>
Είναι φορές που αισθάνομαι ότι κύριο χαρακτηριστικό της jazz είναι το ότι αποτελεί έναν πηγαίο κώδικα έκφρασης. Ότι δηλαδή, πέρα από στιλιστικές αναφορές και υφολογικές αναλύσεις, jazz σημαίνει έκφραση ενός εσώτερου καλλιτεχνικού εαυτού. Ότι, τέλος πάντων, τα μοτίβα, οι κλίμακες, οι αυτοσχεδιασμοί, τα σόλο είναι απλώς τα μέσα για να εξωτερικευτεί ο ψυχισμός των μουσικών. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, αυτός ο ψυχισμός μας παρουσιάστηκε ομοούσιος και αγέρωχος.
Το αποτελούμενο από τον Χάρη Λαμπράκη (νέυ), Δημήτρη Θεοχάρη (πιάνο), Νίκο Σιδηροκαστρίτη (τύμπανα) και Δημήτρη Τσεκούρα (κοντραμπάσο) κουαρτέτο, πατούσε σε αυτόν ακριβώς τον κώδικα. Και στις σχεδόν δύο ώρες του στο Dizzy Miles μας παρουσίασε συνθέσεις τόσο μέσα από την εξαιρετική, πρώτη στούντιο δουλειά του, όσο και εκτός αυτής. Βάδιζε δε με ασφάλεια στο τυπικό «τελετουργικό» μίας jazz συναυλίας, με το βασικό θέμα μιας σύνθεσης να αποτελεί, στην ουσία, τη γέφυρα μεταξύ των αυτοσχεδιασμών και των σόλο. Μόνο που, ενώ ήταν σαφές από δυναμικής απόψεως ποιο όργανο έβγαινε μπροστά, τα υπόλοιπα δεν περιοριζόταν σε μια χαμηλόφωνη εναλλαγή ακόρντων, μα έπλεκαν έναν διακριτικό μεν αλλά ολοζώντανο ιστό. Εμπλεκόμενα σε ένα παιχνίδι ανάμεσα σε διαφορετικές τονικότητες και διαφορετικά πατήματα, που τελικά αποκτούσαν τον δικό τους αυθύπαρκτο χαρακτήρα, κάνοντας έτσι τους χαρακτηρισμούς side και lead όργανο να χάνονται μέσα στη σημασία την οποία λάμβανε το σύνολο. Σαν το βασικό θέμα να αποτελούσε την ευθεία και οι modal jazz αυτοσχεδιασμοί τις τεθλασμένες που είχαν σημείο εκκίνησης και τερματισμού αυτή την ευθεία. Όταν δε οι τέσσερεις μικρόκοσμοι ισοσκέλιζαν τις δυναμικές τους, δημιουργούσαν ενδιαφέρουσες κορυφώσεις, κάνοντας εύγλωττο το ομοούσιο του ψυχισμού, που αναφέρθηκε παραπάνω.
Αυτό περίπου ήταν το μοτίβο από την αρχή και δεν άλλαξε μέχρις ότου ο Θεοχάρης –ο οποίος είχε αναλάβει τη λεκτική επικοινωνία με το κοινό– είπε την τελευταία καληνύχτα. Ούτε καν όταν, στο δεύτερο μέρος του σετ, το έργο της μπάντας συνέδραμαν διαδοχικά ένα άλτο σαξόφωνο κι ένα φλάουτο (τα ονόματα των μουσικών δυστυχώς μου διαφεύγουν). Μέσα σε αυτό το μοτίβο βεβαίως, υπήρξαν πολλές εναλλαγές διαθέσεων και συναισθηματικών αποχρώσεων, μιας και το ύφος των ίδιων των συνθέσεων είναι πολυποίκιλο. Υπήρχαν στιγμές που το αποτέλεσμα έγερνε στην πλευρά μιας ρυθμικής ελευθεριάζουσας jazz (με τα δυναμικά “Ξέφωτο” και “Σοφίτα” να ξεχωρίζουν), άλλες όπου το κουαρτέτο προέβαλλε μια υπέροχη μελωδικότητα και άλλες που επέλεγε να εκφράσει μια πιο εσωτερική πνευματικότητα και να «μιλήσει» για χαμένες πατρίδες (“Μόρφου”) ή για πρόωρους αποχαιρετισμούς (“Για Τον Μιχάλη”). Αυτό όμως που κυριαρχούσε ήταν η πηγαιότητα της έκφρασης, η αρμονία η οποία έδενε την επί μέρους εκτελεστική υπερ-επάρκεια των μουσικών με το σύνολο και μια περίεργη ζεστασιά την οποία αισθανόσουν και για την οποία, έχω την αίσθηση, ευθύνεται κατά τι και το μικροσκοπικό jazz bar του Παγκρατίου, που φιλοξένησε τη συναυλία.
Ίσως να υπήρχαν και σημεία όπου τα παραπάνω δημιουργούσαν έναν πλεονασμό, αλλά αισθάνομαι πως ο τελευταίος δεν ήταν ούτε συχνός, ούτε έντονος ώστε να βλάψει το τελικό αποτέλεσμα. Ίσως επίσης να μην υπήρχαν ευδιάκριτα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να ονομαστούν «προοδευτικά», κάτι τέλος πάντων το οποίο να «σπάει» τις εξαρχής δηλωθείσες νόρμες –αν και μόνο η διττή χρήση του νέυ, πότε υπό το πρίσμα της παράδοσης που κουβαλάει και πότε ως ένα αμιγώς jazz πνευστό, θα μπορούσε να συμβάλλει σε αυτό το «σπάσιμο». Όταν όμως η μουσική διεγείρει απευθείας εγκεφαλικά και συναισθηματικά νεύρα, όταν επιτελεί ιδανικά τον ρόλο της ως εκφραστικό μέσο (τόσο για τους μουσικούς, όσο και για τους ακροατές), τότε ίσως τέτοιες σκέψεις να μην έχουν μεγάλη σημασία και τέτοιες στοχεύσεις να μην αποτελούν ζητούμενο.
Όπως και να έχει, οι Χάρης Λαμπράκης Quartet ήταν, νομίζω, εξαιρετικοί και προσωπικά με κέρδισαν κατά κράτος. Εις το επανιδείν, λοιπόν…