέπουσα αυστηρότητα, ευθύτητα μα και ανθρωπιά, βαδίζοντας με προσοχή στα χνάρια όχι τόσο της Anne Meara, όσο της Debbie Allen (για όσους θυμούνται το Fame του Alan Parker ή την ομώνυμη τηλεοπτική του 1982-1987, που στην Ελλάδα μάθαμε με το όνομα Στον Πυρετό Της Δόξας). Είχε τύπο, είχε αέρα, είχε την κίνηση, είχε εκείνη την ακαταμάχητη χροιά –κρίμα που το μόνο τραγούδι που της αναλογούσε ήταν ένα επίπεδο, εντελώς αδιάφορο κομμάτι.

 Fame_6

Όπως ήταν και τα περισσότερα, εδώ που τα λέμε. Τραγούδια πάρα πολλά, τα οποία ανέβασαν αναίτια τη διάρκεια της παράστασης και τη βαρυφόρτωσαν, αφού συχνά δεν προωθούσαν καν την ιστορία: έστεκαν στις παρυφές της, κωλυσιεργώντας την εξέλιξη, μην έχοντας κανένα ενδιαφέρον ως αυτόνομα ακούσματα, αποκομμένα δηλαδή από την εικόνα και από το πλαίσιο που ήθελαν να υπηρετήσουν. Αν εκδοθεί soundtrack της παράστασης, δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρεθεί κάτω από την όποια βαθμολογική βάση. Δεύτερο κεντρικό πρόβλημα αποδείχθηκαν τα κείμενα, το σενάριο αν θέλετε της ιστορίας. Εδώ όμως ελλοχεύει ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα, το οποίο έχει να κάνει με το αυθεντικό Fame, με την αποτίμησή του και με την αισθητική θέση που ήθελαν τελικά να πάρουν απέναντί του η Μαρσέλλου με τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο, οι οποίοι ανέλαβαν την απόδοση στα ελληνικά.

Θέλω να πω ότι το Fame, παρά τη θραύση που ομολογουμένως έκανε και τη θέση του στην ιστορία των μιούζικαλ, δεν στάθηκε ποτέ καλός εκπρόσωπος του είδους του. Αντιθέτως, ήταν μια ταινία γεμάτη αφέλειες, κλισέ και βαρετά στερεότυπα, τα οποία διογκώνονται περισσότερο εν έτει 2012, εφόσον τα έχεις βρει πλέον μπροστά σου σε πολλαπλάσιες εκδοχές (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση), συγκριτικά με τη δεκαετία του 1980. Απέναντι λοιπόν σε ένα τέτοιο πρωτότυπο, αποφασίζεις αν θα το πειράξεις ή αν θα το σεβαστείς. Διέκρινα πειράγματα και απόπειρες φρεσκαρίσματος, ειδικά στο πρώτο μέρος –ένα αρκετά ευχάριστο μέρος– όπου υπήρχε χιούμορ, ανοιχτό παιχνίδι με τη σεξουαλικότητα, μια γλώσσα σύγχρονη και καθημερινή διόλου παράταιρη με την εποχή μας. Αναρωτιέμαι λοιπόν γιατί οι παρεμβάσεις δεν υπήρξαν εκτενέστερες και γιατί ειδικά το δεύτερο μέρος αφέθηκε να καταρρεύσει τόσο θεαματικά, αναλωνόμενο σε πλήθος μελοδραματικών κοινοτοπιών και ανόητων διαλόγων. Ίσως βέβαια να πήρα την απάντηση που ψάχνω στο χειροκρότημα που έπεσε στα περισσότερα απ' όσα εγώ βρήκα κατακριτέα –μεγάλη μερίδα του κοινού ενδεχομένως επικροτεί τέτοιες ευκολίες και αγάλλεται με το περίσσιο, υπερβολικό ερωτικό δράμα. Ωστόσο, η σκηνή όπου ο καθηγητής Σέινκοπφ ανακοινώνει στον Σλόμο τον θάνατο της Κάρμεν είναι για μένα μία από τις πέντε χειρότερες που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Λυπάμαι που θα το πω, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα γέλια μου... Στάθηκε αντάξια δραματικών σκηνών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου με Νίκο Ξανθόπουλο και Μάρθα Βούρτση, οι οποίες –δικαίως– σατιρίζονται ανελέητα από τις νεότερες γενιές. 

 Fame_4

Περαιτέρω προβλήματα δημιούργησαν όμως και κάποιες διανομές. Δεν αντιλήφθηκα λ.χ. για ποιον ακριβώς λόγο επιλέχθηκε ο Ησαΐας Ματιάμπα ως Σλόμπο, ρόλος από τους κεντρικούς, ο οποίος απαιτούσε συνδυαστικές ικανότητες ηθοποιού και τραγουδιστή. Στα δικά μου μάτια υπήρξε εντελώς αποτυχημένος και στα δύο. Το ίδιο ισχύει και για τον Βασίλη Αξιώτη, ο οποίος ανέλαβε τον ρόλο του καθηγητή Σέινκοπφ: αντί να πατήσει στον ανεπανάληπτο Σορόφκσι που έπλασε ο Albert Hague, ο Αξιώτης εμφάνισε έναν χαρακτήρα άκυρο, μετέωρο και υπερβολικό. Πολλοί θεατές βρήκαν ίσως τη Σοφία Κουρτίδου χαριτωμένη, εγώ τη βρήκα εκνευριστική –παρά την αναμφίβολη καλλιφωνία της– και σκέφτηκα ότι ο ρόλος της Γκρέις ταίριαζε περισσότερο στην Idra Kayne (επαρκέστατη ως Μέιμπελ, μα στη σκιά των υπολοίπων). Η Νάντια Μπουλέ είχε πλάκα στην αρχή παίζοντας πετυχημένα τη χαζογκόμενα Σερίνα, έκανε όμως κατάχρηση των στοιχείων της κουτής παιδίσκης, ενώ εμφάνισε κι ένα αταίριαστα σοβαρό και επίσημο πρόσωπο κάθε που τραγουδούσε –είπε επίσης περισσότερα τραγούδια απ' όσα μπορούσε να υποστηρίξει ή από όσα, τέλος πάντων, άντεχαν τα δικά μου αυτιά: μια σωστή φωνή με μια κάποια έκταση δεν σε κάνει ντε και καλά αξιόλογη τραγουδίστρια και το Fame διαδραματίζεται, υποτίθεται, σε μια Ακαδημία ταγμένη στο να σου μάθει να κάνεις τέτοιες διακρίσεις. Ο Χρήστος Ζαν Μπατίστ ήταν απόλαυση κάθε που χόρευε –είχε όντως κάτι από το δαιμόνιο του LeRoy Johnson– σαν ηθοποιός όμως αποδείχθηκε κάτω του μετρίου, ενώ ανάλογα προβλήματα παρουσίασε και ο Νίκος Βουρλιώτης: ναι μεν έπλασε έναν τύπο ικανό να ξεχωρίσει σε κάθε εμφάνιση στη σκηνή (παράστημα, φωνή, βλέμμα, κινήσεις), δεν έπεισε όμως ως καθηγητής χορού, ενώ στο δεύτερο μέρος χρεώθηκε μια δακρύβρεχτη μπαλάντα εντελώς αταίριαστη και με την περσόνα τη δική του, αλλά και με εκείνη του καθηγητή Μπελ. Οι υπόλοιπες διανομές (για να μη μακρηγορώ άσκοπα) κρίνονται από επαρκείς έως συμπαθείς.

Συνοψίζοντας, νομίζω ότι η ελληνική εκδοχή του Fame αφέθηκε να παρασυρθεί από τα όσα αρνητικά μάστιζαν το φιλμ του 1980, δίχως να τα προκαλέσει επαρκώς. Ίσως γιατί τα έκρινε ως «συνταγή επιτυχίας», έχασε επαφή με το πόσο ξεφτισμένα φαντάζουν πια πολλά από αυτά, αν και –ξαναλέω– ενδέχεται οι συντελεστές να έχουν καλύτερη επαφή με το μέσο αισθητήριο από τη δική μου και να ξέρουν καλά τι κάνουν, από την άποψη της εισπρακτικής επιτυχίας. Δική μου δουλειά, ωστόσο, είναι η αισθητική αποτίμηση και –υπό το συγκεκριμένο πρίσμα– βρίσκω ότι χάθηκε μια ευκαιρία να ρετουσαριστεί το Fame σε κάτι καλύτερο και λίγο πιο ουσιώδες απ' ότι υπήρξε, χρησιμοποιώντας π.χ. δάνεια από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά, η οποία διέθετε και καλύτερη ανάπτυξη χαρακτήρων και ορισμένες πιο προσεγμένες αφηγήσεις. Δευτερευόντως, δεν δόθηκε η ίδια προσοχή στο στήσιμο του μιούζικαλ και στην επάρκεια των ερμηνειών, με αποτέλεσμα να βλέπεις πολύ καλή δουλειά ως προς όλα όσα αφορούν στο πρώτο μα κάτω του μετρίου αποδόσεις στο τόσο καίριο δεύτερο θέμα. Είναι κρίμα να φεύγεις με μια αίσθηση πεταμένου χρόνου, όταν είναι φανερό ότι υπήρχαν βάσεις για να γίνουν τόσα πράγματα...

 


 

{youtube}Ta5k4-OvE34{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured