Σε συνέχεια των περσινών αφιερωμάτων στους ήχους των κρουστών και του κλαρίνου, ο Λάμπρος Λιάβας επέστρεψε φέτος ξανά στο Μέγαρο Μουσικής για να συνεχίσει τις αφιερωματικές συναυλίες στα όργανα της ελληνικής μουσικής παράδοσης. Έτσι, το Σάββατο που μας πέρασε, οι λάτρεις της τελευταίας αγνόησαν το τσουχτερό κρύο και το χιονόνερο και κατέφθασαν στην αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης για να απολαύσουν έγχορδους ήχους από το λαγούτο, το ούτι και τον ταμπουρά. Σε ένα αφιέρωμα που γέμισε εντέλει την τεράστια αίθουσα του Μεγάρου με κόσμο κάθε ηλικίας, προκαλώντας μου ευχάριστη έκπληξη –μιας και ένιωθα ότι το ευρύ κοινό δεν είναι τόσο εναρμονισμένο με τον μυστηριακό ήχο αυτών των οργάνων.
Οι δεξιοτέχνες που συγκεντρώθηκαν για το αφιέρωμα ήταν πολλοί και εκλεκτοί. Μαζεμένοι από όλα τα μέρη της Ελλάδας, υποδείκνυαν στον αμύητο ότι τα έγχορδα της οικογένειας του λαγούτου ήταν και παραμένουν αναπόσπαστο μέρος της μουσικής κουλτούρας του κάθε τόπου –είτε νησιωτικού, είτε ηπειρωτικού. Έτσι, από τη μία ο Χρήστος Ζώτος αναδείκνυε τη στιβαρή και δωρική πλευρά του λαγούτου έτσι όπως ακούγεται στην Ήπειρο και από την άλλη ο Στέλιος Κατσιάνης εξέφραζε την πιο ανάλαφρη εκδοχή του, ξετρυπώνοντας τους ήχους του μέσα από έναν νησιώτικο μπάλλο. Ο Στέλιος και ο Λεωνίδας Λαϊνάκης, πάλι, ανέδειξαν την κρητική εκδοχή του λαγούτου και του μπούλγαρι, κοντράροντας στα ίσια την παντοκρατορία της κρητικής λύρας.
Με ταμπουράδες και με σάζια ανά χείρας οι Βασίλης Μπαραμπούτης, Στέλιος Κατσιάνης, Περικλής Παπαπετρόπουλος και Στρατής Ψαραδέλλης βουτάνε στη συνέχεια στα βάθη της Ανατολής –και ουσιαστικά είναι αυτοί που γεμίζουν την αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης με τους πιο οικείους ήχους. Καρσιλαμάδες, ταξίμια και αργόσυρτες ανατολίτικες μελωδίες σου δίνουν όλα τα εφόδια για μια μελαγχολική βουτιά στα άδυτα ενός αλλοτινού πολιτισμού. Και όλα αυτά μέχρι να εμφανιστούν οι άρχοντες της βραδιάς: ο Νίκος Σαραγούδας, ο Χάικ Γιαζιτζιάν και ο Χρίστος Τσιαμούλης. Δεξιοτέχνες στο ούτι και με ιδιαίτερο ξεχωριστό καλλιτεχνικό εκτόπισμα ο καθείς, αναστατώνουν το κοινό και το προκαλούν να ξεσηκωθεί από τη θέση του.
Ο Γιαζιτζιάν, παιχνιδιάρης όπως πάντα, τραγουδά τη γλώσσα της πατρίδας, ενώ ο Τσιαμούλης εκπλήσσει με το τσιγγάνικο φλαμέγκο που αποδόθηκε με το ούτι του. Ήταν όμως ο 79 Μαΐων Νίκος Σαραγούδας –χωρίς δεύτερη σκέψη– που αναδείχθηκε σε κορυφαία μορφή της βραδιάς, κλέβοντας την παράσταση. Με φωνή γέρικη και τραχιά, ανέδειξε όλο το μεγαλείο μιας ανεπιτήδευτης λαϊκής σοφίας. Φορέας μνήμης μιας κουλτούρας και ιστορίας η οποία άγγιξε όλους τους παριστάμενους, τραγούδησε, αστειεύτηκε και μίλησε με το ούτι του. Το χειροκρότημα σαφώς του άξιζε στο τέλος.
Μέσα σε όλα αυτά προσθέστε την καθοριστική συμμετοχή του Κώστα Μερεμετάκη, ο οποίος κρατούσε τον ρυθμό με τα κρουστά του και ξεσήκωνε με την ψυχή του και το σώμα του το μουσικό πάνελ. Η μουσική του συνομιλία με το πολίτικο λαγούτο του Σωκράτη Σινόπουλου υπήρξε η αποκορύφωση της συναυλίας του Σαββάτου: η στιγμή εκείνη που ουσιαστικά κατάφερε να απεγκλωβίσει το όλο αφιέρωμα από τον υφέρποντα ακαδημαϊσμό που –εκ των πραγμάτων σε τέτοιου είδους βραδιές– αποτελεί νομοτελειακό καθεστώς. Στο τέλος, όλοι οι δεξιοτέχνες μαζί, παραταγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον, απέδωσαν ρυθμούς ζεϊμπέκικου, πολίτικου χασάπικου και καλαματιανού.
Ο ήχος του λαγούτου και των συγγενικών του οργάνων, άλλοτε ανατολίτικός και ζωηρός, άλλοτε αχνός και διαπεραστικός και άλλοτε στιβαρός και απόμακρος αναδείχθηκε λοιπόν σε πρωταγωνιστή μιας συναυλίας με ουσιαστικό πολιτισμικό λόγο. Τα γνωστά άγνωστα τούτα έγχορδα –τα οποία παραμένουν για συγκυριακούς λόγους στο συλλογικό ασυνείδητο στη σκιά του μπουζουκιού και του μαντολίνου– αφορούν και αγγίζουν τελικά πολύ παραπάνω το λαϊκό αυτί από όσο περιμένεις και πιστεύεις.