Πόσο απέχει η λοιδορία από την εξύμνηση; Πόσο μπορείς να ταυτιστείς με τα ανεξήγητα του διπλανού σου; Πώς αντιλαμβάνεσαι ένα ηχητικο-εικαστικό κολάζ αμφίσημης αισθητικής; Τι νόημα έχουν τα παλαμάκια μετά το πέρας του τραγουδιού;
Σας έχω κι άλλα ερωτήματα τέτοιου είδους –αδιάφορα για τους πολλούς, ουσιαστικά για τους λίγους– που δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από συνεχείς στιγμιαίες απορίες, οι οποίες γεννιόντουσαν καθώς παρακολουθούσα, βυθισμένος στην καρέκλα του θεάτρου της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών, το πόνημα του Κωνσταντίνου Βήτα πάνω στις μελωδίες του Μάνου Χατζιδάκι. Το αντιφατικό Transformations δηλαδή, το οποίο λατρεύτηκε και μισήθηκε όσο πρέπει για τέτοιες προσπάθειες δόμησης και αποδόμησης των μουσικών δεδομένων και ξαναπαρουσιάστηκε το Σάββατο που μας πέρασε μετά από πέντε χρόνια –τότε, στο αίθριο του Μουσείου Μπενάκη στα πλαίσια του Synch Festival, τώρα στο νεοανεγερθέν κτίριο του Ιδρύματος Ωνάση στη Λεωφόρο Συγγρού.
Δεν μπορούσες να μην αναρωτηθείς με ποια λογική ο Κωνσταντίνος Βήτα αποφάσισε φέτος να παρουσιάσει το έργο του στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών. Ο άνθρωπος που σκιαγράφησε τη γοητεία του βρώμικου και σκοτεινού αστικού τοπίου των μεγαλούπολεων παρουσιάζει τo avant garde workshop του στο σκηνικό ενός απαστράπτοντος κτιρίου. Και δεν ήταν τυχαίο ότι το κοινό αποτελούνταν από ένα σεβαστό ποσοστό καλοχτενισμένων κυριών των βορείων προαστίων (μα παντού πάνε αυτές;), δείγμα τις λογικής «είδα φως και μπήκα». Με εισιτήριο άλλωστε κυμαινόμενο μεταξύ 30€ και 25€ στις ανώτερές του τιμές, η παράσταση έμοιαζε ακόμα περισσότερο αποκομμένη από τον φυσικό της χώρο και τον αναμενόμενο κόσμο της. Ας είναι. Γιατί για χάρη του αποτελέσματος προσπαθείς να τα παραβλέψεις όλα αυτά.
Το μεγάλο video wall προβάλει εικόνες και βίντεο. Το κοινό δεν χειροκροτεί καθόλου. Νιώθω ότι οι παύσεις στο ενδιάμεσο των τραγουδιών δεν είναι αρκετές για να καταλήξει ο θεατής αν αυτό που βλέπει του αρέσει ή όχι. Οι εικόνες του Γιώργου Θεωνά τρέχουν μαζί με τη μουσική: δεν ταυτίζονται, τρέχουν. Κάποιες εκρήξεις αφόρητα ρεαλιστικής απεικόνισης των στίχων με βρήκαν παγερά αδιάφορο. Κάποιες πάλι κακότεχνα ασπρόμαυρες καρικατούρες ανθρώπων ενταγμένες σε virtual σκηνικά σχεδόν με εκνεύρισαν. Δεν μου έδεσε το γλυκό, δεν μου έδεσαν τα υλικά της μουσικής και της εικόνας. Και δεν μου είπε τίποτα ο συμβολισμός ενός έγκλειστου, που ξαπλώνει σε ένα κρεβάτι σε σχήμα σταυρού ενώ τέσσερις λευκοντυμένες μαινάδες λικνίζονται τσιφτετελοειδώς υπό την επήρεια των πειραγμένων χατζιδακικών ήχων. Γέλασα μάλιστα χαιρέκακα μπροστά στη στατική εικόνα των τριών ταμπόν να γεμίζουν αίμα υπό το sample της φωνής του Ρωμανού να τραγουδά «Τρεις Κοπέλες Απ’ Τη Θήβα Και Τη Λιβαδειά…». Το ομολογώ ότι ξαναεκνευρίστηκα. Αν αυτό ήθελε ο καλλιτέχνης, το κατάφερε. Γιατί μου αλλοιώθηκαν έτσι οι ηχητικοί πειραματισμοί του Βήτα πάνω στις μελωδίες του Χατζιδάκι. Μου χάθηκε εκείνη η πρωτογενής αίσθηση ενθουσιασμού, η οποία γεννήθηκε μέσα μου όταν πρωτάκουσα το CD.
Είμαι από εκείνους που αγάπησαν τα Transformations του Κάπα Βήτα. Είμαι από αυτούς που θεωρούν ότι ο μεγαλοαστός Χατζιδάκις θα υποκλινόταν απέναντι στην πειραματική αποκαθήλωση του έργου του. Ο Βήτα έφτιαξε τότε ένα εξαίσιο αστικό soundtrack, που όμως κατά την ταπεινή μου άποψη δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στα δεδομένα αυτής του της live παρουσίασης. Τους ήχους αυτούς δεν τους ακούς καθηλωμένους και περιορισμένους μέσα στους τρεις τοίχους ενός stage: είναι φτιαγμένοι για μια πόλη γεμάτη αντιφάσεις, που από τη μία πλευρά του δρόμου της ορθώνεται ο ναός της ακριβής Τέχνης και των Γραμμάτων και από την άλλη κάνουν πιάτσα οι πουτάνες και τα τραβεστί. Εκεί έπρεπε να παίξει ο Κωνσταντίνος Βήτα: εκεί έξω, βουτηγμένος μέσα σε όλα όσα ετεροπροσδιορίζουν τον μουσικό του κόσμο. Ίσως τότε το απροσδιόριστο που αποζητά η τέχνη του να είχε μπλέξει καλύτερα τις εικόνες και τους ήχους.
Στο τέλος, κανείς δεν κατάλαβε ότι έπρεπε να χειροκροτήσει. Εγώ πάλι δεν κατάλαβα αν το κοινό δεν χειροκροτούσε από άποψη ή απλά η πανεθνική λοβοτομή που μας έχει προκαλέσει η τριλογία τηλεόραση/πολιτική/οικονομική κρίση έχει εκατό τοις εκατό επιτυχία. Εκεί έξω η Συγγρού σκίζει στα δύο την Αθήνα και το Ίδρυμα Ωνάση ορθώνει το ανάστημα του απέναντι στα εναπομείναντα στριπτιτζάδικα. Το φόντο μιας εναλλακτικής συναυλίας, το φόντο μιας νεοκαταθλιπτικής πόλης, το φόντο μιας παραπαίουσας χώρας.
Υ.Γ.: Οι καθυστερημένοι φιλόμουσοι τιμωρηθήκαμε να περιμένουμε απ’ έξω, για τόσα λεπτά όσα χρειάζονται για να εκνευριστείς, παρακολουθώντας το καλλιτεχνικό project από οθόνη τηλεόρασης. Ο υπεύθυνος δικαιολογήθηκε για την πολιτική, λέγοντας ότι είναι εντολή του καλλιτέχνη να εισέρχονται οι όποιοι καθυστερημένοι πάνω στο χειροκρότημα του ακροατηρίου. Από τη μία τη βρήκα φτηνή δικαιολογία –εκθέτει τον καλλιτέχνη. Από την άλλη δεν είχε προφανώς εκτιμηθεί η πιθανότητα το ακροατήριο να χειροκροτήσει δειλά μόνο μία φορά, κάπου στο τέλος της παράστασης. Και αυτό έκανε...