Βραδιά προκλήσεων, ευχάριστων εκπλήξεων και σημαντικών συμπερασμάτων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η πρεμιέρα των εμφανίσεων του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου το βράδυ της Παρασκευής στο Half Note. Η πρώτη πρόκληση ακούει στο όνομα Νάντια Μπουλέ: μεγάλο ρίσκο να επιλέγεται μια γνωστή παρουσιάστρια πρωϊνάδικων και reality για το –σαφώς απαιτητικό– υλικό του Καλαντζόπουλου. Δύσκολο, επίσης, να παρουσιάζεις γνωστά και αγαπημένα τραγούδια με τρόπο που θα προσθέτει κάτι διαφορετικό σε μία νέα σειρά παραστάσεων. Αβέβαιη πάντοτε η αποδοχή καθώς και η πρώτη εντύπωση καινούργιων κομματιών –και μάλιστα με την εν λόγω ερμηνεύτρια. Και, όμως, και στα τρία ο καταξιωμένος δημιουργός απέδειξε και το ταλέντο και τις ικανότητες και την εμπειρία του.
Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα με τη σειρά. Αυτό που αποτελούσε το μεγάλο μυστήριο της βραδιάς, εξελίχθηκε τελικά σε ένα από τα μεγάλα ατού της. Η Νάντια Μπουλέ απέδειξε ότι μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις μία θέση στη σειρά των ερμηνευτριών του Καλαντζόπουλου. Χωρίς ιδιαίτερο άγχος, αλλά και χωρίς ίχνος έπαρσης, ερμήνευσε με πάθος, ένταση, συναίσθημα, μα και με έντονη θεατρικότητα τραγούδια που έχουν «στοιχειωθεί» από τις πρώτες τους εκτελέσεις. Γι’ αυτό και η έκπληξη ήταν μεγάλη όταν κατάφερε να συγκινήσει στο “Με Τα Μάτια Κλειστά”. Ακόμα και αν έλειπε η δωρικότητα της Γιώτας Νέγκα, η Μπουλέ το προσέγγισε με μια αξιοθαύμαστη σοβαρότητα.
Η ίδια σοβαρότητα διαφαινόταν όμως και σε κάθε ερμηνευτική της στιγμή. Δεν είναι εύκολο να μπαίνεις σε σύγκριση με ονόματα όπως η Έλλη Πασπαλά, η Σοφία Παπάζογλου και ο Γιάννης Κότσιρας και να μην καταντάς κακέκτυπο. Γιατί το σημαντικότερο ίσως όλων ήταν ότι η Μπουλέ δεν προσπάθησε να μιμηθεί κανέναν: ακολούθησε μια δικιά της ερμηνευτική προσέγγιση, με έντονα pop/soul στοιχεία –σ’ αυτό άλλωστε τη βοηθάει και η χροιά της φωνής της. Ειδικά στα καινούργια τραγούδια, τα οποία δεν κουβαλάνε και το «βάρος» των πρώτων ερμηνειών, έδωσε ακόμα πιο ξεκάθαρα το προσωπικό της στίγμα, που, ούτως ή άλλως, τελεί υπό διαμόρφωση. Έτσι, το “I Can’ t Fall In Love”, μια υπέροχη blues μπαλάντα στα πρότυπα του “Summertime In Prague” που αποτέλεσε και το encore της βραδιάς, μάλλον στάθηκε ως η πιο δυνατή της στιγμή.
Μια ακόμα πολύ δυνατή στιγμή της πρεμιέρας, ήταν ένα άλλο νέο τραγούδι που παρουσίασε και ερμήνευσε ο ίδιος ο Καλαντζόπουλος, με τίτλο “Τι Σπατάλη”. Μια εσωτερική, σχεδόν ανατριχιαστική μπαλάντα, με μεγάλο συναισθηματικό εκτόπισμα. Γενικά πάντως, έχω την εντύπωση ότι οι καινούργιες συνθέσεις –εκτός από τις παραπάνω ακούστηκαν επίσης δύο ορχηστρικά και μια ευφάνταστη διασκευή στα αγγλικά του “Όπου Κι Αν Πας Θα Με Ζητάς” του Μιχάλη Μενιδιάτη, με τίτλο “Wherever You Go”– επιβεβαίωσαν ότι ο συνθέτης εξακολουθεί να βρίσκεται σε δημιουργική φόρμα και έχει πολλά ακόμα ενδιαφέροντα να μας δώσει.
Τέλος, νομίζω ότι είναι πασιφανές πως το πιο εύκολο στοίχημα ήταν να καταφέρει ο Καλαντζόπουλος να παρουσιάσει με ενδιαφέροντα τρόπο τις γνωστές του συνθέσεις. Βάζοντας όλη τη μαεστρία του κι έχοντας δίπλα του τέσσερις εξαιρετικούς μουσικούς –τον Νίκο Παπαβρανούση στα τύμπανα, τον Ανδρέα Συμβουλόπουλο στο πιάνο και στο ακορντεόν, τον Παντελή Στόικο στην τρομπέτα και τον Fergus Curry στο κοντραμπάσο– κυρίως όμως ανακατεύοντας τις μεσογειακές και βαλκανικές αναφορές του με jazz, blues και swing επιρροές, παρουσίασε μοναδικές εκτελέσεις των παλαιότερων κομματιών του. Αποκορύφωμα το σχεδόν αγνώριστο “Λέει, Λέει, Λέει”, το σπάνια παιγμένο “C’ Est La Vie” και η ξεσηκωτική μουσική από το soundtrack της ταινίας Uranya.
Μέσα έτσι από τη μεταμόρφωση μιας παρουσιάστριας αμφιβόλου αισθητικής και ποιότητας εκπομπών σε μια αξιόλογη νέα ερμηνεύτρια, τη σύνθεση μετά από αρκετά χρόνια δυνατών τραγουδιών και την ευρηματική παρουσίαση των παλαιότερων, ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος μας χάρισε μια υπέροχη βραδιά στο Half Note. Και απέδειξε για ποιο λόγο συγκαταλέγεται, εδώ και μια εικοσαετία σχεδόν, στις αξιόλογες και υπολογίσιμες δυνάμεις της ελληνικής μουσικής.