Ξεκίνημα με γκρίνια: γιατί καλοί μου άνθρωποι, όποιοι κι αν έχετε την ευθύνη για αυτό, ξεκινάτε (και κατ’ επέκταση τελειώνετε) συναυλίες μεσοβδόμαδα τέτοιες ώρες; 11 παρά να βγαίνει το support; Γύρω στη μιάμιση να τελειώνει το main act; Σκεφτείτε λίγο και μας τους δύσμοιρους, που σηκωνόμαστε την επόμενη μέρα για δουλειά από τις πρώτες πρωινές ώρες...

Στα της μουσικής τώρα, το μενού της βραδιάς έλεγε ότι για ορεκτικό θα γευόμασταν Voyage Limpid Sound. Ομολογώ πως δεν γνώριζα και πολλά για το συγκρότημα, αλλά με δύο κινήσεις ματ μου τραβήξανε την προσοχή. Θέλετε το γεγονός ότι, με το που τους αντικρίζεις, αισθάνεσαι ότι έχεις απέναντί σου κάτι το ιδιαίτερο; Θέλετε γιατί επί σκηνής «βρίσκεις» 14 άτομα ή πως τα βασικά μέλη του γκρουπ (αλλά και τα όργανά τους) ήταν καλυμμένα από ένα...καρό ύφασμα παύλα τραπεζομάντηλο; Όποιο κι αν διαλέξετε, ένα είναι σίγουρο: τα παιδιά δεν περνάνε απαρατήρητα.

Όμως και μουσικά κάνουν το ίδιο, για να μην τους αδικούμε. Βλέπετε, αυτός ο συνδυασμός χορωδίας, κιθαριστικής ποπ επηρεασμένης από τα 1960s και 1970s κι ενός χαρισματικού frontman εφοδιασμένου όχι μόνο με φωνή, μα και με θεατρικότητα, αίσθηση χιούμορ και αυτοσαρκασμό (π.χ. όταν έχασε τα λόγια σε ένα τραγούδι) δούλεψε. Και δούλεψε όχι διεκπεραιωτικά αλλά, αντιθέτως, με πολύ απολαυστικά αποτελέσματα. Η όλη εμφάνιση διέθετε μάλιστα ένα μυσταγωγικό άγγιγμα λόγω της μη χρησιμοποίησης μικροφώνου και των φωνών από τη χορωδία, οι οποίες έδιναν έναν πιο γήινο χαρακτήρα στο όλο αποτέλεσμα. Πολύ ενδιαφέρουσα μπάντα και ήχος, σίγουρα τραβήξανε την προσοχή τόσο τη δική μου όσο και των υπολοίπων θεατών που είχαν κοπιάσει ως το 6 D.O.G.S.

Για τους Empty Frame πάλι, δεν ήμουνα και τόσο ανυποψίαστος. Γνωρίζω για την ύπαρξή τους εδώ και αρκετά χρόνια και τους έχω ξαναδεί ζωντανά πολύ πριν βγάλουν τον φετινό τους δίσκο They Think We Are Eskimos. Ο οποίος, δικαίως, τους έχει τοποθετήσει σε άλλη τροχιά με την ιδιαίτερα θερμή υποδοχή που απόλαυσε τόσο από τους κριτικούς, όσο και από το κοινό, που το ανέβασε στις υψηλές θέσεις (αναλογικά πάντα) των πινάκων πωλήσεων τις πρώτες κιόλας εβδομάδες κυκλοφορίας. Ο ήχος τους βέβαια έχει τα φόντα για κάτι τέτοιο μιας και στο ελληνικό κοινό πάντα άρεσαν μελαγχολικές, γλυκόπικρες μελωδίες στο ύφος καλλιτεχνών όπως π.χ. οι Madrugada, Tindersticks, Nick Cave & The Bad Seeds και Mark Lanegan. Ονόματα τα οποία σαφώς κι έχουν βάλει το χεράκι τους στο να διαμορφώσει το συγκρότημα το μουσικό του στίγμα, αλλά που –προς τιμήν των Empty Frame– δεν τους έχει καθορίσει τόσο πολύ ώστε να μένουν σε μια στείρα αναπαραγωγή επιρροών. Αυτός ο χαρακτήρας λοιπόν που διαθέτει η συγκεκριμένη μπάντα φαίνεται στην τραγουδοποιία τους, γίνεται δε ακόμα πιο έντονος στις ζωντανές τους εμφανίσεις.

Στο 6 D.O.G.S. ακούσαμε σχεδόν ολόκληρο το ντεμπούτο τους, αν δεν απατώμαι, όπως και τραγούδια τα οποία αποτελούν υλικό για έναν δεύτερο δίσκο. Ηχητικά πάλι, τα πλήκτρα μαζί με το τσέλο και το βιολί προσέδιδαν μια ζεστασιά στο άκουσμα ενώ οι συνθέσεις των Empty Frame προέκυπταν πιο ενεργητικές επί σκηνής, με τις κορυφώσεις των τραγουδιών να ηχούν περισσότερο «ηλεκτρικές» και αγριεμένες (μέσα σε λογικά πλαίσια βεβαίως). Ήταν λοιπόν μια βραδιά γεμάτη με μελωδία, χαρμολύπη, συναισθήματα τα οποία εναλλάσσονταν διαρκώς και με έντονη την παρουσία ψυχής –έστω κι αν αυτή βρισκόταν σε μελαγχολική διάθεση.

Παρόλο που προσωπικά δεν είμαι και ο πιο ένθερμος οπαδός του συγκεκριμένου ήχου, οφείλω να ομολογήσω πως από τη συναυλία των Empty Frame έφυγα απόλυτα ικανοποιημένος. Όχι γιατί ξαφνικά αποφάσισα ότι τα ακούσματά μου πρέπει να αλλάξουν, αλλά γιατί αυτό που παρακολούθησα από την πάρτη τους είχε και τσαγανό και σου «μιλούσε» απευθείας στην καρδιά, δημιουργώντας σου συνεχώς εικόνες στο μυαλό κατά τη διάρκεια της βραδιάς.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured