Έχοντας παρακολουθήσει τις καλλιτεχνικές και πολιτικές δράσεις της Τάνιας Τσανακλίδου τον τελευταίο χρόνο, έφτασα το βράδυ της Παρασκευής στον Ζυγό με πραγματική περιέργεια να δω πού θα το πάει αυτή τη φορά. «εΦΑΙΔΡΙΑ στην Πλάκα» είναι ο τίτλος της νέας της παράστασης κι από μόνος του μου έδινε κάποια πρόγευση για το τι να περιμένω.
Έφτασα νωρίς στον μισοάδειο Ζυγό και κάθισα κοντά στη σκηνή, περιμένοντας το μαγαζί να γεμίσει. Είχα συνηθίσει, άλλωστε, οι σκηνές όπου εμφανίζεται η Τσανακλίδου να είναι ευχάριστα έως και ασφυκτικά γεμάτες. Σε λίγο η παράσταση άρχισε κι εγώ κατάλαβα ότι οι μέρες μας είναι ζόρικες και οι νύχτες δυσκολότερες –καθώς τα πίσω τραπέζια της πλατείας και ο εξώστης έμειναν σχεδόν άδεια. Ίσως όμως να ήταν και σύμπτωση, κάθε βράδυ δεν είναι ίδιο άλλωστε.
Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο θέλησα να πιστέψω ότι επρόκειτο απλώς για μια κακή βραδιά ήταν η σύσταση του κοινού που βρέθηκε εκεί. Είναι εκείνη η φυλή Αθηναίων που πιάνει –και πληρώνει– ακόμη και τα πρώτα τραπέζια για να συζητήσει το μέγα ζήτημα «κάνει να βάζω τη σφουγγαρίστρα στο πλυντήριο;» κατά τη διάρκεια των τραγουδιών που δεν γνωρίζει, ενώ τραγουδοφωνάζει σε εντάσεις υψηλότερες από εκείνες του ηχολήπτη, όταν ξέρει τους στίχους. Φυσικά, μπορούσε κανείς να παρατηρήσει και τους λιγοστούς θεατές που θαυμάζουν κι ακολουθούν την Τσανακλίδου στις εμφανίσεις της, οι οποίοι παρακολούθησαν κι εκδήλωσαν το πάθος τους για την ερμηνεύτρια με σεβασμό σ’ αυτό που γινόταν επάνω στη σκηνή.
Το μήνυμα της παράστασης έγινε σαφές από το πρώτο κιόλας τραγούδι –το “Evil Thoughts” του Αμέρικα-Αμέρικα, με τους διαπεραστικούς στίχους του Νίκου Γκάτσου:
Δουλειά και χαμαλίκι
και βρώμα κι απλυσιά
μαζεύτηκαν οι λύκοι
να μπουν στην εκκλησιά
Αγανάκτηση για τη δυσμενή θέση στην οποία έχουμε περιέλθει, σατιρική διάθεση απέναντι στον πρωθυπουργό και στην αυλή του, σαρκασμός για την «πείνα που μας περιμένει». Ένα μήνυμα καθαρό και ταυτόχρονα τολμηρό, το οποίο, όμως, κινήθηκε στη λογική της πλατείας Συντάγματος. Από μια τέτοια μουσικοθεατρική παράσταση δεν θα έπρεπε νομίζω να λείπει μια κάποια αξιολόγηση της κατάστασης, ίσως δε και η αυτοκριτική. Κοντά στο «Όσοι γενούν πρωθυπουργοί όλοι τους θα πεθάνουν» θα μπορούσε να ολοκληρώσει τη συλλογιστική κάτι σαν το «Φταίμε κι εμείς, φταίτε κι εσείς, φταίνε κι οι άλλοι» ή όποια άλλη θέση θα επέλεγε η ομάδα της Τάνιας Τσανακλίδου. Το να πιάνεις τον σφυγμό της εποχής βοηθά στην εκτόνωση του κόσμου κι αυτό δεν είναι λίγο, ούτε και εύκολο. Όμως η μουσική και το θέατρο μπορούν να δώσουν πολύ περισσότερα, ιδιαίτερα σ’ αυτές τις ευαίσθητες μέρες, που περνούν με την απογοήτευση να διαδέχεται την αγωνία.
Η Τσανακλίδου ερμήνευσε, με την παλιά της ευκολία, όλα τα τραγούδια που «στράτευσε» για να περάσει το μήνυμά της, όπως επίσης κι εκείνες τις διαχρονικές επιτυχίες που έγραψαν κάποτε ο Σπανός, ο Κραουνάκης και άλλοι συνθέτες για τη φωνή της. Ο κόσμος έδειχνε ευτυχής σ’ αυτήν τη δεύτερη κατηγορία τραγουδιών κι εγώ ευτύχησα ν’ ακούσω εκείνα τα τραγούδια που με μεγάλωσαν, χωρίς το βουητό από τις κάθε λογής συζητήσεις.
Παρακολουθώντας την τέχνη της ερμηνευτικής υπερβολής να αυτοκτονεί πίσω από το μικρόφωνο του Κώστα Θωμαΐδη, συνειδητοποίησα για πολλοστή φορά ότι αυτού του είδους η προσέγγιση στο τραγούδι εμπεριέχει μια εσωτερικότητα η οποία δεν με έπεισε και δεν μου ταίριαξε ποτέ, καθώς μου φαινόταν επίπλαστη. Η Ελένη Κοκκίδου, αντίθετα, στάθηκε στη σκηνή σαν ηθοποιός και τραγουδίστρια, παίζοντας εντυπωσιακά καλά και στα δύο γήπεδα.
Η βραδιά έκλεισε με τα σκαμπό μπροστά στα μικρόφωνα –όπως συνηθίζεται– σ’ ένα λαϊκότροπο ποτ-πουρί με επιλογές τραγουδιών διόλου βαρετές, παρότι αναμενόμενες. Έφυγα από τον Ζυγό με πολλές σκέψεις. Αν μη τι άλλο, αυτή η «εΦΑΙΔΡΙΑ στην Πλάκα» μου έδωσε την αφορμή ν’ αναζητήσω μόνη μου –δυστυχώς– τις αιτίες της πτώσης μας, τα θέλω και τις λύσεις για την επόμενη μέρα.